«Οι κάτοικοι της Φώκαιας πρώτοι
απ' τους Έλληνες έκαναν θαλάσσια μακρινά ταξίδια κι αυτοί ανακάλυψαν την
Αδριατική θάλασσα, την Τυρρηνία που ανήκει τώρα στην Ιταλία, την Ιβηρία, ένα
τμήμα δηλαδή της Ιβηρικής χερσονήσου και την πόλη Ταρτησσό, που τώρα βρίσκεται
στην Ισπανία. […] Ο Άρπαγος προχώρησε με τη στρατιά του και τους πολιορκούσε.
[…) Αυτοί, όμως, επειδή δυσφορούσαν με την ιδέα της δουλείας […] τράβηξαν στη
θάλασσα τα πλοία με τα 50 κουπιά, […] κι έβαλαν πλώρη για τη Χίο. Έτσι οι
Πέρσες πήραν τη Φώκαια έρημη απ΄ ανθρώπους. Οι άνθρωποι της Φώκαιας θ’ αγόραζαν
τα νησιά, που λέγονται Οινούσσες. Οι Χιώτες όμως δεν ήθελαν να τους τα
πουλήσουν, από φόβο μήπως αυτά τα νησιά γίνουν εμπορικό κέντρο, με συνέπεια το
δικό τους νησί να μείνει απ΄ έξω. Ύστερα απ΄ αυτό ξεκίνησαν για το νησί Κύρνος,
που τώρα λέγεται Κορσική. Στο νησί ετούτο πριν από 20 χρόνια, μετά από κάποιον
χρησμό, είχαν χτίσει πόλη με τ΄ όνομα Αλαλίη…»
Ηρόδοτος, Ιστορίαι 1,
163-165.
«Εξάλλου ο Άμασις αποδείχτηκε
φιλέλληνας, καθώς κι άλλα δείγματα φιλίας έδειξε σε μερικούς Έλληνες, αλλά, το
κυριότερο, σ' εκείνους που έφταναν στην Αίγυπτο τους έδωσε, για μόνιμη
εγκατάσταση, την πόλη Ναύκρατη˙ και, σ' όσους Έλληνες δεν ήθελαν να
εγκατασταθούν μόνιμα, αλλά ταξίδευαν με τα καράβια τους εκεί, έδωσε χώρους, για
να ιδρύσουν βωμούς και τεμένη στη χάρη των θεών. Λοιπόν, το πιο μεγάλο και πιο
ξακουστό τέμενός τους, και το πιο πολυσύχναστο, που τ' όνομά του είναι
Ελλήνιον, το έχουν ιδρύσει με κοινή συνεισφορά οι ακόλουθες πόλεις: απ' τις
ιωνικές, η Χίος, η Τέως, η Φώκαια και οι Κλαζομενές˙ απ' τις δωρικές, η Ρόδος,
η Κνίδος, η Αλικαρνασσός και η Φάσηλη˙ απ' τις αιολικές, μονάχα η Μυτιλήνη. […]
Και χωριστά, με δικές τους δαπάνες, οι Αιγινήτες ίδρυσαν τέμενος του Διός, κι
άλλο οι Σάμιοι, της Ήρας, και οι Μιλήσιοι, του Απόλλωνα.»
Ηρόδοτος, Ιστορία 2, 178
«… δεν έβρεχε στη Θήρα για 7 απανωτά χρόνια. Στο διάστημα τούτο όλα τα
δένδρα του νησιού –εκτός από ένα- ξεράθηκαν. Ενώ οι Θηραίοι ρωτούσαν ξανά το
μαντείο, η Πυθία παράγγειλε και πάλι να κάνουν αποικία στη Λιβύη. Επειδή δεν
υπήρξε γιατριά στη συμφορά τους, έστειλαν μαντατοφόρους στην Κρήτη, να ρωτήσουν
μήπως κανένας Κρητικός ή ξένος είχε πάει στη χώρα τούτη. Καθώς περιπλανιόνταν
στο νησί, οι μαντατοφόροι πήγαν και στην πόλη Ίτανο, όπου συνάντησαν κάποιον
ψαρά οστράκων με τ’ όνομα Κορώβιος. Ετούτος είπε ότι σπρωγμένος από τους
αέρηδες πήγε μέχρι τη Λιβύη και συγκεκριμένα στο νησί Πλατέα της Λιβύης. […] Ο
Κορώβιος τους οδήγησε στη νήσο Πλατέα, όπου τον άφησαν, αφήνοντας συγχρόνως και
τρόφιμα για κάμποσους μήνες. Οι ίδιοι έφυγαν γρήγορα - γρήγορα για να πουν
στους Θηραίους για το νησί. […] Oι Θηραίοι αποφάσισαν να στείλουν έναν αδερφό στους δυο- όποιον θα
τούπεφτε ο κλήρος- απ΄ όλες τις περιοχές
του νησιού […] Έτσι έστειλαν στην Πλατέα 2 πεντηκοντόρους.»
Ηρόδοτος, Ιστορίαι 4, 151,153.
«…ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος
για να δημιουργηθεί μια τέτοια πόλη; Πρέπει πρώτα πρώτα να γίνει διανομή του
εδάφους και των σπιτιών ανάμεσα στους κατοίκους [...] όσες εστίες
δημιουργηθούν, αυτές να παραμένουν πάντα ίδιες, χωρίς να αυξομειώνονται έστω
και λίγο. Ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχουμε αυτό είναι ο ακόλουθος: ο
κάτοχος ενός κομματιού γης θα ορίζει πάντα ένα μόνο κληρονόμο της περιουσίας
του. Θα είναι ο αγαπημένος του γιος, που θα τον διαδέχεται και θα φροντίζει για
τη λατρεία των θεών της οικογένειας και της πόλης, των νεκρών και των ζωντανών.
[...] Αν παρουσιαστούν δυσκολίες στην τήρηση του αριθμού των πέντε χιλιάδων
σαράντα οικογενειών και υπάρξει υπερπληθυσμός […] μπορούμε να καταφύγουμε στην
παλιά επινόηση, που αναφέραμε αρκετές φορές μέχρι τώρα, δηλαδή στις αποικίες,
οι οποίες θα αναπτύσσουν στενούς δεσμούς με τη μητρόπολή τους…»
Πλάτωνος, Νόμοι, 5, 739e -740e.
«Είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να ανασυνθέσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν
σ' αυτή την τεράστια εξάπλωση με βάση τις πληροφορίες που μας προσφέρουν οι
αρχαίες πηγές καθώς και τα αρχαιολογικά δεδομένα. Για πολύν καιρό υποστηρίχτηκε
ότι έπαιζαν ρόλο διάφοροι «εμπορικοί παράγοντες», δηλαδή ότι οι Έλληνες μάλλον
θέλησαν να ελέγξουν καλύτερα τις εξαγωγές των προϊόντων της χειροτεχνίας τους,
η οποία αναπτύσσεται από τον 9ο αιώνα. Ήδη από τότε ιδρύεται ένας ελληνικός
εμπορικός σταθμός στην πόλη Αλ Μίνα της Συρίας, οπού ανακαλύφτηκαν άφθονα
πήλινα αντικείμενα γεωμετρικής τέχνης. Τον 8ο αιώνα οι πρώτοι Έλληνες άποικοι
ακολουθούν το δρόμο που άνοιξαν από παλιά οι Μυκηναΐοι έμποροι. […] Άλλοι,
αντίθετα, υποστήριξαν ότι ο ελληνικός αποικισμός οφείλεται ουσιαστικά σε
«έλλειψη γης», άποψη που ενισχύεται από το γεγονός ότι οι πρώτες εγκαταστάσεις,
[…] πρόσφατες όμως έρευνες […] μας προτρέπουν […] να δεχτούμε την περίπτωση
αλλού να έπαιξε ρόλο η έλλειψη γης, αλλού η ανάγκη για την προμήθεια σπάνιων ή
πολύτιμων μετάλλων, αλλού τέλος τυχαία περιστατικά όπως ένας λιμός ή μια
εσωτερική κρίση.»
Mossé C., Η αρχαϊκή Ελλάδα. Από τον Όμηρο ως τον Αισχύλο (8ος – 6ος αιώνας π.Χ.),
μτφρ. Σ. Πασχάλης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991, σ.114-115
«Η αποικιακή δραστηριότητα δεν ξεκίνησε από τις φτωχότερες σε
καλλιεργήσιμη γη περιοχές, αλλά μάλλον από εκείνες που πρώτες εγκαινίασαν τις
θαλάσσιες ανταλλαγές και την αναζήτηση νέων πόρων, ιδίως κοιτασμάτων χαλκού. Οι
Ευβοείς, ακόμη και αν δεν ίδρυσαν πραγματικό ‘εμπορικό σταθμό’ στην Άλ Μίνα της
Συρίας, ήταν οι πρώτοι που στράφηκαν προς τη δυτική Μεσόγειο, ακολουθώντας
προφανώς τα ίχνη των Φοινίκων, ίσως από τα τέλη του 9ου αιώνα, ή το αργότερο
στις αρχές του 8ου, και κατόπιν εγκαταστάθηκαν πρώτοι στις ακτές της Ιταλίας
και της Σικελίας. Οι Κορίνθιοι, που σύχναζαν στην Ιθάκη και την Αδριατική
(Ήπειρος, Οτράντο) το πρώτο ήμισυ του 8ου αιώνα, τους ακολούθησαν μια γενιά
αργότερα. Και μόνο προς τα τέλη του αιώνα ξεκίνησαν οι πρώτες αποστολές από τις
λιγότερο εύπορες περιοχές, όπως η Λοκρίδα ή η Αχαΐα.»
Polignac F., Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής πόλης,
μτφρ. Ν. Κυριαζόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000, σ.30
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου