ΚΑΝΟΝΕΣ
ΤΟΝΙΣΜΟΥ
1) Καμία
λέξη δεν τονίζεται πάνω από την προπαραλήγουσα.
2)
Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη η προπαραλήγουσα
δεν τονίζεται.
Εξαίρεση
αποτελούν τα αττικόκλιτα ουσιαστικά και επίθετα της δεύτερης κλίσης: π. χ.
Μενέλεως, ἵλεως κ.τ.λ.
Επίσης εξαιρούνται
τα καταληκτικά διπλόθεμα ουσιαστικά της τρίτης κλίσης, τα αρσενικά και θηλυκά
σε –ις (-εως), -υς (-εως), και τα ουδέτερα σε –υ (-εως) στη γενική ενικού και
πληθυντικού: π. χ. ἡ δύναμις (τῆς δυνάμεως - τῶν δυνάμεων), ὁ πέλεκυς (τοῦ
πελέκεως - τῶν πελέκεων), τό ἄστυ (τοῦ ἄστεως - τῶν ἄστεων). Οφείλεται σε
αντιμεταχώρηση (αμοιβαία αλλαγή βραχύχρονου και μακρόχρονου φωνήεντος): πόληος
–-> πόλεως.
3) Η
προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία.
4) Κάθε
βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία.
5) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται,
παίρνει οξεία μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
6)
Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται,
παίρνει περισπωμένη μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
Εξαίρεση
αποτελούν όσες λέξεις συνενώνονται στο τέλος τους με εγκλιτικά. π. χ. ἥδε,
ἤντε, καίτοι, ἥπερ, μήτε, οὔτε, εἴτε, ὥστε, ὥσπερ, εἴθε κ.τ.λ..
7) Η
θέση μακρόχρονη συλλαβή στον τονισμό λογαριάζεται βραχύχρονη.
8)
Η βαρεία σημειώνεται στη θέση της οξείας μόνο στη
λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί στίξη ή λέξη εγκλιτική.
9)
Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και
κλητική των πτωτικών, όταν τονίζεται στη λήγουσα, κανονικά παίρνει οξεία.
Εξαιρούνται ορισμένα τριτόκλιτα ουσιαστικά: α) όσα μονοσύλλαβα
έχουν χαρακτήρα ι, υ, ου, αυ (π. χ. ἡ δρῦς, ὁ κῖς, ὁ βοῦς, ἡ γραῦς), β)
τα καταληκτικά μονόθεμα σε –υς (-υος) στην αιτιατική πληθυντικού (π. χ. τούς
ἰχθῦς, τάς ἰσχῦς κ.τ.λ.), γ) τα ουδέτερα πῦρ και οὖς στον ενικό αριθμό, δ)
το θηλυκό ἡ γλαῦξ στην ονομαστική και κλητική ενικού, ε) τα καταληκτικά
μονόθεμα σε –ευς (-εως) στην κλητική
ενικού (π. χ. βασιλεῦ, ἁλιεῦ, ἱερεῦ κ.τ.λ.). Επίσης εξαιρείται το
αριθμητικό εἷς (από το ἕνς με αντέκταση) και το επίθετο πᾶς, πᾶν (από αναλογία
προς το θηλυκό πᾶσα).
10) Η
μακροκατάληκτη γενική και δοτική των πτωτικών, όταν
τονίζεται στη λήγουσα παίρνει περισπωμένη. Εξαιρούνται τα
αττικόκλιτα ουσιαστικά της δεύτερης κλίσης : π. χ. τοῦ νεώ, τῷ νεῲ, τῶν νεών,
τοῖς νεῲς κ.τ.λ.
11) Στα
πτωτικά, όπου τονίζεται η ονομαστική ενικού, εκεί τονίζονται και οι
άλλες πτώσεις του ενικού και του πληθυντικού, εκτός αν εμποδίζει η
λήγουσα (κανόνας 2). Εξαιρούνται: α) η γενική πληθυντικού των
πρωτόκλιτων ουσιαστικών (π. χ. ὁ στρατιώτης - τῶν στρατιωτῶν, ἡ θάλασσα - τῶν
θαλασσῶν), β) η γενική και δοτική ενικού και πληθυντικού όλων των
μονοσύλλαβων ουσιαστικών της τρίτης κλίσης (π. χ. ἡ φλόξ - τῆς φλογός - τῇ
φλογί - τῶν φλογῶν - ταῖς φλοξί κ.τ.λ.). Από το β) εξαιρούνται 6
ουσιαστικά στη γενική πληθυντικού: ἡ δᾲς - τῶν δᾲδων, ὁ θώς - τῶν θώων, τό οὖς
- τῶν ὤτων, ὁ παῖς - τῶν παίδων, ὁ Τρώς - τῶν Τρώων, τό φῶς - τῶν φώτων.
12) Η
λήγουσα που προέρχεται από συναίρεση, όταν τονίζεται, κανονικά
παίρνει περισπωμένη, εκτός αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη
από τις συλλαβές που συναιρούνται, οπότε παίρνει οξεία (π.χ. ποιεέτω --.> ποιείτω.
13) Στις
σύνθετες λέξεις ο τόνος κανονικά ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή
του πρώτου συνθετικού, αν το επιτρέπει η λήγουσα.
14) Οι
δίφθογγοι θεωρούνται μακρόχρονοι. Εξαιρούνται τα αι
και οι που θεωρούνται βραχύχρονα, όταν βρίσκονται εντελώς
στο τέλος ασυναίρετης κλιτής λέξης. Στην Ευκτική όμως όλων των
χρόνων θεωρούνται μακρόχρονα.
ΕΓΚΛΙΣΗ ΤΟΝΟΥ
ΕΓΚΛΙΣΗ ΤΟΝΟΥ
Α) Εγκλιτικές λέξεις είναι
:
1)
οι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μοῦ, μοί, μέ
– σοῦ, σοί, σέ – (οὗ), οἷ, (ἕ)
2)
όλες οι πτώσεις της αόριστης αντωνυμίας τίς, τί
εκτός από το ἄττα (ονομαστική – αιτιατική ουδετέρου στον πληθυντικό)
3)
ο Ενεστώτας Οριστικής των ρημάτων εἰμί – φημί
εκτός από το β΄ ενικό πρόσωπο (εἶ, φής - φῂς).
4)
τα επιρρήματα πού, ποί, ποθέν, πώς, πή - πῂ, ποτέ.
5) τα
μόρια γέ, τέ, τοί, πέρ, πώ, νύν, και το πρόσφυμα -δέ
Β) Κανόνες
έγκλισης του τόνου:
1) ο τόνος των εγκλιτικών χάνεται, όταν
i) η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη
ή περισπώμενη (π. χ. ναός τις, τιμῶ σε, ναοί τινες, τιμῶ τινας)
ii) η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη
και το εγκλιτικό μονοσύλλαβο (π. χ. γέρων τις)
2) ο
τόνος των εγκλιτικών ανεβαίνει
στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης
ως
οξεία, όταν η
προηγούμενη λέξη είναι
προπαροξύτονη,
προπερισπώμενη ή άτονη ή εγκλιτική (π. χ.
ἔλαφός τις, ἔλαφοί
τινες,
κῆπός τις, κῆποί τινες, Ἀριαῖός τε ἔν
τινι τόπῳ, εἴ τίς τινά που εἶδεν)
3) ο
τόνος των εγκλιτικών
παραμένει στη θέση του
(δε γίνεται έγκλιση
τόνου), όταν:
i) η
προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη και το εγκλιτικό δισύλλαβο
(λόγοι τινές)
ii) η προηγούμενη λέξη έχει
πάθει έκθλιψη ή
πριν από το εγκλιτικό
υπάρχει σημείο στίξης (καλόν δ' ἐστίν - Ὅμηρος, φασί, τυφλός ἦν)
iii) υπάρχει έμφαση ή αντιδιαστολή (παρά σοῦ,
ταῦτα σοί λέγω,
οὐκ
ἐκείνῳ).
ΠΡΩΤΟΚΛΙΤΑ ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
Παρατηρήσεις:
α) το α στην κατάληξη –ας
είναι πάντοτε μακρόχρονο.
β) η γενική πληθυντικού
τονίζεται πάντα στη
λήγουσα και παίρνει
περισπωμένη.
Εξαιρείται το οἱ ἐτησίαι - τῶν ἐτησίων.
γ) από τα
αρσενικά σε –ης σχηματίζουν την κλητική ενικού σε –α και όχι σε
–η:
1) τα εθνικά
[(ὦ) Πέρσα, (ὦ) Σκύθα κ.τ.λ.]
2) όσα λήγουν σε –της, -πης
[(ὦ) στρατιῶτα, (ὦ) σατράπα]. Εξαιρείται όμως
το δεσπότης στον τονισμό (ὦ) δέσποτα.
3) τα
σύνθετα (με β΄ συνθετικό ρήμα) σε
–άρχης, -μέτρης, -πώλης,
-τρίβης,
-ώνης,
-λάτρης [(ὦ) γυμνασιάρχα, (ὦ) βιβλιοπῶλα, (ὦ) παιδοτρίβα κ.τ.λ.]
δ) στα θηλυκά σε –α :
1)
το –α είναι βραχύχρονο (μη καθαρό), αν
πριν από αυτό υπάρχει σύμφωνο εκτός από το ρ. Τότε η γενική και δοτική
ενικού έχουν κατάληξη σε –ης και –ῃ (π. χ. ἡ τράπεζα, τῆς
τραπέζης, τῇ τραπέζῃ κ.τ.λ.)
2)
το –α είναι μακρόχρονο (καθαρό), αν πριν από αυτό υπάρχει φωνήεν
ή
ρ. (π. χ. ἡ πολιτεία, τῆς
πολιτείας, τῇ πολιτείᾳ, ἡ ὥρα, τῆς ὥρας, τῇ ὥρᾳ)
3)
το καθαρό –α είναι βραχύχρονο στα προπαροξύτονα
θηλυκά (π. χ. ἡ ἀλήθεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ μάχαιρα κ.τ.λ.) και σε δέκα δισύλλαβα
θηλυκά (γαῖα, γραῖα, μαῖα, μυῖα, μοῖρα, πεῖρα, πρῷρα, σπεῖρα, σφαῖρα, σφῦρα)
ε)
το –α στην κατάληξη της αιτιατικής και
της κλητικής ενικού είναι
ποσοτικά (βραχύχρονο ή μακρόχρονο) ίδιο με την
ονομαστική.
ΠΡΩΤΟΚΛΙΤΑ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
Παρατήρηση:
Διατηρούν τις καταλήξεις των ασυναίρετων τύπων και μετά τη συναίρεση. Εξαίρεση
αποτελεί το ε + α που στον ενικό μετατρέπεται σε η.
Καταλήξεις
Ενικός αριθμός
Αρσενικά Θηλυκά σε –άαà ᾶ Θηλυκά σε –έα--> ῆ
Ονομ. – έαςàῆς -άαà ᾶ -έαà ῆ
Γεν. – έουà οῦ -άαςà ᾶς -έαςà ῆς
Δοτ. – έᾳà ῇ -άᾳà ᾷ -έᾳà ῇ
Αιτ. – έανàῆν -άανàᾶν -έανà ῆν
Κλητ. – έαà ῆ -άαà ᾶ -έαà ῆ
Πληθυντικός αριθμός
Ονομ. –έαιà αῖ -άαιà αῖ -έαιà αῖ
Γεν. –εῶνà ῶν -αῶνà ῶν -εῶνà ῶν
Δοτ. –έαιςàαῖς -άαιςà αῖς -έαιςàαῖς
Αιτ. –έαςà ᾶς -άαςà ᾶς -έαςà ᾶς
Κλητ. –έαιà αῖ -άαιà αῖ -έαιà αῖ
Κλίση των ουσιαστικών η γῆ, ὁ βορρᾶς ή βορέας.
Ενικός αριθμός
Ονομ. ἡ γῆ ὁ βορρᾶς –
βορέας
Γεν. τῆς γῆς τοῦ
βορρᾶ - βορέου
Δοτ, τῇ γῇ τῷ βορρᾷ -
βορέᾳ
Αιτ. τήν γῆν τόν βορρᾶν -
βορέαν
ΑΡΘΡΟ
Ονομ. τώ Οι
τύποι ισχύουν και για τα 3 γένη.
Γεν. τοῖν Το
θηλυκό σπάνια έχει τους τύπους:
Δοτ. τοῖν Ονομ.
– Αιτ. : τά
Αιτ. τώ Γεν. – Δοτ. : ταῖν
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
Α΄
ΚΛΙΣΗ
Ονομ. -α Το
–α στην α΄ κλίση είναι πάντα
Γεν. -αιν μακρόχρονο στο δυϊκό αριθμό.
Δοτ. -αιν Οι
ίδιες καταλήξεις ισχύουν και για
Αιτ. -α τα
συνηρημένα πρωτόκλιτα
Κλητ. -α
ουσιαστικά.
Β΄
ΚΛΙΣΗ
Ονομ. -ω Οι
ίδιες καταλήξεις ισχύουν και για
Γεν. -οιν τα
συνηρημένα δευτερόκλιτα
Δοτ. -οιν ουσιαστικά.
Αιτ. -ω Στα
αττικόκλιτα αλλάζουν οι
Κλητ. -ω καταλήξεις μόνο σε γενική και
δοτική:
-ῳν.
Γ΄
ΚΛΙΣΗ
Ονομ. -ε Όσα έχουν
στο θέμα χαρακτήρα ε,
Γεν. -οιν τον συναιρούν με το ε του
δυϊκού
Δοτ. -οιν σε ει: πόλει.
Αιτ. -ε Τα ονόματα κρέας,
γέρας, τέρας,
- κλητική σχηματίζουν το δυϊκό σε
- α: κρέα, γέρα, τέρα και τέρατε,
κέρα και κέρατε.
ΕΠΙΘΕΤΑ –
ΜΕΤΟΧΕΣ
Σχηματίζουν το δυϊκό αριθμό όπως
τα ουσιαστικά, ανάλογα με την αντίστοιχη κλίση με την οποία κλίνονται.
ΡΗΜΑΤΑ
Α) Β΄ προσ. -τον Στην
ενεργητική φωνή έχουν αυτή την κατάληξη η
Γ΄ προσ. -τον Οριστική
Ενεστώτα, Μέλλοντα, Παρακειμένου
και η Υποτακτική
όλων των
χρόνων. Αυτή την
κατάληξη έχει και η Υποτακτική παθητικού
Αορίστου.
Β) Β΄ προσ. -σθον Στην παθητική
και μέση φωνή
έχουν αυτή την
Γ΄ προσ. -σθον κατάληξη
η Οριστική Ενεστώτα,
Μέλλοντα,
Παρακειμένου και η Υποτακτική όλων
των
χρόνων εκτός από τον παθητικό Αόριστο.
Προσοχή
στον Παρακείμενο των συμφωνόληκτων
ρημάτων, όπου στο δυϊκό
αριθμό στη θέση του σ
μπαίνει
ο χαρακτήρας του
ρήματος. Στα
χειλικόληκτα και
στα ουρανικόληκτα, αν
ο
χαρακτήρας είναι ψιλόπνοος (π,
κ) ή μέσος (β, γ)
τρέπεται σε δασύπνοο (φ, χ):
πράττω (θ. πραγ-) : πέπραχθον
κόπτω
(θ. κοπ-) : κέκοφθον
Γ) Β΄ προσ. -τον Στην
ενεργητική φωνή έχουν αυτή την κατάληξη η
Γ΄ προσ. -την
Οριστική Παρατατικού, Αορίστου,
Υπερσυντέλικου,
η Ευκτική όλων των χρόνων και
η Οριστική και
Ευκτική του Παθητικού
Αορίστου.
Δ) Β΄ προσ. -σθον Στη μέση
και παθητική φωνή
έχουν αυτή την
Γ΄ προσ. -σθην κατάληξη
η Οριστική Παρατατικού,
Αορίστου
(εκτός από
τον παθητικό), Υπερσυντέλικου και
η Ευκτική όλων των χρόνων (εκτός από
τον
παθητικό Αόριστο).
Προσοχή στον Υπερσυντέλικο των
συμφωνόληκτων ρημάτων,
όπου ισχύει ό,τι και
για
τον Παρακείμενο στο
χαρακτήρα:
ἐπέπραχθον, ἐκέκοφθον κ.τ.λ.
Ε) Β΄ προσ. -τον Στην
ενεργητική φωνή έχουν αυτή την κατάληξη οι
Γ΄ προσ. -των Προστακτικές όλων
των χρόνων και
η
Προστακτική του παθητικού
Αορίστου.
ΣΤ) Β΄ προσ. -σθον Στη μέση
και παθητική φωνή
έχουν αυτή την
Γ΄ προσ. -σθων κατάληξη
οι Προστακτικές όλων
των χρόνων
(εκτός από τον παθητικό Αόριστο).
Προσοχή στην Προστακτική Παρακειμένου των
συμφωνόληκτων ρημάτων,
όπου ισχύει ό,τι
και
για την Οριστική Παρακειμένου στο χαρακτήρα:
πέπραχθον, κέκοφθον κ.τ.λ.
Η ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΑ ΡΗΜΑΤΑ
α) Συλλαβική
αύξηση: παίρνουν τα ρήματα που αρχίζουν από σύμφωνο. Είναι ένα ἐ-
στην αρχή του θέματος. π.χ. λύω, ἔλυον, ἔλυσα, ἐλελύκειν.
Όσα αρχίζουν
από ῥ διπλασιάζουν το ῥ και παίρνουν κανονικά συλλαβική αύξηση.
π.χ. ῥίπτω, ἔρριπτον, ἔρριψα, ἔρριφα, ἐρρίφειν.
β) Χρονική
αύξηση: παίρνουν όσα ρήματα αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο.
Πρόκειται για έκταση του βραχύχρονου φωνήεντος. Οι μεταβολές (εκτάσεις) που
γίνονται είναι οι εξής:
α à η αι à ῃ ᾳ à ῃ
ε à η ει à ῃ
ο à ω αυà
ηυ
ι à ι ευà ηυ
υ à υ οι à ῳ
Το ει
μετατρέπεται σε ῃ μόνο σε 3 περιπτώσεις: εἰκάζω à ᾔκαζον (και εἴκαζον), εἶμι à ᾖα και ᾔειν, οἶδα (θέμα ειδ-)
à ᾔδειν και ᾔδη.
Το ευ
άλλοτε μεταβάλλεται και άλλοτε όχι. Έτσι συνήθως σχηματίζονται 2 τύποι: εὑρίσκω
à ηὕρισκον και εὕρισκον.
Το οι μερικές φορές
δε μεταβάλλεται: οἰωνίζομαι à
οἰωνιζόμην.
γ) Αύξηση στα σύνθετα
ρήματα
Όταν το πρώτο
συνθετικό είναι πρόθεση, παίρνουν την αύξηση μετά την πρόθεση:
ὑπερβάλλω à
ὑπερέβαλλον.
Όταν έχουν δύο
προθέσεις, η αύξηση μπαίνει μετά τη δεύτερη πρόθεση: προαποστέλλω à προαπέστελλον.
Οι προθέσεις ἐν
και σύν παίρνουν στην αύξηση το ν που έχασαν στη σύνθεση: ἐγγράφω
à ἐνέγραφον, συμπίπτω à συνέπιπτον.
Η πρόθεση
ἐκ γίνεται ἐξ-,
όταν ακολουθεί η εσωτερική συλλαβική αύξηση: ἐκλέγω à ἐξέλεγον.
Όσες προθέσεις
λήγουν σε φωνήεν παθαίνουν
έκθλιψη στην αύξηση: ἀναφέρω à ἀνέφερον, διαφέρω à διέφερον.
Οι προθέσεις
αυτές είναι οι εξής 10: ἀνά, διά, κατά, μετά, παρά, ἀμφί, ἀντί, ἐπί, ἀπό,
ὑπό.
Εξαιρούνται
και δεν παθαίνουν έκθλιψη οι προθέσεις πρό, περί: προβάλλω à προέβαλλον.
Η πρόθεση πρό,
όταν ακολουθεί φωνήεν, συναιρείται με το ε της συλλαβικής
αύξησης: προλέγω à
προέλεγον à
προύλεγον.
Όταν το πρώτο
συνθετικό δεν είναι πρόθεση και το ρήμα είναι παρασύνθετο
(παράγεται από σύνθετη λέξη), παίρνει αύξηση στην αρχή: δυστυχῶ à ἐδυστύχουν.
Τα
παρασύνθετα που έχουν πρώτο συνθετικό το επίρρημα εὖ άλλοτε
παίρνουν και άλλοτε όχι αύξηση. Δεν παίρνουν ποτέ αύξηση, αν ακολουθεί
μακρόχρονο φωνήεν: εὐημερῶ à
εὐημέρουν.
δ) Ανώμαλη αύξηση στα
σύνθετα ή παρασύνθετα ρήματα
Μερικά έχουν αύξηση πριν από την
πρόθεση:
ἀμφιέννυμι à ἠμφιέννυν, ἠμφίεσα
ἐπείγω à ἤπειγον
ἐπίσταμαι à ἠπιστάμην
καθέζομαι à ἐκαθεζόμην
ἐγγυάω-ῶ à ἠγγύων, ἠγγύησα
ἐναντιόομαι-οῦμαι à ἠναντιούμην
ἐμπεδόω-ῶ à ἠμπέδουν
ἐμπολάω-ῶ à ἠμπόλων
προοιμιάζομαι à ἐπροοιμιασάμην
Άλλα έχουν δύο αυξήσεις (δύο τύπους):
καθεύδω à ἐκάθευδον και καθηῦδον
κάθημαι à ἐκαθήμην και καθήμην
καθίζω à ἐκάθισα και καθῖσα
ἐκκλησιάζω à ἠκκλησίαζον και ἐξεκλησίαζον
Άλλα έχουν συγχρόνως δύο
αυξήσεις:
ἀμφιγνοέω-ῶ à ἠμφεγνόουν, ἠμφεγνόησα
ἀμφισβητέω-ῶ à ἠμφεσβήτουν, ἠμφεσβήτησα
ἀνέχομαι à ἠνειχόμην, ἠνεσχόμην
ἐνοχλέω-ῶ à ἠνώχλουν, ἠνώχλησα
ἐπανορθόω-ῶ à ἐπηνώρθουν, ἐπηνώρθωσα
Το ρήμα καταναλίσκω
παίρνει αύξηση μετά την πρώτη πρόθεση:
καταναλίσκω à κατηνάλισκον,
κατηνάλωσα.
Για
την ανώμαλη αύξηση στα απλά ρήματα δες στα ίδια τα ρήματα ξεχωριστά.
ΑΝΑΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ
Αναδιπλασιασμό
παίρνουν οι συντελικοί χρόνοι. Είναι 3 ειδών:
α) Επανάληψη
του αρχικού συμφώνου με ένα ε. Παίρνουν όσα ρήματα αρχίζουν από σύμφωνο
απλό εκτός από το ῥ ή από 2 σύμφωνα, από τα οποία το πρώτο είναι άφωνο
και το δεύτερο υγρό ή ένρινο.
π.χ. λύω à λέλυκα, πνέω à πέπνευκα
Όταν το αρχικό άφωνο σύμφωνο
είναι δασύ, μετατρέπεται σε ψιλό. π.χ. χορεύω à κεχόρευκα, φυτεύω à
πεφύτευκα, θύω à τέθυκα
Σε αυτή την
κατηγορία αναδιπλασιασμού στον Υπερσυντέλικο έχουμε και συλλαβική
αύξηση: λέλυκα – ἐλελύκειν, πέπνευκα – ἐπεπνεύκειν, τέθυκα – ἐτεθύκειν,
κεχόρευκα – ἐκεχορεύκειν.
β) Συλλαβική
αύξηση ἐ-. Παίρνουν τα ρήματα που αρχίζουν από διπλό σύμφωνο (ζ,
ξ, ψ) ή ῥ, όσα αρχίζουν από 2 σύμφωνα, από τα οποία όμως το
πρώτο δεν είναι άφωνο και το δεύτερο δεν είναι ένρινο ή υγρό, όσα
αρχίζουν από 3 ή περισσότερα σύμφωνα.
π.χ. ψεύδομαι à ἔψευσμαι, ἐψεύσμην
ῥίπτω à ἔρριφα, ἐρρίφειν
φθείρω
à
ἔφθαρκα, ἐφθάρκειν
στρατεύομαι à ἐστράτευμαι,
ἐστρατεύμην
Φυσικά στον Υπερσυντέλικο δεν
παίρνουν άλλη αύξηση.
γ) Χρονική
αύξηση. Παίρνουν όσα ρήματα αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο.
π.χ. ἁθροίζω à ἥθροικα, ἡθροίκειν ἐρημόω-ῶ à
ἠρήμωκα, ἠρημώκειν
ὁμιλέω-ῶ à ὡμίληκα, ὡμιλήκειν
Οι μεταβολές των φωνηέντων και
των διφθόγγων είναι ίδιες με τις μεταβολές στην αύξηση.
δ) Στα
σύνθετα και παρασύνθετα ρήματα ισχύει ό,τι ισχύει και στην αύξηση. Ο
αναδιπλασιασμός μπαίνει μετά την πρόθεση ή στην αρχή μιας λέξης. π.χ.
ἀπογράφω à ἀπογέγραφα,
δυστυχέω-ῶ à δεδυστύχηκα
Όσα παρασύνθετα
αρχίζουν από ευ δεν παίρνουν αναδιπλασιασμό: εὐεργετέω-ῶ à εὐεργέτηκα
ε) Για τον ανώμαλο αναδιπλασιασμό
βλέπε στα ίδια τα ρήματα.
στ) Αττικός
αναδιπλασιασμός. Μερικά ρήματα που αρχίζουν από α, ε, ο επαναλαμβάνουν
τους 2 πρώτους φθόγγους του θέματος και συγχρόνως εκτείνουν το εσωτερικό
τους φωνήεν: αà η, εà η, οà ω
π.χ. ἀκούω à ἀκήκοα, ἐλαύνω à ἐλήλακα, ὄμνυμιà
ὀμώμοκα κ.τ.λ.
Όσα αρχίζουν
από α ή ο παίρνουν χρονική αύξηση στον Υπερσυντέλικο.
Αν αρχίζουν από ε δεν παίρνουν άλλη αύξηση. π.χ. ἀκήκοα –
ἠκηκόειν, ὀμώμοκα – ὠμωμόκειν, ἐλήλακα – ἐληλάκειν.
ΤΟΝΙΣΜΟΣ ΣΥΝΘΕΤΩΝ
ΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ
α) Κανονικά
τα σύνθετα ρήματα με πρόθεση ανεβάζουν τον τόνο μόνο στην Προστακτική,
όσο το επιτρέπει η λήγουσα, σύμφωνα με τους κανόνες τονισμού.
β) Τα
ρήματα εἰμί, εἶμι – ἔρχομαι, κεῖμαι, οἶδα, φημί ανεβάζουν τον τόνο και
στην Οριστική Ενεστώτα, π.χ. σύν + εἰμί à σύνειμι
γ) Οι Αόριστοι
β΄ ἑσπόμην (ἕπομαι), ἔσχον (ἔχω), ἐσχόμην (ἔχομαι)
ανεβάζουν τον τόνο και στην Υποτακτική και Ευκτική, π.χ. ἐπί +
σπῶμαι à ἐπίσπωμαι
δ) Ο
τόνος δεν μπορεί να ανέβει ποτέ πάνω από την τελευταία συλλαβή της
δισύλλαβης πρόθεσης.
ε) Όταν η λήγουσα της σύνθετης
Προστακτικής είναι μακρόχρονη, ο τόνος δεν ανεβαίνει ποτέ. Εξαιρούνται
οι τύποι: σχοῦ, σποῦ, θοῦ, δοῦ (β΄ ενικοί Προστακτικής μέσου Αορίστου β΄
των ρημάτων ἔχομαι, ἕπομαι, τίθεμαι, δίδομαι). Αυτοί οι τύποι ανεβάζουν τον
τόνο στην παραλήγουσα, όταν έχουν ως πρώτο συνθετικό δισύλλαβη πρόθεση, π.χ.
κατά + θοῦ à κατάθου
στ) Τα απαρέμφατα,
οι μετοχές και η Προστακτική Παρακειμένου δεν ανεβάζουν
ποτέ τον τόνο.
ζ) Τα συνηρημένα ρήματα
δεν ανεβάζουν ποτέ τον τόνο, με εξαίρεση το β΄ ενικό της Προστακτικής
του Ενεργητικού Ενεστώτα των συνηρημένων με μονοσύλλαβο θέμα σε –έω
(θέω, νέω, πλέω, πνέω, ῥέω, χέω, δέω, ξέω), π.χ. κατά + πλεῖ à κατάπλει.
ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ
ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ
’Άγαμαι = (θαυμάζω, εκτιμώ)
Ενεστώτας ἄγαμαι
Παρατατικός
ἠγάμην
Αόριστος
Μέσος ἠγασάμην
Αόριστος
Παθητικός ἠγάσθην
Κλίση
Ενεστώτα: Οριστική: ἄγαμαι, ἄγασαι, ἄγαται, ----, ----, ἄγανται
Ευκτική: ἀγαίμην,
---- , ---- , ---- ,----, ἄγαιντο
Απαρέμφατο: ἄγασθαι
Μετοχή: ἀγάμενος, ἀγαμένη, ἀγάμενον.
Δεν έχει Υποτακτική
και Προστακτική Ενεστώτα.
’Αγγέλλω = (αναγγέλλω, γνωστοποιώ,
φέρνω ειδήσεις)
Ενεστώτας
ἀγγέλλω Ενεστώτας ἀγγέλλομαι
Παρατατικός
ἤγγελλον Παρατατικός ἠγγελλόμην Μέλλοντας ἀγγελῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλλοντας
Παθ. ἀγγελθήσομαι
Αόριστος ἤγγειλα Αόριστος Μέσος ἠγγειλάμην
Παρακείμενος ἤγγελκα Αόριστος Παθητ. ἠγγέλθην
Υπερσυντέλικος ἠγγέλκειν Παρακείμενος ἤγγελμαι
Υπερσυντέλικος ἠγγέλμην
Προσοχή: Ο Ενεστώτας και ο
Παρατατικός γράφονται με λλ, ενώ οι άλλοι χρόνοι με λ
’Αγείρω = (συγκεντρώνω, συναθροίζω)
Ενεστώτας ἀγείρω Ενεστώτας ἀγείρομαι
Παρατατικός ἤγειρον Παρατατικός ἠγειρόμην
Αόριστος ἤγειρα
’Άγνυμι = (συντρίβω, σπάζω, τσακίζω).
Συνήθως σύνθετο ως κατάγνυμι.
Ενεστ. κατάγνυμι Ενεστ. κατάγνυμαι
Μέλλ. κατάξω Αόρ. Παθ. Β΄ κατεάγην
Αόρισ. κατέαξα Παρακ. Ενεργ. Β΄ κατέαγα (με παθητ. σημασία)
’Αγορεύω = (μιλώ, μιλώ σε συνέλευση,
δημηγορώ)
Ενεστ. ἀγορεύω Ενεστ. ἀγορεύομαι
Παρατ.
ἠγόρευον Παρατ. ἠγορευόμην
Μέλλ. ἀγορεύσω και ἐρῶ Μέλ. Μέσ. ἀγορεύσομαι (με παθητ. σημ.)
Αόρισ. ἠγόρευσα Μέλ. Παθ.
ῥηθήσομαι
Αόρ.
β΄ εἶπον Αόρ. Παθ.
ἠγορεύθην και ἐρρήθην
Παρακ.
ἠγόρευκα και εἴρηκα Παρακ. εἴρημαι
Υπερ. εἰρήκειν Υπερ. εἰρήμην
Έχει πολλούς τύπους του ρήματος λέγω αρκετά
εύχρηστους.
’Άγω = (οδηγώ, κατευθύνω, φέρνω,
πορεύομαι)
Ενεστ. ἄγω Ενεστ.
ἄγομαι
Παρατ. ἦγον Παρατ. ἠγόμην
Μέλλ. ἄξω Μέλ. Μέσ.
ἄξομαι
Αόρ. ἦξα
(σπάνιος) Μέλ. Παθ.
ἀχθήσομαι
Αόρ.
β΄ ἤγαγον Αόρ. Μέσ. β΄
ἠγαγόμην
Παρακ. ἦχα και ἀγήοχα Αόρ. Παθ. ἤχθην
Υπερ. ἠγηόχειν Παρακ. ἦγμαι
Υπερ. ἤγμην
Τα ἦγμαι, ἤγμην κλίνονται όπως το πέπραγμαι.
’Αδικέω-ῶ = (αδικώ)
Ενεστ. ἀδικῶ Ενεστ. ἀδικοῦμαι
Παρατ. ἠδίκουν Παρατ. ἠδικούμην
Μέλλ.
ἀδικήσω Μέλλ.
ἀδικήσομαι (με παθητ. σημασία)
Αόρ.
ἠδίκησα Αόρ.
Παθ. ἠδικήθην
Παρακ. ἠδίκηκα Παρακ. ἠδίκημαι
Υπερ. ἠδικήκειν Υπερ.
ἠδικήμην
’Άιδω = (τραγουδώ, ψέλνω, επαινώ,
κελαηδώ)
Ενεστ. ᾄδω Ενεστ.
ᾄδομαι
Παρατ. ᾖδον Αόρ.
Παθ. ᾔσθην
Μέλλ. ᾄσομαι
(με ενεργητική σημασία)
Αόρ. ᾖσα
Προσοχή: Έχει πάντα υπογεγραμμένη στην πρώτη συλλαβή.
Αἰδέομαι-οῦμαι = (σέβομαι, συγχωρώ,
ντρέπομαι, ευσπλαχνίζομαι)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. αἰδοῦμαι
Παρατ. ᾐδούμην
Μέλλ. αἰδέσομαι
Αόρ. Μέσ. ᾐδεσάμην Αόρ.
Παθ. ᾐδέσθην
Παρακ. ᾔδεσμαι (κλίνεται όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ᾐδέσμην ( >> )
Αἰνέω-ῶ = (επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ,
επιδοκιμάζω, ευχαριστιέμαι)
Ενεστ. αἰνῶ Ενεστ. αἰνοῦμαι
Παρατ. ᾔνουν Παρατ. ᾐνούμην
Μέλλ. αἰνέσω
και αἰνέσομαι (με ενεργ. σημ.) Μέλ. Παθ. αἰνεθήσομαι
Αόρ.
ᾔνεσα Αόρ. Παθ. ᾐνέθην
Παρακ. ᾔνεκα Παρακ. ᾔνημαι
Υπερ.
ᾐνέκειν Υπερ. ᾐνήμην
Αἱρέω-ῶ =
(συλλαμβάνω, κυριεύω, καταδικάζω, πείθω). Ως μέσο σημαίνει εκλέγω, προτιμώ.
Ως παθητικό σημαίνει εκλέγομαι.
Ενεστ. αἱρῶ Ενεστ.
αἱροῦμαι
Παρατ. ᾕρουν Παρατ. ᾑρούμην
Μέλλ. αἱρήσω Μέλ. Μέσ.
αἱρήσομαι
Αόρ.
β΄ εἷλον Μέλ.
Παθ. αἱρεθήσομαι
Παρακ. ᾕρηκα Αόρ. Μέσ. β΄ εἱλόμην
Υπερ. ᾑρήκειν Αόρ.
Παθ. ᾑρέθην
Παρακ. ᾕρημαι
Υπερ. ᾑρήμην
Από την άποψη της σημασίας παθητικό του αἱρῶ
είναι το ρήμα ἁλίσκομαι.
Αἴρω = (σηκώνω, υψώνω)
Ενεστ. αἴρω Ενεστ.
αἴρομαι
Παρατ. ᾖρον Παρατ. ᾐρόμην
Μέλλ. ἀρῶ
(-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλλ.
ἀροῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἦρα
(Προστ.: ἆρον κ.τ.λ.) Αόρ. Μέσ. ἠράμην
Παρακ. ἦρκα Αόρ.
Παθ. ἤρθην
Υπερ. ἤρκειν Παρακ. ἦρμαι
Υπερ. ἤρμην
Τα ἦρμαι, ἤρμην κλίνονται όπως το ἤγγελμαι.
Ενεργητικός Αόριστος: Υποτακτική: ἄρω κ.τ.λ. , Ευκτική:
ἄραιμι κ.τ.λ.
Προστακτική: ἆρον
κ.τ.λ., Απαρέμφατο: ἆραι Μετοχή: ἄρας,
ἄρασα, ἆραν
Αἰσθάνομαι = (αισθάνομαι)
Είναι αποθετικό Ενεστ. αἰσθάνομαι
Παρατ. ᾐσθανόμην
Μέλλον. αἰσθήσομαι
Αόρ.
β΄ ᾐσθόμην
Παρακ. ᾔσθημαι
Υπερ. ᾐσθήμην
Αἰσχύνω = (ασχημίζω, ντροπιάζω,
παραμορφώνω, ατιμάζω)
Ενεστ. αἰσχύνω Ενεστ. αἰσχύνομαι
Παρατ. ᾔσχυνον Παρατ. ᾐσχυνόμην
Μέλλ. αἰσχυνῶ
(-εῖς, -εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Μέσ. αἰσχυνοῦμαι (-εῖ, -εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ.
ᾔσχυνα Μέλ. Παθ. αἰσχυνθήσομαι
Παρακ. ᾔσχυκα Αόρ. Παθ. ᾐσχύνθην
Υπερ. ᾐσχύκειν Παρακ. ᾔσχυμμαι
Υπερ. ᾐσχύμμην
Τα ᾔσχυμμαι, ᾐσχύμμην κλίνονται όπως το ὤξυμμαι.
Αἰτιάομαι-ῶμαι = (κατηγορώ, ενοχοποιώ,
κατακρίνω)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. αἰτιῶμαι
Παρατ. ᾐτιώμην
Μέλ.
Μέσ. αἰτιάσομαι Μέλ. Παθ.
αἰτιαθήσομαι
Αόρ.
Μέσ. ᾐτιασάμην Αόρ. Παθ.
ᾐτιάθην
Παρακ. ᾐτίαμαι (το α είναι μακρόχρονο)
Υπερ. ᾐτιάμην
’Ακέομαι-οῦμαι = (γιατρεύω, θεραπεύω,
επισκευάζω, μπαλώνω)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. ἀκοῦμαι
Προσοχή: ο Μέλλοντας κλίνεται όπως ο
Μέλλ. ἀκοῦμαι Ενεστώτας
Αόρ. ἠκεσάμην
’Ακούω = (ακούω)
Ενεστ. ἀκούω Ενεστ. ἀκούομαι
Παρατ. ἤκουον Μέλ. Παθ. ἀκουσθήσομαι
Μέλλ.
ἀκούσομαι (με ενεργ. σημ.) Αόρ. Παθ. ἠκούσθην
Αόρ.
ἤκουσα
Παρακ. ἀκήκοα (αττικός αναδιπλασιασμός)
Υπερ. ἠκηκόειν ( > > >> )
’Ακροάομαι-ῶμαι
= (ακούω με προσοχή, ακούω, προσέχω, υπακούω, παρακολουθώ μαθήματα). Είναι
αποθετικό.
Ενεστ. ἀκροῶμαι
Παρατ. ἠκροώμην
Μέλλ. ἀκροάσομαι
Αόρ. ἠκροασάμην
’Αλείφω = (αλείφω, επιχρίω, ετοιμάζω,
ξεσηκώνω)
Ενεστ. ἀλείφω Ενεστ. ἀλείφομαι
Παρατ. ἤλειφον Παρατ. ἠλειφόμην
Μέλλ. ἀλείψω Μέλ. Μέσ. ἀλείψομαι
Αόρ.
ἤλειψα Μέλ. Παθ. ἀλειφθήσομαι
Παρακ. ἀλήλιφα (αττικός αναδιπλ.) Αόρ. Μέσ. ἠλειψάμην
Υπερ. ἀληλίφειν ( >> ) Αόρ. Παθ. ἠλείφθην
Παρακ. ἀλήλιμμαι (αττ. αναδ.)
Υπερ.
ἠληλίμμην ( >> )
Τα ἀλήλιμμαι, ἠληλίμμην
κλίνονται όπως το γέγραμμαι. Το ι είναι βραχύχρονο.
Ἁλίσκομαι = (συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι,
καταδικάζομαι)
Είναι παθητικό του αἱρέω-ῶ. Ενεστ. ἁλίσκομαι
Παρατ. ἡλισκόμην
Μέλ. Μέσ. ἁλώσομαι (με παθητική σημασία)
Χωρίς Προστακτική ο
Αόρ. β Αόρ. β΄ Μέσ. ἑάλων και ἥλων
(σπάνια)
Παρακ. ἑάλωκα και ἥλωκα
Υπερ. ἡλώκειν
Στον Αόριστο β΄ και στον Παρακείμενο έχουμε 2 αυξήσεις: ε –
α.
Ο Αόριστος β΄ έχει παθητική σημασία και κλίνεται όπως το ἔγνων.
’Αλλάττω
(-σσω) = (αλλάζω, μεταβάλλω,
ανταλλάσσω, εγκαταλείπω, φεύγω, διαδέχομαι) Ενεστ. ἀλλάττω Ενεστ. ἀλλάττομαι Παρατ. ἤλλαττον Παρατ.
ἠλλαττόμην Μέλλ. ἀλλάξω Μέλ.
Μέσ. ἀλλάξομαι Αόρ. ἤλλαξα Μέλ. Παθ. β΄ ἀλλαγήσομαι Παρακ. ἤλλαχα Αόρ.
Παθ. β΄ ἠλλάγην Υπερ. ἠλλάχειν Παρακ. ἤλλαγμαι
Υπερ. ἠλλάγμην
Τα ἤλλαγμαι, ἠλλάγμην
κλίνονται όπως το πέπραγμαι. Το α της παραλήγουσας είναι βραχύχρονο.
Ἅλλομαι= (πηδώ)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. ἅλλομαι
Παρατ. ἡλλόμην
Μέλλ.
ἁλοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ.
ἡλάμην
‘Αμαρτάνω
= (κάνω σφάλμα, αποτυχαίνω, αστοχώ, βρίσκομαι σε πλάνη)
Ενεστ. ἁμαρτάνω Ενεστ. ἁμαρτάνομαι - ἁμαρτάνεται
Παρατ. ἡμάρτανον Παρατ. ἡμαρτάνετο
Μέλλ. ἁμαρτήσομαι (με ενεργ. σημ.) Αόρ. Παθ. ἡμαρτήθη
Αόρ. β΄ ἥμαρτον
Παρακ. ἡμάρτηται
Παρακ. ἡμάρτηκα Υπερ. ἡμάρτητο
Υπερ. ἡμαρτήκειν
Στη μέση και παθητική φωνή χρησιμοποιείται κυρίως ως απρόσωπο.
Προσοχή: Προστ. Αόρ. β΄ ἅμαρτε κ.τ.λ.
’Αμφιγνοέω-ῶ = (αμφιβάλλω, αγνοώ, δεν
ξέρω ακριβώς, έχω ενδοιασμούς)
Ενεστ. ἀμφιγνοῶ Παρατ. ἠμφεγνόουν
(2 αυξήσεις: η-ε)
Μέλ. ἀμφιγνοήσω Αόρ. ἠμφεγνόησα
(2 αυξήσεις: η-ε)
’Αμφιέννυμι = (ντύνω, περιβάλλω).
Παίρνει αύξηση πριν την πρόθεση.
Ενεστ.
ἀμφιέννυμι Ενεστ.
ἀμφιέννυμαι
Παρατ.
ἠμφιέννυν Παρατ. ἠμφιεννύμην
Μέλλ. ἀμφιῶ
(-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλλ.
ἀμφιέσομαι
Αόρ. ἠμφίεσα Παρακ.
ἠμφίεσμαι
’Αμφισβητέω-ῶ = (διαφωνώ, φιλονικώ,
παρουσιάζω αξιώσεις για κάτι)
Ενεστ. ἀμφισβητῶ Ενεστ. ἀμφισβητοῦμαι
Παρατ. ἠμφεσβήτουν (2 αυξήσεις: η-ε) Μέλ. Μέσ. ἀμφισβητήσομαι (παθ. σημ.)
Μέλλ. ἀμφισβητήσω Αόρ. Παθ. ἠμφεσβητήθην (2 αυξήσεις) Αόρ. ἠμφεσβήτησα (2 αυξήσεις: η-ε)
Παρακ. ἠμφεσβήτηκα (2 αυξήσεις: η-ε)
’Αναλίσκω και ’Αναλόω-ῶ
= (ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ, σκοτώνω = για πρόσωπο). Πιο συνηθισμένοι είναι
οι πρώτοι τύποι, αλλά και οι δεύτεροι εμφανίζονται σε έργα κλασικών συγγραφέων.
Ενεστ. ἀναλίσκω και ἀναλῶ Ενεστ. ἀναλίσκομαι και ἀναλοῦμαι
Παρατ. ἀνήλισκον και ἀνήλουν Παρατ. ἀνηλισκόμην και ἀνηλούμην
Μέλλ. ἀναλώσω Μέλ.
Παθ. ἀναλωθήσομαι
Αόρ. ἀνήλωσα και ἠνάλωσα Αόρ. Παθ. ἀνηλώθην
και ἀναλώθην
Παρακ. ἀνήλωκα και ἀνάλωκα Παρακ. ἀνήλωμαι και ἀνάλωμαι
Υπερ. ἀνηλώκειν και ἀναλώκειν Υπερ. ἀνηλώμην
’Ανέχομαι = (ανέχομαι, υπομένω) Είναι
αποθετικό.
Ενεστ. ἀνέχομαι
Παρατ. ἠνειχόμην (με
2 αυξήσεις η – ει)
Μέλλ. ἀνέξομαι
Ευκτική: ἀνασχοίμην κ.τ.λ.,
Προστακτική: ἀνάσχου κ.τ.λ.,
Απαρέμφατο: ἀνασχέσθαι, Μετοχή:
ἀνασχόμενος-η-ον
’Ανιάω-ῶ = (προκαλώ λύπη, ανία,
δυσαρεστώ)
Ενεστ. ἀνιῶ Ενεστ. ἀνιῶμαι
Παρατ. ἠνίων Παρατ. ἠνιώμην
Μέλλ. ἀνιάσω Μέλ. Μέσ. ἀνιάσομαι
Αόρ. ἠνίασα Αόρ.
Παθ. ἠνιάθην (ως μέσος Αόριστος)
Το α της παραλήγουσας στον Μέλλοντα και στον Αόριστο είναι
μακρόχρονο.
’Ανοίγω και ’Ανοίγνυμι = (ανοίγω)
Ενεστ. ἀνοίγω και ἀνοίγνυμι Ενεστ. ἀνοίγομαι και ἀνοίγνυμαι
Παρατ. ἀνέῳγον (με 2 αυξήσεις ε - ῳ) Παρατ. ἀνεῳγόμην (2 αυξήσεις ε - ῳ)
Μέλλ. ἀνοίξω Μέλλ.
ἀνοίξομαι
Αόρ. ἀνέῳξα (2 αυξήσεις ε - ῳ) Αόρ. Παθ. ἀνεῲχθην (2 αυξήσεις ε - ῳ)
Παρακ. ἀνέῳχα (2 αυξήσεις ε - ῳ) Παρακ. ἀνέῳγμαι (2 αυξήσεις ε - ῳ)
Υπερ. ἀνεῲχειν (2 αυξήσεις ε - ῳ) Υπερ. ἀνεῲγμην (2 αυξήσεις ε - ῳ)
Τα ἀνέῳγμαι, ἀνεῲγμην κλίνονται όπως το πέπραγμαι.
’Αντιδικέω-ῶ = (είμαι αντίδικος με
κάποιον)
Ενεστ.
ἀντιδικῶ
Παρατ. ἠντεδίκουν (με 2 αυξήσεις η – ε)
Μέλλ.
ἀντιδικήσω
Αόρ.
ἠντεδίκησα (με 2 αυξήσεις η – ε)
’Ανύω και ’Ανύτω ή ‘Ανύτω =
(τελειώνω, εκτελώ, φθάνω, σπεύδω)
Ενεστ. ἀνύω και ἀνύτω – ἁνύτω Ενεστ. ἀνύτομαι - ἁνύτομαι
Παρατ. ἤνυον και ἤνυτον – ἥνυτον Αόρ. Μέσ. ἠνυσάμην - ἡνυσάμην
Μέλλ. ἀνύσω – ἁνύσω Αόρ. Παθ. ἠνύσθην
- ἡνύσθην
Αόρ. ἤνυσα – ἥνυσα Παρακ. ἤνυσμαι
– ἥνυσμαι
Παρακ. ἤνυκα – ἥνυκα Υπερ. ἠνύσμην
– ἡνύσμην
Υπερ. ἠνύκειν –
ἡνύκειν Το υ είναι παντού βραχύχρονο.
Τα ἤνυσμαι – ἥνυσμαι, ἠνύσμην – ἡνύσμην κλίνονται
όπως το πέπεισμαι.
’Απαντάω-ῶ = (έρχομαι ή πηγαίνω να
συναντήσω, συναντώ τον αντίδικο στο δικαστήριο). Ενεστ. ἀπαντῶ Παρατ. ἀπήντων
Μέλλ. ἀπαντήσομαι (με ενεργητική σημασία)
Αόρ.
ἀπήντησα
Παρακ. ἀπήντηκα
’Απεχθάνομαι = (γίνομαι μισητός,
μισούμαι)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. ἀπεχθάνομαι
Παρατ. ἀπηχθανόμην
Μέλ. Μέσ. ἀπεχθήσομαι
(με παθητική σημασία)
Αόρ. Μέσ. β΄ ἀπηχθόμην (με παθητική σημασία)
Παρακ. ἀπήχθημαι
Υπερ.
ἀπηχθήμην
’Αποδιδράσκω = (δραπετεύω)
Ενεστ. ἀποδιδράσκω
Παρατ. ἀπεδίδρασκον
Μέλ. Μέσ. ἀποδράσομαι (με ενεργητική σημασία)
Αόρ. β΄ ἀπέδραν (το α της λήγουσας είναι
μακρόχρονο)
Παρακ. ἀποδέδρακα
Υπερ. ἀπεδεδράκειν
Για την κλίση του Αορίστου β΄ δες Γραμ. σελ. 232-233
’Αποθνῂσκω = (πεθαίνω, σκοτώνομαι)
Ενεστ.
ἀποθνῂσκω και θνῂσκω
Παρατ. ἀπέθνῃσκον και ἔθνῃσκον
Μέλλ.
ἀποθανοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ.
β΄ ἀπέθανον (Προστ. : ἀπόθανε κ.τ.λ.)
Παρακ. τέθνηκα
Υπερ. ἐτεθνήκειν
Προσοχή στον Παρακείμενο που έχει και δεύτερους
τύπους:
Οριστική : -----, -----, -----, τέθναμεν, τέθνατε, τεθνᾶσι
Ευκτική : τεθναίην, -----,
τεθναίη, -----, -----, τεθναῖεν
Προστακτική: -----, -----,
τεθνάτω, -----, -----, ------
Οριστική Υπερσυντέλικου: -----, -----, -----, -----, -----,
ἐτέθνασαν
’Απολαύω = (απολαμβάνω, επωφελούμαι)
Ενεστ. ἀπολαύω
Παρατ. ἀπέλαυον
Μέλλ. ἀπολαύσομαι (με ενεργητική
σημασία)
Αόρ. ἀπέλαυσα
Παρακ. ἀπολέλαυκα
Υπερ. ἀπελελαύκειν
’Απόλλυμι και ’Απολλύω
= (αφανίζω, καταστρέφω, εξαφανίζω, σκοτώνω)
Ενεστ. ἀπόλλυμι και ἀπολλύω Ενεστ. ἀπόλλυμαι
Παρατ. ἀπώλλυν και ἀπώλλυον Παρατ. ἀπωλλύμην
Μέλλ. ἀπολῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλλ. ἀπολοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἀπώλεσα Αόρ. β΄ ἀπωλόμην (με παθητ. σημ.)
Παρακ. ἀπολώλεκα (αττικός αναδιπλ.) Παρακ. β΄ ἀπόλωλα (με
παθητ. σημ.)
Υπερ. ἀπωλωλέκειν ( >> ) Υπερ.
ἀπωλώλειν (με παθητ. σημ.)
Και στα ἀπόλωλα, ἀπωλώλειν έχουμε αττικό
αναδιπλασιασμό.
Ἅπτω = (αγγίζω, ανάβω, συνάπτω,
προσαρμόζω). Το α είναι βραχύχρονο.
Ενεστ. ἅπτω Ενεστ.
ἅπτομαι Παρατ. ἡπτόμην
Παρατ. ἧπτον Μέλλ. ἅψομαι Αόρ. Μέσ.
ἡψάμην
Μέλλ. ἅψω Αόρ.
Παθ. ἥφθην
Αόρ. ἧψα Παρακ. ἧμμαι (κλίνεται όπως το γέγραμμαι)
Υπερ. ἥμμην ( >> )
’Αρκέω-ῶ = (επαρκώ, είμαι επαρκής,
είμαι αρκετά ισχυρός)
Ενεστ. ἀρκῶ Ενεστ. ἀρκοῦμαι
Παρατ. ἤρκουν
Μέλλ. ἀρκέσω
Αόρ.
ἤρκεσα
‘Αρπάζω = (αρπάζω, αφαιρώ, λεηλατώ,
κυριεύω)
Ενεστ. ἁρπάζω Ενεστ. ἁρπάζομαι
Παρατ. ἥρπαζον Παρατ. ἡρπαζόμην
Μέλλ. ἁρπάσομαι και ἁρπάσω Μέλ. Παθ. ἁρπασθήσομαι
Αόρ. ἥρπασα Αόρ.
Παθ. ἡρπάσθην
Παρακ. ἥρπακα Παρακ. ἥρπασμαι
Υπερ. ἡρπάκειν Υπερ. ἡρπάσμην
Τα ἥρπασμαι, ἡρπάσμην κλίνονται όπως το πέπεισμαι.
Το τονισμένο α στο ρήμα είναι βραχύχρονο.
’Άρχω = (αρχίζω, κυβερνώ, εξουσιάζω)
Ενεστ. ἄρχω Ενεστ. ἄρχομαι
Παρατ. ἦρχον Παρατ. ἠρχόμην
Μέλλ. ἄρξω Μέλλ. ἄρξομαι
Αόρ.
ἦρξα Αόρ. Μέσ. ἠρξάμην
Αόρ.
Παθ. ἤρχθην
Το α στο ἄρχω είναι Παρακ. ἦργμαι (όπως το πέπραγμαι)
βραχύχρονο. Υπερ. ἤργμην ( >> )
Αὔξω και Αὐξάνω = (αυξάνω,
μεγαλώνω, υψώνω, ενισχύω)
Ενεστ. αὔξω και αὐξάνω Ενεστ. αὔξομαι
και αὐξάνομαι
Παρατ. ηὖξον και
ηὔξανον Παρατ. ηὐξόμην και ηὐξανόμην
Μέλλ. αὐξήσω
Μέλ. Μέσ. αὐξήσομαι
Αόρ. ηὔξησα
Μέλ. Παθ. αὐξηθήσομαι
Παρακ. ηὔξηκα Αόρ. Παθ. ηὐξήθην
Υπερ. ηὐξήκειν
Παρακ. ηὔξημαι
Υπερ. ηὐξήμην
’Αφικνέομαι-οῦμαι = (φτάνω, έρχομαι)
Είναι αποθετικό. Ενεστ.
ἀφικνοῦμαι
Παρατ. ἀφικνούμην
Μέλλ.
ἀφίξομαι
Αόρ.
β΄ ἀφικόμην (Προστ. ἀφικοῦ κ.τ.λ.)
Παρακ. ἀφῖγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Υπερ. ἀφίγμην ( >> )
’Άχθομαι = (στενοχωριέμαι, λυπάμαι, έχω
ένα βάρος, καταπιέζομαι)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. ἄχθομαι
Παρατ. ἠχθόμην
Μέλ.
Μέσ. ἀχθέσομαι
Αόρ.
Παθ. ἠχθέσθην
(με μέση σημασία)
Βαδίζω = (προχωρώ, πηγαίνω πεζός)
Ενεστ. βαδίζω
Παρατ. ἐβάδιζον
Μέλ. Μέσ. βαδιοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.) (με
ενεργητική σημασία)
Αόρ. ἐβάδισα
Βαίνω = (βαδίζω, πορεύομαι, ανεβαίνω)
Ενεστ. βαίνω Ενεστ.
Παθ. βαίνομαι
Παρατ. ἔβαινον Αόρ.
Παθ. ἐβάθην
Μέλ.
Μέσ. βήσομαι (με ενεργ. σημασία) Παρακ. βέβαμαι
Αόρ.
β΄ ἔβην (για την κλίση του Γραμ.
σελ. 232-233)
Παρακ. βέβηκα
Υπερ.
ἐβεβήκειν
Το βέβηκα έχει και β΄ τύπους: Υποτακτική: βεβῶσι,
Μετοχή: βεβώς, βεβῶσα, βεβώς ή βεβός.
Βάλλω = (ρίχνω, εκσφενδονίζω, χτυπώ,
πέφτω)
Ενεστ. βάλλω Ενεστ. βάλλομαι
Παρατ. ἔβαλλον Παρατ. ἐβαλλόμην
Μέλλ. βαλῶ
(-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Μέσ. βαλοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ.
β΄ ἔβαλον Μέλ.
Παθ. βληθήσομαι
Παρακ.
βέβληκα Αόρ. β΄ Μέσ. ἐβαλόμην
Υπερ. ἐβεβλήκειν Αόρ. Παθ. ἐβλήθην
Προσοχή: Στον Ενεστώτα και στον Παρακ. βέβλημαι
Παρατατικό γράφεται
με λλ, ενώ Υπερ. ἐβεβλήμην
στους άλλους χρόνους με λ.
Ο ενεργητικός Μέλλοντας και ο ενεργητικός Αόριστος β΄ έχουν το ίδιο απαρέμφατο : βαλεῖν.
Βιβάζω = (ανεβάζω, σηκώνω, υψώνω)
Ενεστ. βιβάζω Ενεστ. βιβάζομαι
Παρατ. ἐβίβαζον Μέλλ. βιβῶμαι (-ᾷ -ᾶται κ.τ.λ.)
Μέλλ. βιβῶ (-ᾷς –ᾷ κ.τ.λ.) Αόρ. ἐβιβασάμην
Αόρ. ἐβίβασα
Βιβρώσκω = (τρώω, καταναλώνω)
Ενεστ.
βιβρώσκω Απαρέμφατο
Παθητ. Παρακ. βεβρῶσθαι
Παρακ. βέβρωκα Μετοχή
Παθητ. Παρακ. βεβρωμένος
Βλάπτω = (βλάπτω, ζημιώνω, φθείρω,
εμποδίζω, αναχαιτίζω)
Ενεστ. βλάπτω Ενεστ. βλάπτομαι
Παρατ. ἔβλαπτον Παρατ. ἐβλαπτόμην
Μέλλ. βλάψω Μέλ.
Μέσ. βλάψομαι
Αόρ. ἔβλαψα Μέλ.
Παθ. β΄ βλαβήσομαι
Παρακ. βέβλαφα Αόρ.
Παθ. ἐβλάφθην
Υπερ. ἐβεβλάφειν Αόρ.
Παθ. β΄ ἐβλάβην
Παρακ. βέβλαμμαι (όπως το γέγραμμαι)
Υπερ. ἐβεβλάμμην ( >> )
Στα βέβλαμμαι, ἐβεβλάμμην το α είναι βραχύχρονο.
Βλαστάνω = (βγάζω βλαστό, φυτρώνω)
Ενεστ. βλαστάνω
Παρατ. ἐβλάστανον
Αόρ. β΄ ἔβλαστον
Υπερ. ἐβλαστήκειν
Βλέπω = (ρίχνω το βλέμμα μου, βλέπω)
Ενεστ.
βλέπω
Παρατ. ἔβλεπον
Μέλ. Μέσ. βλέψομαι (με ενεργητική σημασία)
Αόρ. ἔβλεψα
Βούλομαι = (θέλω, επιθυμώ, προτιμώ)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. βούλομαι (β΄ ενικό Οριστικής: μόνο βούλει)
Παρατ. ἐβουλόμην και ἠβουλόμην
Μέλλ. βουλήσομαι (β΄ εν. Οριστικής: μόνο
βουλήσει)
Αόρ.
Παθ. ἐβουλήθην και ἠβουλήθην
Παρακ. βεβούλημαι
Υπερ.
ἐβεβουλήμην
Γελάω-ῶ = (γελώ, κοροϊδεύω)
Ενεστ. γελῶ Ενεστ. γελῶμαι
Παρατ. ἐγέλων Αόρ. Παθ. ἐγελάσθην
Μέλ. Μέσ. γελάσομαι (με ενεργ. σημασία) Παρακ.
γεγέλασμαι
Αόρ. ἐγέλασα Υπερ. ἐγεγελάσμην
Τα γεγέλασμαι, ἐγεγελάσμην κλίνονται όπως το πέπεισμαι.
Γηράσκω και γηράω-ῶ (σπάνια) =
(γίνομαι γέρος, γερνώ)
Ενεστ. γηράσκω
και γηρῶ
Παρατ. ἐγήρασκον
Μέλλ.
γηράσω Μέλ. Μέσ.
γηράσομαι (με ενεργητική σημασία)
Αόρ.
ἐγήρασα
Αόρ.
β΄ ἐγήραν (κλίνεται όπως το ἔδραν)
Παρακ. γεγήρακα
Υπερ. ἐγεγηράκειν
Γίγνομαι = (γίνομαι). Είναι αποθετικό.
Ενεστ. γίγνομαι
Παρατ. ἐγιγνόμην
Μέλλ. γενήσομαι Παρακ. γεγένημαι Παρακ. Ενεργ. β΄
γέγονα (με μέση σημ.)
Αόρ. β΄ ἐγενόμην Υπερ. ἐγεγενήμην Υπερ.
Ενεργ. β΄ ἐγεγόνειν ( >> )
Γιγνώσκω = (γνωρίζω, κρίνω, φρονώ,
αποφασίζω)
Ενεστ. γιγνώσκω Ενεστ. γιγνώσκομαι
Παρατ. ἐγίγνωσκον Παρατ. ἐγιγνωσκόμην
Μέλ. Μέσ. γνώσομαι
(με ενεργ. σημ.) Μέλ. Παθ. γνωσθήσομαι
Αόρ. β΄ ἔγνων
(κλίση Γραμ. σελ.232-233) Αόρ. Παθ. ἐγνώσθην
Παρακ. ἔγνωκα Παρακ. ἔγνωσμαι
Υπερ. ἐγνώκειν Υπερ. ἐγνώσμην
Τα ἔγνωσμαι, ἐγνώσμην κλίνονται όπως το πέπεισμαι.
Προσοχή στον ανώμαλο
αναδιπλασιασμό του Παρακειμένου. Το ίδιο συμβαίνει και στο ρήμα γνωρίζω:
Παρακ. Ενεργ. ἐγνώρικα, Παρακ. Παθ. ἐγνώρισμαι κ.τ.λ.
Γράφω = (γράφω, ζωγραφίζω, καταγράφω,
προτείνω νόμο, εγγράφω)
Ενεστ. γράφω Ενεστ. γράφομαι
Παρατ. ἔγραφον
Παρατ. ἐγραφόμην
Μέλλ. γράψω Μέλ. Παθ. β΄ γραφήσομαι
Αόρ. ἔγραψα
Αόρ. Μέσ. ἐγραψάμην Αόρ. Παθ. β΄ ἐγράφην
Παρακ. γέγραφα
Παρακ. γέγραμμαι (το α είναι βραχύχρονο)
Υπερ. ἐγεγράφειν Υπερ. ἐγεγράμμην
Δάκνω = (δαγκώνω, πικραίνω)
Ενεστ. δάκνω Ενεστ.
δάκνομαι
Παρατ. ἔδακνον Αόρ. Παθ. ἐδήχθην
Μέλ. Μέσ. δήξομαι
(με ενεργ. σημ.) Παρακ. δέδηγμαι
(όπως το πέπραγμαι)
Αόρ. β΄ ἔδακον Υπερ. ἐδεδήγμην ( >> )
Δέδοικα = (φοβάμαι)
Παρακ. δέδοικα και δέδια (με σημασία Ενεστώτα)
Υπερ. ἐδεδοίκειν και ἐδεδίειν (με σημασία
Παρατατικού)
Μέλλ. δείσομαι
Αόρ.
ἔδεισα Για την κλίση
του δες Γραμ. σελ. 236-237
Δείκνυμι = (δείχνω, φανερώνω,
αποδεικνύω)
Ενεστ. δείκνυμι και δεικνύω Ενεστ. δείκνυμαι
Παρατ. ἐδείκνυν και
ἐδείκνυον Παρατ. ἐδεικνύμην
Μέλλ. δείξω Μέλ.
Μέσ. δείξομαι
Αόρ. ἔδειξα Μέλ.
Παθ. δειχθήσομαι
Παρακ. δέδειχα Αόρ. Μέσ. ἐδειξάμην
Υπερ. ἐδεδείχειν Αόρ. Παθ. ἐδείχθην
Παρακ. δέδειγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Υπερ. ἐδεδείγμην ( >> )
Δέω – Δέομαι = (έχω ανάγκη, στερούμαι)
Ενεστ. δέω Ενεστ. δέομαι
Παρατ. ἔδεον Παρατ. ἐδεόμην
Μέλλ. δεήσω Μέλλ. δεήσομαι Αόρ. ἐδέησα Αόρ.
Παθ. ἐδεήθην (ως μέσος)
Παρακ. δεδέημαι
Υπερ. ἐδεδεήμην
Προσοχή στην κλίση του
Ενεστώτα και του Παρατατικού (συναιρείται το ε του χαρακτήρα με το ε
ή ει της κατάληξης). Κλίνεται όπως το πλέω (Γραμ. σελ. 210). Το
ρήμα συχνότερα είναι απρόσωπο.
Ενεστ. δεῖ Αόρ. ἐδέησε
Παρατ. ἔδει Παρακ. δεδέηκε
Μέλλ. δεήσει Υπερ.
ἐδεδεήκει
Δέω - Δῶ = (δένω, δεσμεύω)
Ενεστ. δῶ Ενεστ. δοῦμαι
Παρατ. ἔδουν Παρατ. ἐδούμην
Μέλλ. δήσω Μέλ. Παθ. δεθήσομαι
Αόρ.
ἔδησα Αόρ. Μέσ. ἐδησάμην
Παρακ. δέδεκα Αόρ. Παθ. ἐδέθην
Υπερ. ἐδεδέκειν
Παρακ. δέδεμαι
Υπερ. ἐδεδέμην
Διαλέγομαι = (συνομιλώ, συζητώ). Είναι
αποθετικό.
Ενεστ. διαλέγομαι
Παρατ. διελεγόμην
Μέλ. Μέσ.
διαλέξομαι Μέλ. Παθ.
διαλεχθήσομαι (με ενεργ. σημ.)
Αόρ. Παθ. διελέχθην
(με ενεργ. σημασία)
Παρακ. διείλεγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Υπερ. διειλέγμην ( >> )
Δίδωμι = (δίνω, παραδίδω, επιτρέπω,
παραχωρώ, συγχωρώ). (Γραμ. 220-225)
Ενεστ. δίδωμι Ενεστ. δίδομαι
Παρατ. ἐδίδουν Παρατ. ἐδιδόμην
Μέλλ. δώσω Μέλ.
Μέσ. δώσομαι Μέλ. Παθ. δοθήσομαι
Αόρ. β΄ ἔδωκα Αόρ. Μέσ. β΄ ἐδόμην Αόρ. Παθ.
ἐδόθην
Παρακ. δέδωκα Παρακ.
δέδομαι
Υπερ. ἐδεδώκειν Υπερ. ἐδεδόμην
Διψήω-ῶ = (διψώ, επιθυμώ)
Ενεστ. διψῶ Προσοχή στην κλίση του
Ενεστώτα και του
Παρατ. ἐδίψων Παρατατικού.
Δες Γραμ. σελ. 209
Μέλλ. διψήσω
Αόρ. ἐδίψησα
Διώκω = (καταδιώκω, επιζητώ, κυνηγώ,
διώκω δικαστικά)
Ενεστ. διώκω Ενεστ.
διώκομαι
Παρατ. ἐδίωκον Παρατ. ἐδιωκόμην
Μέλ. διώξω Μέλ.
Μέσ. διώξομαι Αόρ. Παθ.
ἐδιώχθην
Αόρ. ἐδίωξα Αόρ.
β΄ ἐδιώκαθον (σπάνιο)
Παρακ. δεδίωχα
Υπερ. ἐδεδιώχειν
Δοκέω-ῶ = (νομίζω, σκέπτομαι, υποθέτω,
μου φαίνεται)
Ενεστ. δοκῶ Ενεστ.
δοκοῦμαι Συνήθως εμφανίζεται ως απρόσωπο
Παρατ. ἐδόκουν Ενεστ. δοκεῖ
Μέλλ. δόξω Παρατ.
ἐδόκει
Αόρ. ἔδοξα Μέλλ. δόξει
Αόρ.
ἔδοξε
Παρακ.
δέδοκται και δεδογμένον ἐστί
Υπερ.
ἐδέδοκτο
Δράω-ῶ = (κάνω, ενεργώ, τελειώνω)
Ενεστ. δρῶ Ενεστ. δρῶμαι
Παρατ. ἔδρων Παρατ. ἐδρώμην
Μέλλ. δράσω Αόρ. Παθ. ἐδράσθην
Αόρ. ἔδρασα Παρακ. δέδραμαι
Παρακ. δέδρακα Υπερ. ἐδεδράμην
Υπερ.
ἐδεδράκειν Το α
είναι παντού μακρόχρονο στο χαρακτήρα. Προσοχή: αποφυγή σύγχυσης με το
ἀποδιδράσκω.
Δύναμαι = (μπορώ, έχω τη δύναμη). Για
την κλίση του δες Γραμ. σελ. 231
Είναι αποθετικό.
Ενεστ. δύναμαι
Παρατ. ἐδυνάμην και ἠδυνάμην
Μέλλ. δυνήσομαι
Αόρ. Παθ. ἐδυνήθην και ἠδυνήθην (σπάνιο) και ἐδυνάσθην
Παρακ. δεδύνημαι
Υπερ. ἐδεδυνήμην
Το ἐδυνάσθην δεν έχει Προστακτική.
Δύω = (βυθίζω, μπαίνω βαθιά κάπου)
Ενεστ. δύω Ενεστ. δύομαι
Παρατ. ἔδυον Παρατ. ἐδυόμην
Μέλλ. δύσω Μέλ. Μέσ. δύσομαι Μέλ. Παθ. δυθήσομαι
Αόρ. ἔδυσα Αόρ. Μέσ. β΄ ἔδυν (χωρίς
Ευκτική) Αόρ. Παθ. ἐδύθην
Παρακ. δέδυκα Παρακ. Μέσ. δέδυκα Παρακ. Παθ. δέδυμαι
Υπερ. ἐδεδύκειν Υπερ. Μέσ. ἐδεδύκειν
Το υ του χαρακτήρα είναι μακρόχρονο στην Ενεργητική και στη
Μέση φωνή. Στην Παθητική όμως φωνή είναι βραχύχρονο.
’Εάω-ῶ = (αφήνω, επιτρέπω)
Ενεστ. ἐῶ Ενεστ. ἐῶμαι
Παρατ. εἴων Μέλλ. ἐάσομαι (με παθητική σημασία)
Μέλλ. ἐάσω Αόρ.
Παθ. εἰάθην
Αόρ. εἴασα Παρακ.
εἴαμαι
Παρακ. εἴακα Υπερ. εἰάμην
Υπερ. εἰάκειν Το
α του χαρακτήρα είναι βραχύχρονο μόνο στον Ενεστώτα και στον Παρατατικό.
’Εγγυάω-ῶ =
(δίνω εγγύηση, υπόσχεση, αρραβωνιάζω). Σχηματίζεται ομαλά, αλλά παίρνει αύξηση
στην αρχή, αν και είναι παρασύνθετο με πρόθεση.
Παρατ. ἠγγύων Παρατ. ἠγγυώμην
Αόρ. ἠγγύησα Αόρ.
Μέσ. ἠγγυησάμην Αόρ. Παθ. ἠγγυήθην
Παρακ. ἠγγύηκα Παρακ. ἠγγύημαι
Υπερ. ἠγγυήκειν Υπερ. ἠγγυήμην
’Εγείρω = (ξυπνώ, σηκώνω, ξεσηκώνω)
Ενεστ. ἐγείρω Ενεστ.
ἐγείρομαι
Παρατ. ἤγειρον Παρατ. ἠγειρόμην
Μέλλ. ἐγερῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.)
Αόρ. β΄ ἠγρόμην
Αόρ. ἤγειρα Αόρ. Παθ. ἠγέρθην (και ως μέσο )
Παρακ. ἐγρήγορα (αττικός αναδιπλ.) Παρακ. ἐγήγερμαι (αττικός αναδιπλ.)
Υπερ. ἐγρηγόρειν ( >> ) Υπερ. ἐγηγέρμην (
>> )
’Εθέλω = (θέλω, επιθυμώ)
Ενεστ. ἐθέλω
και θέλω (σπάνιο)
Παρατ. ἤθελον
Μέλλ.
ἐθελήσω και θελήσω
Αόρ. ἠθέλησα
Παρακ. ἠθέληκα
Υπερ. ἠθελήκειν
’Εθίζω = (συνηθίζω)
Ενεστ. ἐθίζω Ενεστ. ἐθίζομαι
Παρατ. εἴθιζον Αόρ.
Παθ. εἰθίσθην
Μέλλ. ἐθιῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Παρακ. εἴθισμαι
(όπως το πέπεισμαι)
Αόρ. εἴθισα Υπερ. εἰθίσμην ( >> )
Παρακ. εἴθικα Προσοχή
στην αύξηση: ε à
ει. Το ι του χαρακτήρα
Υπερ. εἰθείκειν είναι
βραχύχρονο.
Εἰκάζω = (απεικονίζω, παρομοιάζω,
συμπεραίνω, ζωγραφίζω, περιγράφω)
Ενεστ. εἰκάζω Ενεστ. εἰκάζομαι
Παρατ. ᾔκαζον και εἴκαζον Παρατ. ᾐκαζόμην και εἰκαζόμην
Μέλλ. εἰκάσομαι (με ενεργ. σημ.) Αόρ. Παθ. ᾐκάσθην
και εἰκάσθην
Αόρ. ᾔκασα και εἴκασα Παρακ. ᾔκασμαι
και εἴκασμαι
Υπερ. ᾐκάσμην και εἰκάσμην
Τα ᾔκασμαι – εἴκασμαι, ᾐκάσμην – εἴκάσμην κλίνονται
όπως το πέπεισμαι.
To
ρήμα στους ιστορικούς χρόνους εμφανίζεται και χωρίς χρονική αύξηση.
Το ι του χαρακτήρα είναι βραχύχρονο.
Εἴκω = (υποχωρώ). Το ρήμα δεν παίρνει
αύξηση στους ιστορικούς χρόνους.
Ενεστ. εἴκω
Παρατ. εἶκον
Μέλλ. εἴξω
Αόρ. εἶξα Αόρ. β΄ εἴκαθον
Εἴργω ή Εἵργω = (εμποδίζω).
Ισχύει ό,τι και στο εἴκω. Δεν παίρνει αύξηση.
Παρατ. εἶργον – εἷργον Παρατ. εἰργόμην - εἱργόμην
Αόρ. εἶρξα – εἷρξα Αόρ.
Παθ. εἴρχθην - εἵρχθην
Παρακ. εἶργμαι – εἷργμαι (όπως το πέπραγμαι)
Υπερ.
εἴργμην – εἵργμην (
>> )
’Εκκλησιάζω = (πηγαίνω στην εκκλησία
του δήμου, συνεδριάζω)
Ενεστ. ἔκκλησιάζω
Παρατ. ἐξεκλησίαζον και ἠκκλησίαζον (2 δυνατές αυξήσεις)
Μέλλ. ἐκκλησιάσω
Αόρ. ἐξεκλησίασα και ἠκκλησίασα (2 δυνατές
αυξήσεις)
’Ελαύνω = (κινώ κάτι, οδηγώ, ωθώ, χτυπώ,
προχωρώ, καταδιώκω)
Ενεστ. ἐλαύνω Ενεστ.
ἐλαύνομαι
Παρατ. ἤλαυνον Παρατ. ἠλαυνόμην
Μέλλ. ἐλῶ (-ᾷς –ᾷ κ.τ.λ.) Μέλ.
Παθ. ἐλαθήσομαι
Αόρ. ἤλασα Αόρ. Μέσ. ἠλασάμην Αόρ. Παθ. ἠλάθην
Παρακ. ἐλήλακα (αττικός αναδιπλ.) Παρακ. ἐλήλαμαι (αττικός αναδιπλ.)
Υπερ. ἐληλάκειν ( >> ) Υπερ. ἐληλάμην ( >> )
Όπου υπάρχει α στο χαρακτήρα είναι βραχύχρονο.
’Ελέγχω = (ελέγχω, ανακρίνω, εξετάζω,
αποδεικνύω, αναιρώ, κατηγορώ)
Παρατ. ἤλεγχον Παρατ. ἠλεγχόμην
Μέλλ. ἐλέγξω Μέλ.
Παθ. ἐλεγχθήσομαι
Αόρ. ἤλεγξα Αόρ.
Παθ. ἠλέγχθην
Παρακ. ἐλήλεγμαι (αττικός αναδιπλ.)
Υπερ. ἐληλέγμην ( >> ) Παρακ. ἐλήλεγμαι, ἐλήλεγξαι, ἐλήλεγκται,
ἐληλέγμεθα, ἐλήλεγχθε, ἐληλεγμένοι
εἰσί
Υπερ. ἐληλέγμην,
ἐλήλεγξο, ἐλήλεγκτο, ἐληλέγμεθα,
ἐλήλεγχθε, ἐληλεγμένοι
ἦσαν
‘Ελίττω = (τυλίγω, περιστρέφω, γυρίζω)
Ενεστ. ἑλίττω Ενεστ. ἑλίττομαι
Αόρ. εἵλιξα Αόρ. Παθ. εἱλίχθην
Παρακ. εἵλιγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Υπερ. εἱλίγμην ( >> )
Προσοχή στην αύξηση: εà ει. Το ι του χαρακτήρα είναι
βραχύχρονο.
Ἕλκω
= (σέρνω, τραβώ, ρυμουλκώ πλοίο)
Ενεστ. ἕλκω Ενεστ. ἕλκομαι
Παρατ. εἷλκον Παρατ. εἱλκόμην
Μέλλ. ἕλξω Αόρ.
Μέσ. εἱλκυσάμην
Αόρ. εἵλκυσα Αόρ.
παθ. εἱλκύσθην
Παρακ. εἵλκυκα Παρακ. εἵλκυσμαι (όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. εἱλκύκειν Υπερ. εἱλκύσμην ( >> )
Προσοχή στην αύξηση: εà ει. Όπου εμφανίζεται υ στο
χαρακτήρα είναι βραχύχρονο.
’Εμπεδόω-ῶ = (στερεώνω, ενισχύω,
βεβαιώνω, ασφαλίζω)
Ενεστ. ἐμπεδῶ Προσοχή:
Αν και είναι παρασύνθετο
με
Παρατ. ἠμπέδουν πρόθεση, παίρνει αύξηση στην
Μέλλ. ἐμπεδώσω αρχή.
Αόρ. ἠμπέδωσα
’Εναντιόομαι-οῦμαι = (εναντιώνομαι,
αντιλέγω, αντιτίθεμαι)
Είναι αποθετικό.
Ενεστ. ἐναντιοῦμαι
Παρατ. ἠναντιούμην Αν και είναι παρασύνθετο
Μέλλ. ἐναντιώσομαι με πρόθεση, παίρνει
Αόρ. Παθ. ἠναντιώθην αύξηση στην αρχή.
Παρακ. ἠναντίωμαι
Υπερ. ἠναντιώμην
’Ενοχλέω-ῶ = (ενοχλώ, δυσαρεστώ,
ανησυχώ)
Ενεστ. ἐνοχλῶ Ενεστ. ἐνοχλοῦμαι
Παρατ. ἠνώχλουν (2 αυξήσεις: η – ω) Παρατ. ἠνωχλούμην (2 αυξήσεις)
Μέλλ. ἐνοχλήσω Παρακ. ἠνώχλημαι (2 αυξήσεις)
Αόρ. ἠνώχλησα (2 αυξήσεις) Υπερ. ἠνωχλήμην (2 αυξήσεις)
Παρακ. ἠνώχληκα (2 αυξήσεις)
Υπερ. ἠνωχλήκειν (2 αυξήσεις)
’Εντέλλομαι = (δίνω εντολή, παραγγέλνω,
διατάζω). Είναι αποθετικό.
Ενεστ. ἐντέλλομαι Προσοχή: Στον Ενεστώτα
και τον
Παρατ. ἐνετελλόμην Παρατατικό έχει λλ. Στους
άλλους
Αόρ. ἐνετειλάμην
χρόνους έχει λ. Το α στο χαρακτήρα
Παρακ. ἐντέταλμαι Αορίστου και
Παρακειμένου είναι
Υπερ. ἐνετετάλμην
βραχύχρονο.
’Εξετάζω = (εξετάζω, δοκιμάζω,
ανακρίνω, ζητώ πληροφορίες)
Ενεστ. ἐξετάζω Ενεστ. ἐξετάζομαι (= αποδεικνύομαι)
Παρατ. ἐξήταζον Παρατ. ἐξηταζόμην
Μέλλ. ἐξετάσω και ἐξετῶ (-ᾷς –ᾷ κ.τ.λ.) Μέλ. Παθ.
ἐξετασθήσομαι
Αόρ. ἐξήτασα Αόρ. Παθ. ἐξητάσθην
Παρακ. ἐξήτακα Παρακ. ἐξήτασμαι(όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐξητάκειν Υπερ. ἐξητάσμην ( >> )
Το α της κατάληξης –άζω είναι βραχύχρονο.
‘Εορτάζω = (πανηγυρίζω, γιορτάζω)
Ενεστ. ἑορτάζω Προσοχή
στην αύξηση. Το α της κατάληξης –άζω είναι
Παρατ. ἑώρταζον βραχύχρονο.
Αόρ. ἑώρτασα
Ἔοικα = (μοιάζω)
Παρακ. ἔοικα (με
σημασία Ενεστώτα, του άχρηστου εἴκω, δες Γραμ. σελ. 237)
Υπερ. ἐῲκειν Ο Παρακείμενος δεν έχει Προστακτική.
Στο γ΄ πληθυντικό
της
Οριστικής έχει και β΄ τύπο: εἴξασι
’Επανορθόω-ῶ = (επαναφέρω, επανορθώνω,
βελτιώνω, βοηθώ, υποστηρίζω)
Ενεστ. ἐπανορθῶ Ενεστ. ἐπανορθοῦμαι
Παρατ. ἐπηνώρθουν Παρατ. ἐπηνωρθούμην
Μέλλ. ἐπανορθώσω Μέλ. Μέσ. ἐπανορθώσομαι Μέλ. Παθ.
ἐπανορθωθήσομαι
Αόρ. ἐπηνώρθωσα Αόρ. Μέσ. ἐπηνωρθωσάμην Αόρ. Παθ. ἐπηνωρθώθην
Προσοχή στις 2 Παρακ.
ἐπηνώρθωμαι
αυξήσεις (η – ω) Υπερ. ἐπηνωρθώμην
’Επείγω = (πιέζω, κάνω κάποιον να
βιαστεί, επιθυμώ, βιάζομαι)
Ενεστ. ἐπείγω Ενεστ. ἐπείγομαι Προσοχή: αν και είναι σύνθετο
Παρατ. ἤπειγον Παρατ. ἠπειγόμην
με πρόθεση, παίρνει αύξηση
Αόρ.
Παθ. ἠπείχθην στην αρχή.
’Επιμελέομαι-οῦμαι
και ’Επιμέλομαι = (φροντίζω για κάτι, επιστατώ, καταγίνομαι με
κάτι). Είναι αποθετικό.
Ενεστ. ἐπιμελοῦμαι και ἐπιμέλομαι
Παρατ. ἐπεμελούμην και ἐπεμελόμην
Μέλ. Μέσ. ἐπιμελήσομαι Μέλ.
Παθ. ἐπιμεληθήσομαι (ως μέσος)
Αόρ. Παθ. ἐπεμελήθην
(ως μέσος)
Παρακ. ἐπιμεμέλημαι
Υπερ. ἐπεμεμελήμην
’Επίσταμαι = (γνωρίζω καλά, κατανοώ). Είναι
αποθετικό.
Ενεστ. ἐπίσταμαι Προσοχή: Αν και είναι
σύνθετο με πρόθεση,
Παρατ. ἠπιστάμην παίρνει εξωτερική αύξηση. Για την
κλίση
Μέλλ. ἐπιστήσομαι του Ενεστώτα και του Παρατατικού, δες
Αόρ. Παθ. ἠπιστήθην Γραμ. σελ. 231.
Ἕπομαι = (ακολουθώ). Είναι αποθετικό.
Ενεστ. ἕπομαι Προσοχή: Στον
Αόριστο β΄ μόνο η
Οριστική
Παρατ. εἱπόμην εμφανίζεται απλή. Οι άλλες εγκλίσεις εμφανίζονται
Μέλλ. ἕψομαι μόνο σύνθετες (π.χ.
ἐπίσπωμαι, ἐπισποίμην,
Αόρ. β΄ ἑσπόμην ἐπίσπου κ.τ.λ..
Αλλά: συσποῦ, ἐπισπέσθαι
(δεν Παρακ. ἠκολούθηκα (συνώνυμο του ἕπομαι) ανεβαίνει ο τόνος).
Υπερ. ἠκολουθήκειν
( >> )
’Εργάζομαι = (εργάζομαι, κοπιάζω, κάνω
κάτι). Είναι αποθετικό.
Ενεστ. ἐργάζομαι
Παρατ. εἰργαζόμην
– ἠργαζόμην (2 δυνατές αυξήσεις)
Μέλ. Μέσ. ἐργάσομαι Μέλ. Παθ.
ἐργασθήσομαι
Αόρ. Μέσ. εἰργασάμην – ἠργασάμην (2 δυνατές αυξήσεις) Αόρ.
Παθ. εἰργάσθην
Παρακ. εἴργασμαι
(όπως το πέπεισμαι. Το α της παραλήγουσας είναι βραχύ)
Υπερ. εἰργάσμην ( >> ). Προσοχή στην ανώμαλη
αύξηση εà
ει.
Ἔρχομαι = (έρχομαι). Είναι αποθετικό.
Ενεστ. ἔρχομαι – εἶμι (με σημασία Μέλλοντα. Για την
κλίση του δες Γραμ. σελ. Παρατ. ᾔειν και
ᾖα, ἠρχόμην (σπάνιο) 234)
Μέλλ. εἶμι - ἐλεύσομαι
Αόρ. β΄ ἦλθον
Παρακ. ἐλήλυθα
(αττικός αναδιπλασιασμός)
Υπερ. ἐληλύθειν
( >> )
Το έρχομαι
εμφανίζεται μόνο στην Οριστική, ενώ στις άλλες εγκλίσεις είναι σπάνιο και μόνο
σύνθετο. Οι εγκλίσεις αναπληρώνονται από το εἶμι. Προσοχή στο β΄ ενικό
της Προστακτικής του Αορίστου β΄ ἐλθέ. Σύνθετο όμως ανεβάζει τον τόνο:
ἄπελθε. Τα σύνθετα του εἶμι ανεβάζουν τον τόνο στην Οριστική και στην
Προστακτική.
’Ερωτάω-ῶ = (ρωτώ, εξετάζω, ζητώ
πληροφορία)
Ενεστ. ἐρωτῶ Ενεστ.
ἐρωτῶμαι
Παρατ. ἠρώτων Παρατ.
ἠρωτώμην
Μέλλ. ἐρωτήσω και ἐρήσομαι (με ενεργ. σημ.) Αόρ. Παθ. ἠρωτήθην
Αόρ. ἠρώτησα
Αόρ. β΄ ἠρόμην (με ενεργ. σημ.) Παρακ. ἠρώτημαι
Παρακ. ἠρώτηκα Υπερ.
ἠρωτήμην
Υπερ. ἠρωτήκειν
’Εσθίω = (τρώω). Το ι είναι βραχύχρονο.
Ενεστ. ἐσθίω Παρακ. Παθ. ἐδήδεσμαι (αττικός αναδ.)
Παρατ. ἤσθιον Υπερ. Παθ. ἐδηδέσμην ( >> )
Μέλ. Μέσ. ἔδομαι (με ενεργ. σημασία) Παρακ. ἐδήδοκα (αττικός αναδιπλ.)
Αόρ. β΄ ἔφαγον Υπερ. ἐδηδόκειν (αττικός αναδ.)
‘Εστιάω-ῶ = (φιλοξενώ, φιλεύω, προσφέρω
γεύμα)
Ενεστ. ἑστιῶ Ενεστ. ἑστιῶμαι
Παρατ. εἱστίων Παρατ. εἱστιώμην
Αόρ. εἱστίασα Μέλλ. ἑστιάσομαι
Παρακ. εἱστίακα Αόρ.
Παθ. εἱστιάθην
Υπερ. εἱστιάκειν Παρακ. εἱστίαμαι
Προσοχή στην αύξηση Υπερ. εἱστιάμην
εà
ει. Το α όπου εμφανίζεται στην κατάληξη είναι μακρόχρονο.
Εὑρίσκω = (βρίσκω, ανακαλύπτω,
εφευρίσκω, αποκτώ, πετυχαίνω)
Ενεστ. εὑρίσκω Ενεστ. εὑρίσκομαι
Παρατ. εὕρισκον και ηὕρισκον Παρατ. εὑρισκόμην και ηὑρισκόμην
Μέλλ. εὑρήσω Μέλ.
Μέσ. εὑρήσομαι
Αόρ. β΄ εὗρον και
ηὗρον Μέλ. Παθ. εὑρεθήσομαι
Παρακ. εὕρηκα και ηὕρηκα Αόρ.
Μέσ. β΄ εὑρόμην και ηὑρόμην
Υπερ. εὑρηκώς ἦν Αόρ.
Παθ. εὑρέθην και ηὑρέθην
Προσοχή: Στους ιστορικούς χρό- Παρακ. ηὕρημαι
νους υπάρχουν συνήθως 2 τύποι. Υπερ. εὑρήμην
και ηὑρήμην
Το β΄ ενικό πρόσωπο της
Προστακτικής του Ενεργητικού Αορίστου β΄ είναι εὑρέ. Σύνθετο όμως
ανεβάζει τον τόνο: π.χ. ἔξευρε.
Εὔχομαι = (εύχομαι, προσεύχομαι,
ικετεύω, υπόσχομαι, επιθυμώ)
Ενεστ. εὔχομαι Αόρ.
ηὐξάμην
Παρατ. ηὐχόμην Παρακ. ηὖγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Μέλλ. εὔξομαι Υπερ. ηὔγμην
( >> )
Ἔχω = (έχω, κατέχω, κατοικώ,
καταλαβαίνω, προξενώ, μπορώ)
Ενεστ. ἔχω Ενεστ. ἔχομαι
Παρατ. εἶχον Παρατ. εἰχόμην
Μέλλ. ἕξω και σχήσω Μέλλ. ἕξομαι
και σχήσομαι
Αόρ. β΄ ἔσχον Αόρ. β΄ ἐσχόμην
Παρακ. ἔσχηκα Παρακ. ἔσχημαι
Υπερ. ἐσχήκειν Υπερ. ἐσχήμην
Προσοχή στην αύξηση: εà ει. Οι Μέλλοντες που αρχίζουν
από φωνήεν παίρνουν δασεία. Προσοχή ιδιαίτερα στους Αορίστους β΄.
Ενεργ. Αόρ. β΄ : Υποτ.: σχῶ, σχῇς, σχῇ κ.τ.λ. Σύνθετο:
παράσχω κ.τ.λ.
Ευκτ.: σχοίην, σχοίης κ.τ.λ. Σύνθετο: παράσχοιμι κ.τ.λ.
Προστ.: -- , σχές, σχέτω κ.τ.λ. Σύνθετο:
παράσχες κ.τ.λ.
Μέσος Αόρ. β΄: Υποτ.:
σχῶμαι, σχῇ κ.τ.λ. Σύνθετο:
παράσχωμαι κ.τ.λ.
Ευκτ.: σχοίμην, σχοῖο κ.τ.λ. Σύνθετο: παρασχοίμην κ.τ.λ.
Προστ.: --, σχοῦ, σχέσθω κ.τ.λ. Σύνθετο:
παράσχου κ.τ.λ. αλλά ἐνσχοῦ
Η
Προστακτική του μέσου Αορίστου β΄ στα σύνθετα ρήματα του έχω ανεβάζει τον τόνο,
όταν προηγείται δισύλλαβη πρόθεση. Αν προηγείται μονοσύλλαβη, τονίζεται στη
λήγουσα. Προσοχή στην Ευκτική Ενεργ. Αορίστου β΄: Απλή είναι σχοίην κ.τ.λ.,
αλλά σύνθετη πάντα έχει κατάληξη σε –σχοιμι.
Ἕψω = (ψήνω, βράζω)
Ενεστ. ἕψω Ενεστ.
Παθ. ἕψομαι
Παρατ. ἧψον
Μέλ. Μέσ. ἑψήσομαι
(με ενεργ. σημασία)
Αόρ. ἥψησα
Ζεύγνυμι = (βάζω κάτω από ζυγό, ενώνω,
συνδέω, ενώνω με γάμο)
Ενεστ. ζεύγνυμι Ενεστ.
ζεύγνυμαι
Παρατ. ἐζεύγνυν Αόρ.
Μέσ. ἐζευξάμην Αόρ. Παθ. ἐζεύχθην
Αόρ. ἔζευξα Αόρ.
Παθ. β΄ ἐζύγην
Παρακ. ἔζευγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Υπερ.
ἐζεύγμην (
>> )
Ζήω-Ζῶ = (ζω). Για την κλίση Ενεστώτα
και Παρατατικού δες Γραμ. σελ. 208-209) Ενεστ. ζῶ
Παρατ. ἔζων
Μέλλ. ζήσω Μέλ.
Μέσ. βιώσομαι (με ενεργ. σημασία)
Αόρ. β΄ ἐβίων (χωρίς Προστακτική. Κλίνεται όπως το ἔγνων:
Γραμ. σελ. 232-233) Παρακ. βεβίωκα Ευκτική Αορίστου β΄: βιῲην, βιῲης κ.τ.λ.
Υπερ. ἐβεβιώκειν
Ζώννυμι = (ζώνω)
Ενεστ. ζώννυμι Παρακ. Παθ. ἔζωσμαι και
ἔζωμαι
Αόρ. ἔζωσα
Ἥδομαι = (ευχαριστιέμαι, χαίρομαι)
Ενεστ. ἥδομαι
Παρατ. ἡδόμην
Μέλ. Παθ. ἡσθήσομαι
(ως μέσος) Αόρ. Παθ. ἥσθην (ως μέσος)
Ἥκω = (έχω έρθει)
Ενεστ. ἥκω (με σημασία Παρακειμένου)
Παρατ. ἧκον (με σημασία Υπερσυντέλικου)
Μέλλ. ἥξω (με σημασία Συντελεσμένου Μέλλοντα)
Αόρ. ἧξα
’Ημί =
Εμφανίζεται μόνο στον Πλάτωνα, στις φράσεις: ἦν δ’ ἐγώ = είπα εγώ, ἦ δ’ ὅς = είπε εκείνος, ἦ δ’ ἥ =
είπε εκείνη
Θάπτω = (θάβω, ενταφιάζω). Το α του
θέματος είναι βραχύχρονο.
Ενεστ. θάπτω Ενεστ. θάπτομαι
Παρατ. ἔθαπτον Παρατ. ἐθαπτόμην
Μέλλ. θάψω Μέλ.
Παθ. β΄ ταφήσομαι
Αόρ. ἔθαψα Αόρ.
Παθ. β΄ ἐτάφην
Παρακ. τέθαμμαι (όπως το γέγραμμαι)
Υπερ. ἐτεθάμμην ( >> )
Θαυμάζω = (θαυμάζω, απορώ, τιμώ). Το α
της κατάληξης είναι βραχύχρονο.
Ενεστ. θαυμάζω Ενεστ. θαυμάζομαι
Παρατ. ἐθαύμαζον Παρατ. ἐθαυμαζόμην
Μέλ. Μέσ. θαυμάσομαι
(με ενεργ. σημ.) Μέλ. Παθ. θαυμασθήσομαι
Αόρ. ἐθαύμασα Αόρ. Παθ. ἐθαυμάσθην
Παρακ. τεθαύμακα
Υπερ. ἐτεθαυμάκειν
Θέω = (τρέχω)
Ενεστ. θέω Προσοχή
στην κλίση Ενεστώτα
και
Παρατ. ἔθεον Παρατατικού. Συναιρεί
το ε του Μέλ. Μέσ. θεύσομαι (με ενεργ.
σημ.) θέματος με
το ακόλουθο ε
ή ει. Ο
Αόρ. β΄ ἔδραμον Αόριστος
β΄, ο Παρακείμενος και ο
Παρακ. δεδράμηκα Υπερσυντέλικος
προέρχονται από το
Υπερ. ἐδεδραμήκειν τρέχω. Στο έδραμον το
α είναι βραχύ.
Θηράω-ῶ = (κυνηγώ, καταδιώκω, επιδιώκω,
επιζητώ)
Ενεστ. θηρῶ Ενεστ. θηρῶμαι
Παρατ. ἐθήρων Το
α του ρήματος είναι μακρόχρονο στον Μέλλοντα,
Μέλλ. θηράσω τον Αόριστο, τον
Παρακείμενο, τον
Αόρ. ἐθήρασα Υπερσυντέλικο.
Παρακ. τεθήρακα
Υπερ. ἐτεθηράκειν
Θιγγάνω = (αγγίζω)
Ενεστ. θιγγάνω Οι
υπόλοιποι τύποι του σχηματίζονται από το
Αόρ. β΄ ἔθιγον (το ι
είναι βραχύχρονο) ἅπτομαι
Θύω = (θυσιάζω)
Ενεστ. θύω Ενεστ. θύομαι
Παρατ. ἔθυον Παρατ. ἐθυόμην
Μέλλ. θύσω Μέλλ. θύσομαι
Αόρ. ἔθυσα Αόρ.
Μέσ. ἐθυσάμην Αόρ. Παθ. ἐτύθην
Παρακ. τέθυκα Παρακ. τέθυμαι
Υπερ. ἐτεθύκειν Υπερ. ἐτεθύμην
Το
υ του ρήματος είναι μακρόχρονο στον Ενεστώτα, τον Παρατατικό, τον Μέλλοντα, και
στον Αόριστο Ενεργητικής και Μέσης φωνής. Στον Παρακείμενο, τον Υπερσυντέλικο
της Μέσης και της Παθητικής φωνής (είναι ο ίδιος τύπος) και στον Παθητικό Αόριστο
είναι βραχύχρονο.
’Ιάομαι-ῶμαι = (γιατρεύω, θεραπεύω)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. ἰῶμαι
Παρατ. ἰώμην
Μέλλ. ἰάσομαι
Αόρ.
Μέσ. ἰασάμην Αόρ. Παθ. ἰάθην
Ἵημι = (στέλνω, ρίχνω). Για την κλίση
του δες Γραμ. σελ. 220-225
Ενεστ. ἵημι Ενεστ.
ἵεμαι
Παρατ. ἵην Παρατ. ἱέμην
Μέλλ. ἥσω Μέλ.
Μέσ.
ἥσομαι Μέλ. Παθ. ἑθήσομαι
Αόρ. ἧκα Αόρ.
Μέσ. Α΄ ἡκάμην Αόρ. Μέσ. β΄ εἵμην
Παρακ. εἷκα Αόρ.
Παθ. εἵθην
Υπερ. εἵκειν Παρακ.
εἷμαι
Υπερ.
εἵμην
Προσοχή:
ο μέσος Αόριστος Α΄ είναι σπάνιος. Συναντάται στους τύπους: προηκάμην, β΄
ενικό: προήκω, β΄ πληθ.: προήκασθε, γ΄ πληθ.: προήκαντο.
Στο β΄ ενικό της Προστακτικής του
Μέσου Αορίστου β΄ ο τόνος στα σύνθετα δεν ανεβαίνει, επειδή παθαίνουν έκθλιψη
κατά τη σύνθεση: π.χ. ἀφοῦ.
‘Ιλάσκομαι = (εξιλεώνω, εξευμενίζω,
καταπραύνω)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. ἱλάσκομαι
Παρατ. ἱλασκόμην
Μέλλ. ἱλάσομαι
Αόρ. Μέσ. ἱλασάμην
Αόρ. Παθ. ἱλάσθην
Ἵστημι = (στήνω, τοποθετώ, εμποδίζω,
σηκώνω, υψώνω, ιδρύω, ζυγίζω)
Ενεστ. ἵστημι Ενεστ. ἵσταμαι
Παρατ. ἵστην Παρατ. ἱστάμην
Μέλλ. στήσω Μέλ. Μέσ. στήσομαι Μέλ. Παθ. σταθήσομαι
Αόρ. ἔστησα Αόρ. Μέσ. ἐστησάμην Αόρ. Παθ. ἐστάθην
Αόρ. Ενεργ. β΄ ἔστην (ως Μέσος ή
Παθητικός)
Για την κλίση του Παρακ. Ενεργ. ἕστηκα (ως Μέσος)
δες Γραμ. σελ. 220-225 Υπερ. Ενεργ. ἑστήκειν και εἱστήκειν (ως Μέσος)
Προσοχή: O Παρακείμενος ἕστηκα έχει και δεύτερους τύπους:
Οριστική: -----, -----, ------, ἕσταμεν, ἕστατε, ἑστᾶσι
Απαρέμφατο: ἑστάναι,
Μετοχή: ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστώς και ἑστός
Δεύτερο τύπο έχει και ο Υπερσυντέλικος στο γ΄ πληθ. :
ἕστασαν
Καθαίρω = (καθαρίζω, εξαγνίζω, αφανίζω)
Ενεστ. καθαίρω Ενεστ.
καθαίρομαι
Μέλλ. καθαρῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλλ. καθαροῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἐκάθηρα Αόρ.
Μέσ. ἐκαθηράμην
Αόρ.
Παθ. ἐκαθάρθην
Παρακ. κεκάθαρμαι (το α της κατάληξης
Υπερ.
ἐκεκαθάρμην είναι βραχύ)
Καθέζομαι = (κάθομαι). Είναι αποθετικό.
Προσοχή: Αν και είναι σύνθετο
Ενεστ. καθέζομαι
με πρόθεση παίρνει εξωτερικά αύξηση.
Παρατ. ἐκαθεζόμην Μέλλ.
καθεδοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Καθεύδω = (κοιμάμαι, ησυχάζω,
ξεκουράζομαι)
Ενεστ. καθεύδω Μέλλ.
καθευδήσω
Παρατ. ἐκάθευδον και καθηῦδον (2 αυξήσεις)
Κάθημαι = (κάθομαι, συνεδριάζω, αδρανώ)
Ενεστ. κάθημαι (προσοχή στην κλίση του, γιατί
λείπουν τύποι. Γραμ. σελ. 235-236)
Παρατ. ἐκαθήμην και καθήμην (2 αυξήσεις) Μέλλ. καθεδοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Καθίζω = (καθίζω κάποιον). Προσοχή
στους 2 τύπους του Ενεργητ. Αορίστου.
Ενεστ. καθίζω Ενεστ.
καθίζομαι
Παρατ. ἐκάθιζον Παρατ.
ἐκαθιζόμην
Μέλλ. καθιῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλλ. καθιζήσομαι
Αόρ. ἐκάθισα και καθῖσα Αόρ. ἐκαθισάμην
Καίω και Κάω = (καίω, πυρπολώ,
καυτηριάζω, καταστρέφω στον πόλεμο)
Ενεστ. καίω και κάω Ενεστ. καίομαι και κάομαι
Παρατ. ἔκαιον και ἔκαον Παρατ. ἐκαόμην
Μέλλ. καύσω Μέλ.
Παθ. καυθήσομαι
Αόρ. ἔκαυσα Αόρ.
Παθ. ἐκαύθην
Παρακ. κέκαυκα Παρακ. κέκαυμαι
Υπερ. ἐκεκαύκειν Υπερ. ἐκεκαύμην
Καλέω-ῶ =
(προσκαλώ, ονομάζω). Οι συνηρημένοι Μέλλοντες κλίνονται όπως οι Ενεστώτες.
Ενεστ. καλῶ Ενεστ.
καλοῦμαι
Παρατ. ἐκάλουν Παρατ. ἐκαλούμην
Μέλλ. καλῶ Μέλ.
Μέσ. καλοῦμαι Μέλ. Παθ. κληθήσομαι
Αόρ. ἐκάλεσα Αόρ.
Μέσ. ἐκαλεσάμην Αόρ. Παθ. ἐκλήθην
Παρακ. κέκληκα Παρακ. κέκλημαι
Κάμνω = (κουράζομαι, είμαι άρρωστος,
ταλαιπωρούμαι, νικιέμαι)
Ενεστ. κάμνω Το α είναι βραχύχρονο.
Παρατ. ἔκαμνον Παρακ. κέκμηκα
Μέλ. Μέσ. καμοῦμαι
(-εῖ –εῖται κ.τ.λ.) (με ενεργ. σημ.)
Αόρ. β ἔκαμον Υπερ. ἐκεκμήκειν
Καταδαρθάνω = (κοιμάμαι)
Ενεστ. καταδαρθάνω Παρακ. καταδεδάρθηκα
Αόρ. β΄ κατέδαρθον
(χωρίς Προστακτική) Υπερ.
κατεδεδαρθήκειν
Καταλεύω και Λεύω = (λιθοβολώ,
σκοτώνω με πέτρες)
Ενεστ. καταλεύω και λεύω Μέλ. Παθ. καταλευσθήσομαι
Παρατ. κατέλευον
Αόρ. Παθ. κατελεύσθην
Αόρ. κατέλευσα
Κατηγορέω-ῶ = (κατηγορώ, μιλώ εναντίον
κάποιου κατηγορώ στο δικαστήριο) Ενεστ. κατηγορῶ Ενεστ. κατηγοροῦμαι
Παρατ. κατηγόρουν Παρατ. κατηγορούμην
Μέλλ. κατηγορήσω και κατερῶ Μέλ. Παθ. κατηγορηθήσομαι
Αόρ. κατηγόρησα και κατεῖπον Αόρ. Παθ. κατηγορήθην
Παρακ. κατηγόρηκα και κατείρηκα Παρακ. κατηγόρημαι
Υπερ. κατηγορήκειν Υπερ. κατηγορήμην
Το ρήμα δεν παίρνει αύξηση. Οι
δεύτεροι τύποι προέρχονται από το καταγορεύω.
Κεῖμαι = (κείτομαι, βρίσκομαι, απρακτώ,
ησυχάζω)
Ενεστ. κεῖμαι (με
σημασία Παρακειμένου. Είναι και παθ. Παρακ. του τίθεμαι)
Παρατ. ἐκείμην (με σημασ. Υπερσυντέλικου. Είναι και παθ.
Υπερ. του τίθεμαι)
Μέλλ. κείσομαι
Προσοχή στην κλίση στους τύπους που λείπουν. Γραμ. σελ.235
Υπάρχουν
και περιφραστικοί τύποι στον Ενεστώτα και στον Παρατατικό:
Οριστική: κείμενός εἰμι,
Υποτακτική: κείμενος ὦ, Ευκτική: κείμενος εἴην
Προστακτική: κείμενος ἔστω,
Απαρέμφατο: κείμενος εἶναι, Παρατατικός: κείμενος ἦν. Στα σύνθετα του
κεῖμαι ο τόνος ανεβαίνει όσο το επιτρέπουν οι κανόνες τονισμού και στην
Οριστική. π.χ. ἀπόκειμαι.
Κελεύω = (διατάζω, παραγγέλνω,
παρακινώ, λέω, προτρέπω, συμβουλεύω)
Ενεστ. κελεύω Ενεστ. κελεύομαι
Παρατ. ἐκέλευον Παρατ. ἐκελευόμην
Μέλλ. κελεύσω Αόρ.
Παθ. ἐκελεύσθην
Αόρ. ἐκέλευσα Παρακ. κεκέλευσμαι (όπως το πέπεισμαι)
Παρακ. κεκέλευκα Υπερ. ἐκεκελεύσμην ( >> )
Υπερ. ἐκεκελεύκειν
Κεράννυμι και Κεραννύω =
(αναμειγνύω, ανακατεύω, συνενώνω, συνδυάζω)
Ενεστ. κεράννυμι και κεραννύω Ενεστ. κεράννυμαι
Αόρ. ἐκέρασα Μέλ. Παθ. κραθήσομαι
Στο ἐκέρασα το α της παραλή- Αόρ.
Μέσ. ἐκερασάμην γουσας είναι βραχύ. Αόρ. Παθ. ἐκράθην
και ἐκεράσθην
Στο κέκραμαι το α είναι μακρό Παρακ. κέκραμαι Υπερ. ἐκεκράμην
Κερδαίνω = (κερδίζω, αποκτώ κέρδος)
Ενεστ. κερδαίνω Παρακ. κεκέρδηκα
Παρατ. ἐκέρδαινον Υπερ. ἐκεκερδήκειν
Μέλλ. κερδανῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.)
Αόρ. ἐκέρδανα (το α της παραλήγουσας είναι
μακρόχρονο)
Κλαίω και Κλάω = (κλαίω,
λυπάμαι, θρηνώ, μετανιώνω για κάτι)
Ενεστ. κλαίω και κλάω
Παρατ. ἔκλαον
Μέλλ. κλαύσομαι και κλαιήσω και κλαήσω
Κλῂω και κλείω = (κλείνω,
εμποδίζω, φράζω, κλειδώνω, αποκλείω)
Ενεστ. κλῂω και κλείω Ενεστ. κλῂομαι και κλείομαι
Παρατ. ἔκλῃον και ἔκλειον Παρατ. ἐκλῃόμην
και ἐκλειόμην
Μέλλ. κλῂσω και
κλείσω Μέλ. Παθ. κλῃσθήσομαι
και κλεισθήσομαι
Αόρ. ἔκλῃσα και ἔκλεισα Αόρ. Μέσ. ἐκλῃσάμην και ἐκλεισάμην
Αόρ. Παθ. ἐκλῂσθην
και ἐκλείσθην
Παρακ. κέκλῃμαι
και κέκλειμαι
Υπερ. ἐκεκλῂμην
και ἐκεκλείμην
Κλέπτω = (κλέβω)
Ενεστ. κλέπτω Ενεστ. κλέπτομαι
Παρατ. ἔκλεπτον
Μέλλ. κλέψω και κλέψομαι (με ενεργ. σημ.)
Αόρ. ἔκλεψα Αόρ.
Παθ. β΄ ἐκλάπην
Παρακ. κέκλοφα Παρακ. κέκλεμμαι (όπως το γέγραμμαι)
Υπερ. ἐκεκλόφειν Υπερ. ἐκεκλέμμην (
>> )
Κόπτω = (κόβω, χτυπώ, στενοχωρώ,
κουράζω)
Ενεστ. κόπτω Ενεστ. κόπτομαι
Παρατ. ἔκοπτον Παρατ. ἐκοπτόμην
Μέλλ. κόψω Μέλ.
Παθ. β΄ κοπήσομαι
Αόρ. ἔκοψα Αόρ.
Παθ. β΄ ἐκόπην
Παρακ. κέκοφα Παρακ. κέκομμαι (όπως το γέγραμμαι)
Υπερ. ἐκεκόφειν Υπερ. ἐκεκόμμην ( >> )
Κράζω = (φωνάζω, κραυγάζω). Το α της
κατάληξης είναι μακρόχρονο.
Ενεστ. κράζω
Αόρ. β΄ ἔκραγον
Παρακ. β΄ κέκραγα
(με σημασία Ενεστώτα)
Υπερ. β΄ ἐκεκράγειν
Κρεμάννυμι = (κρεμώ, αναρτώ)
Ενεστ. κρεμάννυμι Ενεστ. κρεμάννυμαι
Αόρ. ἐκρέμασα Αόρ. Παθ. ἐκρεμάσθην
Στο ἐκρέμασα το α της Παρακ. κρέμαμαι (είναι
Ενεστώτας που παραλήγουσας
είναι χρησιμοποιείται ως
Παρακείμενος.
βραχύχρονο. Έχει
εύχρηστη μόνο την Οριστική και
τη μετοχή κρεμάμενος. Δες Γραμ.
σελ. 231)
Κρούω = (χτυπώ, δοκιμάζω)
Κρούω = (χτυπώ, δοκιμάζω)
Ενεστ. κρούω Ενεστ. κρούομαι
Παρατ. ἔκρουον Παρατ. ἐκρουόμην
Μέλλ. κρούσω Μέλλ. κρούσομαι
Αόρ. ἔκρουσα Αόρ.
Μέσ. ἐκρουσάμην
Παρακ. κέκρουκα Αόρ.
Παθ. ἐκρούσθην
Υπερ. ἐκεκρούσμην
Κρύπτω = (κρύβω, καλύπτω, σκεπάζω, κρατώ μυστικό)
Ενεστ. κρύπτω Ενεστ. κρύπτομαι
Παρατ. ἔκρυπτον Παρατ. ἐκρυπτόμην
Μέλλ. κρύψω Μέλλ. κρύψομαι
Αόρ. ἔκρυψα Αόρ.
Μέσ. ἐκρυψάμην Αόρ. Παθ. ἐκρύφθην
Το υ είναι Παρακ. κέκρυμμαι (όπως το γέγραμμαι)
βραχύχρονο. Υπερ. ἐκεκρύμμην ( >> )
Κτάομαι-ῶμαι = (αποκτώ, προμηθεύομαι)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. κτῶμαι
Παρατ. ἐκτώμην
Μέλλ. κτήσομαι
Αόρ. Μέσ. ἐκτησάμην Αόρ. Παθ.
ἐκτήθην
Παρακ. κέκτημαι
και ἔκτημαι
Το κέκτημαι είναι ανώμαλος σχηματισμός. Το ρήμα στον
Παρακείμενο έχει και μονολεκτικούς και περιφραστικούς τύπους στην Υποτακτική
και στην Ευκτική. Στην Προστακτική έχει μόνο το β΄ ενικό: κέκτησο. Γραμ. σελ.
303
Κτείνω = (φονεύω, σκοτώνω)
Ενεστ. κτείνω και ἀποκτείνω και ἀποκτίννυμι και
ἀποκτιννύω
Παρατ. ἔκτεινον και ἀπέκτεινον και ἀπεκτίννυν και
ἀπεκτίννυον
Μέλλ. κτενῶ και ἀποκτενῶ
Αόρ. ἔκτεινα και ἀπέκτεινα
Παρακ. ἀπέκτονα Παρακ.
Παθ. ἐκτεινόμην (σπάνιο)
Ως παθητικό του ρήματος χρησιμοποιείται το ἀποθνήσκω ὑπό
τινος.
Κύπτω = (σκύβω). Το υ είναι μακρόχρονο.
Ενεστ. κύπτω
Μέλ. Μέσ. κύψομαι
(με ενεργητική σημασία)
Αόρ. ἔκυψα
Παρακ. κέκυφα
Υπερ. ἐκεκύφειν
Λαγχάνω = (παίρνω
με κλήρο, αναλαμβάνω δημόσιο αξίωμα, κληρονομώ, παίρνω άδεια για δίκη)
Ενεστ. λαγχάνω Ενεστ.
λαγχάνομαι
Παρατ. ἐλάγχανον Αόρ.
Παθ. ἐλήχθην
Μέλλ. λήξομαι (με ενεργ. σημ.) Παρακ. εἴληγμαι
Αόρ. β΄ ἔλαχον (το α είναι βραχύχρονο) Υπερ. εἰλήγμην
Παρακ. εἴληχα Τα
εἴληγμαι, εἰλήγμην κλίνονται όπως το
Υπερ. εἰλήχειν πέπραγμαι
Λαμβάνω = (παίρνω, κυριεύω,
καταλαβαίνω, νομίζω, θεωρώ, δέχομαι)
Ενεστ. λαμβάνω Ενεστ. λαμβάνομαι
Παρατ. ἐλάμβανον Παρατ. ἐλαμβανόμην
Μέλ. Μέσ. λήψομαι
(με ενεργ. σημ.) Μέλ. Παθ. ληφθήσομαι
Αόρ. β΄ ἔλαβον Αόρ. Μέσ. β΄ ἐλαβόμην
Παρακ. εἴληφα Αόρ. Παθ. ἐλήφθην
Υπερ. εἰλήφειν Παρακ. εἴλημμαι
Υπερ. εἰλήμμην
Τα εἴλημμαι, εἰλήμμην κλίνονται όπως το γέγραμμαι.
Στην Προστακτική του Ενεργητικού Αορίστου β΄ το β΄ ενικό
είναι: λαβέ.
Λανθάνω = (ξεφεύγω από την προσοχή
κάποιου, περνώ απαρατήρητος)
Ενεστ. λανθάνω Ενεστ.
λανθάνομαι και ἐπιλανθάνομαι
Παρατ. ἐλάνθανον Παρατ. ἐπελανθανόμην
Μέλλ. λήσω Μέλλ.
ἐπιλήσομαι
Αόρ. β΄ ἔλαθον Αόρ. β΄ ἐπελαθόμην
Παρακ. λέληθα Παρακ. ἐπιλέλησμαι (όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐλελήθειν Υπερ. ἐπελελήσμην
Στον Ενεργητικό Αόριστο το α είναι βραχύχρονο.
Στον Μέσο Αόριστο β΄ το β΄ ενικό της Προστακτικής είναι ἐπιλαθοῦ.
Λέγω = (λέω, μιλώ)
Ενεστ. λέγω Ενεστ. λέγομαι
Παρατ. ἔλεγον Παρατ. ἐλεγόμην
Μέλλ. λέξω και ἐρῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Παθ. λεχθήσομαι και ῥηθήσομαι
Αόρ. ἔλεξα και εἶπα Αόρ. β΄
εἶπον Αόρ. Παθ. ἐλέχθην και
ἐρρήθην
Παρακ. εἴρηκα Παρακ. λέλεγμαι και εἴρημαι
Ο Αόριστος εἶπα έχει ελάχιστους τύπους εύχρηστους:
Οριστική: εἶπα, εἶπας, ---, -----, εἴπατε, ----. Ευκτική : α΄ πληθ. εἴπαιμεν
Προστακτική: εἶπον, εἰπάτω, ----, εἴπατε
Στον Ενεργητικό Αόριστο β΄ το εἰ
της αύξησης παραμένει και στις άλλες εγκλίσεις. Στον Ενεργητικό Αόριστο β΄ το
β΄ ενικό της Προστακτικής είναι εἰπέ. Το λέλεγμαι κλίνεται όπως
το πέπραγμαι.
--Λέγω =
Έτσι σχηματίζονται σύνθετα ρήματα με β΄ συνθετικό το λέγω. Πιο συνηθισμένο
είναι το συλλέγω. Άλλα ρήματα είναι τα: διαλέγω, ἐκλέγω, καταλέγω κ.τ.λ.)
Ενεστ. συλλέγω Ενεστ. συλλέγομαι
Παρατ. συνέλεγον Παρατ. συνελεγόμην
Μέλλ. συλλέξω Μέλ.
Μέσ. συλλέξομαι Μέλ. Παθ. β΄ συλλεγήσομαι
Αόρ. συνέλεξα Αόρ.
Μέσ. συνελεξάμην Αόρ. Παθ. α΄ συνελέχθην
Παρακ. συνείλοχα Αόρ.
Παθ. β΄ συνελέγην
Υπερ. συνειλόχειν Παρακ. συνείλεγμαι
(όπως το πέπραγμαι)
Λείπω = (αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ)
Ενεστ. λείπω Ενεστ. λείπομαι
Παρατ. ἔλειπον Παρατ. ἐλειπόμην
Μέλλ. λείψω Μέλ.
Μέσ. λείψομαι Μέλ. Παθ.
λειφθήσομαι
Αόρ. β΄ ἔλιπον Αόρ. Μέσ. β΄ ἐλιπόμην
Αόρ. Παθ. ἐλείφθην
Παρακ. β΄ λέλοιπα Παρακ. λέλειμμαι (όπως το γέγραμμαι)
Υπερ. β΄
ἐλελοίπειν Υπερ. ἐλελείμμην ( >> )
Στο ἔλιπον το ι είναι βραχύχρονο.
Λούω = (λούζω)
Ενεστ. λούω Ενεστ. λόομαι à λοῦμαι Παρατ. ἐλούμην
Μέλλ.
λούσομαι Αόρ. ἐλουσάμην
Παρακ.
λέλουμαι Υπερ. ἐλελούμην
Λυμαίνομαι = (βλάπτω, καταστρέφω,
κακομεταχειρίζομαι, ντροπιάζω)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. λυμαίνομαι Αόρ.
Παθ. ἐλυμάνθην
Το α στον Παρατ. ἐλυμαινόμην Παρακ. λελύμασμαι
Παρακείμενο Μέλλ.
λυμανοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
είναι βραχύ Αόρ. Μέσ. ἐλυμηνάμην Υπερ. ἐλελυμάσμην
Τα λελύμασμαι,
ἐλελυμάσμην κλίνονται όπως τα πέφασμαι, ἐπεφάσμην.
Μαίνω = (τρελαίνω, εξοργίζω)
Ενεστ. μαίνω Ενεστ. μαίνομαι
Αόρ. ἔμηνα Παρατ. ἐμαινόμην
Αόρ.
Παθ. β΄ ἐμάνην (ως μέσος)
Μανθάνω = (μαθαίνω, γνωρίζω,
καταλαβαίνω)
Ενεστ. μανθάνω Ενεστ.
μανθάνομαι
Παρατ. ἐμάνθανον
Μέλ. Μέσ. μαθήσομαι
(με ενεργ. σημασία)
Αόρ. β΄ ἔμαθον
(το α είναι βραχύχρονο)
Παρακ. μεμάθηκα
Υπερ. ἐμεμαθήκειν
Μάχομαι = (μάχομαι, πολεμώ, αγωνίζομαι)
Ενεστ. μάχομαι
Παρατ. ἐμαχόμην
Μέλλ. μαχοῦμαι
(-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἐμαχεσάμην
Παρακ. μεμάχημαι
Υπερ. ἐμεμαχήμην
Μείγνυμι και Μειγνύω και Μίσγω
= (αναμειγνύω, ανακατώνω, σμίγω)
Ενεστ. μείγνυμι και μειγνύω και μίσγω Ενεστ. μείγνυμαι και μίσγομαι
Παρατ. ἐμείγνυν και ἔμισγον Παρατ. ἐμειγνύμην
Μέλλ. μείξω Μέλ. Παθ. μειχθήσομαι
Αόρ. ἔμειξα Αόρ. Μέσ. ἐμειξάμην
Αόρ. Παθ. Α΄ ἐμείχθην
Αόρ. παθ. β΄ ἐμίγην
Παρακ. μέμειγμαι
Υπερ. ἐμεμείγμην
Τα μέμειγμαι,
ἐμεμείγμην κλίνονται όπως τα πέπραγμαι, ἐπεπράγμην.
Μέλει = (υπάρχει φροντίδα). Είναι
απρόσωπο.
Ενεστ. μέλει
Παρατ. ἔμελε
Μέλλ. μελήσει
Αόρ. ἐμέλησε
(δεν έχει Ευκτική και Προστακτική)
Παρακ. μεμέληκε
(δεν έχει Υποτακτική, Ευκτική και Προστακτική)
Υπερ. ἐμεμελήκει
Μέλλω = (σκοπεύω, αργοπορώ, διστάζω,
αναβάλλω)
Ενεστ. μέλλω Ενεστ.
γ΄ ενικό Οριστικής: μέλλεται
Παρατ. ἔμελλον και ἤμελλον γ΄
ενικό Ευκτικής: μέλλοιτο
Μέλλ. μελλήσω Απαρέμφατο: διαμέλλεσθαι
Αόρ. ἐμέλλησα
Μένω = (μένω, περιμένω, ευχαριστιέμαι
σε κάτι)
Ενεστ. μένω
Παρατ. ἔμενον
Μέλλ. μενῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.)
Αόρ. ἔμεινα
Παρακ. μεμένηκα
Υπερ. ἐμεμενήκειν
Μιμνήσκω = (θυμίζω, υπενθυμίζω)
Ενεστ. μιμνήσκω Ενεστ. μιμνήσκομαι
Παρατ. ἐμίμνησκον
Παρατ. ἐμιμνησκόμην
Μέλλ. μνήσω Μέλ. Μέσ. μνήσομαι Μέλ. Παθ. μνησθήσομαι (ως μέσος)
Αόρ. ἔμνησα
Αόρ. Μέσ. ἐμνησάμην Αόρ. Παθ. ἐμνήσθην
(ως μέσος)
Παρακ. μέμνημαι (με σημασία Ενεστώτα)
Υπερ. ἐμεμνήμην (με σημασία Παρατατικού)
Προσοχή: η Υποτακτική και
η Ευκτική του μέμνημαι σχηματίζονται μονολεκτικά: Υποτακτική: μεμνῶμαι, μεμνῇ
κ.τ.λ., Ευκτική: μεμνῂμην κ.τ.λ. και μεμνημένος εἴην
Νέμω = (μοιράζω, βόσκω)
Ενεστ. νέμω
Ενεστ. νέμομαι
Παρατ. ἔνεμον
Παρατ. ἐνεμόμην
Μέλλ. νεμῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλλ. νεμοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἔνειμα
Αόρ. Μέσ. ἐνειμάμην Αόρ. Παθ. ἐνεμήθην
Παρακ. νενέμηκα
Παρακ. νενέμημαι
Υπερ. ἐνενεμήκειν
Υπερ. ἐνενεμήμην
Νεύω = (κάνω νεύμα, γνέφω, εγκρίνω)
Ενεστ. νεύω Προσοχή στους όμοιους
τύπους με το επόμενο ρήμα.
Παρατ. ἔνευον
Μέλ. Μέσ. νεύσομαι
(με ενεργητική σημασία)
Αόρ. ἔνευσα
Παρακ. νένευκα Υπερ. ἐνενεύκειν
Νέω= (πλέω, κολυμπώ)
Ενεστ. νέω Προσοχή στην κλίση του Ενεστώτα και
του Παρατατικού.
Παρατ. ἔνεον Κλίνεται όπως το πλέω. Γραμ.
σελ. 210
Μέλ. Μέσ. νεύσομαι
(με ενεργητική σημασία)
Αόρ. ἔνευσα
Παρακ. νένευκα Υπερ. ἐνενεύκειν
Νομίζω = (νομίζω, θεωρώ, πιστεύω,
παραδέχομαι ως έθιμο ή ως νόμο)
Ενεστ. νομίζω Ενεστ.
νομίζομαι
Παρατ. ἐνόμιζον Παρατ. ἐνομιζόμην
Μέλλ. νομιῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Παθ. νομισθήσομαι
Αόρ. ἐνόμισα Αόρ.
Παθ. ἐνομίσθην
Παρακ. νενόμικα Παρακ. νενόμισμαι (όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐνενομίκειν Υπερ. ἐνενομίσμην ( >> )
Το ι είναι βραχύχρονο.
Ξέω = (ξύνω, λειαίνω, σκαλίζω)
Ενεστ. ξέω (κλίνεται
όπως το πλέω. Γραμ. σελ. 210)
Αόρ. ἔξεσα
Ξύω = (ξύνω). Το υ είναι μακρόχρονο.
Ενεστ. ξύω Αόρ. Μέσ. ἐξυσάμην
Αόρ. ἔξυσα Αόρ. Παθ. ἐξύσθην
Οἶδα = (γνωρίζω). Για την κλίση
Παρακειμένου και Υπερσυντέλικου Γραμ. σελ. 236
Παρακ. οἶδα (με
σημασία Ενεστώτα)
Υπερ. ᾔδη και ᾔδειν (με σημασία Παρατατικού)
Μέλλ. εἴσομαι και εἰδήσω
Προσοχή: τα σύνθετα του
ρήματος ανεβάζουν τον τόνο στην Οριστική και στην Προστακτική: σύνοιδα,
σύνισθι, αλλά συνίστω
Οἴομαι και Οἶμαι = (νομίζω).
’Εγώ + οἶμαι = ἐγῷμαι (κράση)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. οἴομαι και οἶμαι
Παρατ. ᾠόμην και ᾤμην
Μέλ. Μέσ. οἰήσομαι (με ενεργ. σημ.)
Αόρ. Παθ. ᾠήθην
Τα οἶμαι και ᾤμην
χρησιμοποιούνται μόνο στο α΄ ενικό πρόσωπο. Το β΄ ενικό πρόσωπο της Οριστικής
Ενεστώτα και Μέλλοντα είναι μόνο: οἴει, οἰήσει.
Οἴχομαι = (έχω φύγει, έχω αναχωρήσει)
Ενεστ. οἴχομαι (με σημασία Παρακειμένου)
Παρατ. ᾠχόμην (με σημασία Υπερσυντέλικου) Μέλλ.
οἰχήσομαι
’Όμνυμι και ’Ομνύω = (ορκίζομαι)
Ενεστ. ὄμνυμι και ὀμνύω Ενεστ. ὄμνυμαι
Παρατ. ὤμνυν και
ὤμνυον Παρατ. ὠμνύμην
Μέλ. Μέσ. ὀμοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.) (ενεργ. σημ.) Μέλ.
Παθ. ὀμοσθήσομαι
Αόρ. ὤμοσα Αόρ. Μέσ. ὠμοσάμην Παρακ. ὀμώμοκα (αττικός
αναδιπλ.) Αόρ. Παθ. ὠμόσθην και ὠμόθην
Υπερ. ὠμωμόκειν (αττικός αναδιπλ.) Παρακ. ὀμώμοται και ὀμώμοσται
Υπερ. ὠμώμοτο και ὠμώμοστο
Ο Μέσος
Παρακείμενος και Υπερσυντέλικος χρησιμοποιούνται σε ελάχιστους τύπους: Παρακ.
γ΄ ενικό Οριστικής: ὀμώμοται και ὀμώμοσται, γ΄ πληθ.: ὀμώμονται, Μετοχή Παρακ.
: ὀμωμοσμένος, Υπερ.: γ΄ ενικό Οριστικής: ὠμώμοτο και ὠμώμοστο
’Ονίνημι = (ωφελώ, ευεργετώ)
Ενεστ. ὀνίνημι Ενεστ. ὀνίναμαι
Παρατ. ὠφέλουν Παρατ. ὠνινάμην
Μέλλ. ὀνήσω Μέλλ. ὀνήσομαι
Αόρ. ὤνησα Αόρ. Μέσ. ὠνήμην Αόρ.
Παθ. ὠνήθην
Παρακ. ὠφέλημαι
Υπερ. ὠφελήμην
Ο
Ενεργητικός Ενεστώτας έχει τους εξής εύχρηστους τύπους: Οριστική: ὀνίνημι,
ὀνίνης, ὀνίνησι, Απαρέμφατο: ὀνινάναι, Μετοχή: ὀνινᾶσα
Ο Μέσος
Ενεστώτας έχει εύχρηστη την Οριστική, την Ευκτική και το Απαρέμφατο: ὀνίνασθαι
Ο Μέσος
Αόριστος έχει επίσης εύχρηστες την Οριστική, την Ευκτική και το Απαρέμφατο:
ὄνασθαι. Δες Γραμ. σελ. 230-231
‘Οράω-ῶ = (βλέπω, παρατηρώ, κοιτάζω,
αντιλαμβάνομαι, προσέχω)
Ενεστ. ὁρῶ Ενεστ. ὁρῶμαι
Παρατ. ἑώρων (2
αυξήσεις) Παρατ. ἑωρώμην (2 αυξήσεις)
Μέλ. Μέσ. ὄψομαι (με ενεργ. σημ.) Μέλ. Παθ. ὀφθήσομαι
Αόρ. β΄ εἶδον (β΄
ενικό Προστ.: ἰδέ) Αόρ.
Μέσ. α΄ ὠψάμην (σπάνιο)
Παρακ. ἑόρακα –
ἑώρακα και ὄπωπα Αόρ. Μέσ. β΄ εἰδόμην
Παρακ. ἑόραμαι – ἑώραμαι και ὦμμαι
Υπερ. ὤμμην
Τα ὦμμαι, ὤμμην κλίνονται όπως τα γέγραμμαι,
ἐγεγράμμην.
Στα ἑόραμαι – ἑώραμαι το α είναι μακρόχρονο.
Ο
τύπος ὁραθῆναι στον Παθητικό Αόριστο είναι Απαρέμφατο. Δεν εμφανίζονται σε
κείμενα άλλες εγκλίσεις του συγκεκριμένου τύπου.
Το ρήμα παίρνει δασεία όπου υπάρχει το γράμμα ρ.
Αλλιώς παίρνει ψιλή.
’Ορύττω = (σκάβω, ανοίγω χαντάκι,
σχηματίζω διώρυγα)
Ενεστ. ὀρύττω Ενεστ. ὀρύττομαι
Παρατ. ὤρυττον Παρατ. ὠρυττόμην
Μέλλ. ὀρύξω Μέλ.
Παθ. ὀρυχθήσομαι
Αόρ. ὤρυξα Αόρ.
Παθ. ὠρύχθην
Παρακ. ὀρώρυγμαι (αττικός αναδιπλασιασμός)
Υπερ. ὠρωρύγμην ( >> )
’Οφείλω = (χρωστώ, οφείλω)
Ενεστ. ὀφείλω Ενεστ. ὀφείλομαι
Παρατ. ὤφειλον Παρατ. ὠφειλόμην
Μέλλ. ὀφειλήσω Αόρ.
Παθ. ὠφειλήθην
Αόρ. ὠφείλησα Αόρ.
β΄ ὤφελον
Παρακ. ὠφείληκα
Υπερ. ὠφειλήκειν
’Οφλισκάνω = (χρωστώ, οφείλω,
καταδικάζομαι να πληρώσω πρόστιμο)
Ενεστ. ὀφλισκάνω
Παρατ. ὠφλίσκανον
Μέλλ. ὀφλήσω
Αόρ. β΄ ὦφλον (δεν
έχει εύχρηστη Προστακτική)
Παρακ. ὤφληκα Μετοχή
Παρακ. Παθ. ὠφλημένος –η –ον
Παίζω = (παίζω, διασκεδάζω, εμπαίζω,
κοροϊδεύω)
Ενεστ. παίζω Παρακ.
Παθ. πέπαισμαι (εύχρηστοι τύποι:
Παρατ. ἔπαιζον πεπαίσθω (γ΄ ενικό Προστ.), πεπαῖσθαι
(Απαρ.)
Μέλ. Μέσ. παιξοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.) (με ενεργ. σημ.) διαπεπαισμένη (Μετοχή)
Αόρ. ἔπαισα
Παίω = (χτυπώ)
Ενεστ. παίω Ενεστ. παίομαι
Παρατ. ἔπαιον Παρατ. ἐπαιόμην
Μέλλ. παίσω Αόρ.
Μέσ. ἐπαισάμην
Αόρ. ἔπαισα (όμοιος με του ρ. παίζω) Αόρ. Παθ. ἐπαίσθην
Παρακ. πέπαικα
Υπερ. ἐπεπαίκειν
Παροινέω-ῶ = (είμαι μεθυσμένος και
συμπεριφέρομαι άσχημα)
Ενεστ. παροινῶ Ενεστ. παροινοῦμαι
Παρατ. ἐπαρῲνουν (2 αυξήσεις) Αόρ. Παθ. ἐπαρῳνήθην
Αόρ. ἐπαρῲνησα
Παρακ. πεπαρῲνηκα (διπλός
αναδιπλασιασμός)
Υπερ. ἐπεπαρῳνήκειν ( >> )
Πάσχω = (παθαίνω, υποφέρω, δοκιμάζω)
Ενεστ. πάσχω
Παρατ. ἔπασχον
Μέλ. Μέσ. πείσομαι
(με παθητική σημ.)
Αόρ. β΄ ἔπαθον
(το α είναι βραχύχρονο)
Παρακ. πέπονθα
Παύω = (σταματώ να κάνω κάτι, σταματώ
κάποιον, αποτρέπω, αναχαιτίζω)
Ενεστ. παύω Ενεστ. παύομαι
Παρατ. ἔπαυον
Παρατ. ἐπαυόμην
Αόρ. ἔπαυσα Αόρ. Μέσ. ἐπαυσάμην Αόρ. Παθ. ἐπαύθην - ἐπαύσθην
Παρακ. πέπαυκα Παρακ. πέπαυμαι
Υπερ. ἐπεπαύκειν Υπερ. ἐπεπαύμην
Πείθω = (πείθω)
Ενεστ. πείθω Ενεστ. πείθομαι
Παρατ. ἔπειθον Παρατ. ἐπειθόμην
Μέλλ. πείσω Μέλ. Μέσ. πείσομαι Μέλ. Παθ.
πεισθήσομαι
Αόρ. ἔπεισα Αόρ.
β΄ ἔπιθον (σπάνιο) Αόρ. Μέσ. β΄ ἐπιθόμην Αόρ. Παθ. ἐπείσθην
Παρακ. πέπεικα Παρακ. πέπεισμαι
Υπερ. ἐπεπείκειν Παρακ. Ενεργ. β΄ πέποιθα (ως μέσος)
Υπερ. ἐπεπείσμην
Υπερ. Ενεργ. β΄ ἐπεποίθην (ως μέσος)
Πεινήω-ῶ = (πεινώ, επιθυμώ πολύ)
Ενεστ. πεινῶ Προσοχή
στην κλίση του Ενεστώτα και του
Παρατ. ἐπείνων Παρατατικού.
Γραμ. σελ. 209
Μέλ. πεινήσω
Αόρ. ἐπείνησα
Παρακ. πεπείνηκα
Υπερ. ἐπεπεινήκειν
Πέμπω = (στέλνω, ρίχνω)
Ενεστ. πέμπω Ενεστ.
πέμπομαι
Παρατ. ἔπεμπον Παρατ. ἐπεμπόμην
Μέλλ. πέμψω Μέλ.
Μέσ. πέμψομαι Μέλ. Παθ. πεμφθήσομαι
Αόρ. ἔπεμψα Αόρ.
Μέσ. ἐπεμψάμην Αόρ. Παθ. ἐπέμφθην
Παρακ. πέπομφα Παρακ. πέπεμμαι (-μψαι –μπται –μμεθα κ.τ.λ.)
Υπερ. ἐπεπόμφειν Υπερ.
ἐπεπέμμην
Πετάννυμι = (ανοίγω, απλώνω)
Ενεστ. ἀναπετάννυμι – περιπεταννύω Ενεστ. ἀναπετάννυμαι
Παρατ. ἐπετάννυν Παρατ.
ἀνεπεταννύμην
Αόρ. ἐπέτασα Παρακ.
ἀναπέπταμαι (το α είναι βραχύχρονο)
Πέτομαι = (πετώ)
Ενεστ. πέτομαι
Μέλλ. ἀναπτήσομαι
Αόρ. β΄ ἐπτόμην
Πήγνυμι – Πηγνύω
= (στερεώνω, μπήγω, καρφώνω, κατασκευάζω, κάνω κάτι γερό, ορίζω, καθορίζω)
Ενεστ. πήγνυμι και πηγνύω Ενεστ. πήγνυμαι
Αόρ. ἔπηξα Παρατ. ἐπηγνύμην
Μέλ. Παθ. β΄ παγήσομαι
Αόρ. Μέσ. ἐπηξάμην
Αόρ. Παθ. β΄
ἐπάγην
Παρακ. Ενεργ. β΄ πέπηγα (ως μέσος)
Υπερ. Ενεργ. β΄ ἐπεπήγειν (ως μέσος)
Πίμπλημι = (γεμίζω)
Ενεστ. πίμπλημι Ενεστ. πίμπλαμαι
Παρατ. ἐπίμπλην Παρατ. ἐπιμπλάμην
Μέλλ. πλήσω Μέλ.
Παθ. πλησθήσομαι
Αόρ. ἔπλησα Αόρ.
Μέσ. ἐπλησάμην Αόρ. Μέσ. β΄ ἐπλήμην
Παρακ. πέπληκα Αόρ.
Παθ. ἐπλήσθην
Υπερ. ἐπεπλήκειν Παρακ. πέπλησμαι (όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐπεπλήσμην
( >>
)
Για την κλίση Ενεστώτα και Παρατατικού δες Γραμ. σελ. 230.
Ο Αόριστος β΄ είναι σπάνιος. Έχει
τους εξής τύπους: Οριστική: ἐνεπλήμην, Ευκτική: ἐμπλήμην, ἐμπλῇτο, Προστακτική:
ἔμπλησο, Μετοχή: ἐμπλημένος
Πίμπρημι = (καίω, πυρπολώ)
Ενεστ. ἐμπίπρημι Ενεστ. ἐμπίπραμαι
Παρατ. ἐνεπίμπρην Αόρ.
Παθ. ἐνεπρήσθην
Μέλλ. ἐμπρήσω Για την κλίση Ενεστώτα – Παρατατικού δες
Γραμ. σελ. 230
Αόρ. ἐνέπρησα
Πίνω = (πίνω). Το ι είναι μακρόχρονο.
Ενεστ. πίνω Ενεστ. πίνομαι
Παρατ. ἔπινον Παρατ. ἐπινόμην
Μέλ. Μέσ. πίομαι (με
ενεργ. σημ.) Αόρ. Παθ. ἐπόθην
Αόρ. β΄ ἔπιον Παρακ. πέπομαι
Παρακ. πέπωκα Υπερ. ἐπεπόμην
Υπερ. ἐπεπώκειν
Πιπράσκω = (πουλώ, προδίδω)
Ενεστ. πιπράσκω Ενεστ. πιπράσκομαι
Παρακ. πέπρακα Αόρ. Παθ. ἐπράθην
Υπερ. ἐπεπράκειν Παρακ. πέπραμαι
Υπερ.
ἐπεπράμην
Οι χρόνοι που λείπουν αναπληρώνονται από τα πωλῶ και ἀποδίδομαι.
Πίπτω = (πέφτω, κοπιάζω, χάνω το θάρρος
μου, χάνω την τύχη μου, πεθαίνω)
Ενεστ. πίπτω
Παρατ. ἔπιπτον
Μέλ. Μέσ. πεσοῦμαι
(-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. β΄ ἔπεσον
Παρακ. πέπτωκα
Πλέκω = (πλέκω, σχεδιάζω, μηχανεύομαι,
επινοώ)
Ενεστ. πλέκω Ενεστ. πλέκομαι
Αόρ. ἔπλεξα Παρατ. ἐπλεκόμην
Αόρ.
Παθ. ἐπλέχθην Αόρ. Παθ. β΄ ἐπλάκην
Παρακ. πέπλεγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Πλέω = (πλέω)
Ενεστ. πλέω Για την κλίση Ενεστώτα και
Παρατατικού δες Γραμ. σελ. 210 Παρατ. ἔπλεον
Μέλ. Μέσ. πλεύσομαι και πλευσοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.) (με ενεργ. σημ.)
Αόρ. ἔπλευσα
Παρακ. πέπλευκα Παρακ. πέπλευσμαι (όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐπεπλεύκειν
Υπερ. ἐπεπλεύσμην ( >>
)
Πλήττω = (χτυπώ)
Ενεστ. πλήττω Ενεστ. ἐκπλήττομαι
Παρατ. ἔπληττον Παρατ. ἐξεπληττόμην
Μέλλ. ἐκπλήξω Μέλ. Παθ. β΄ πληγήσομαι – ἐκπλαγήσομαι
Αόρ. ἐξέπληξα Αόρ. Παθ. β΄ ἐπλήγην – ἐξεπλάγην
Παρακ. β΄ πέπληγα Παρακ. πέπληγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Συνήθως είναι
σύνθετο. Προσοχή στον Παθητικό Μέλλοντα β΄ και στον Παθητικό Αόριστο β΄,
όπου απλό το ρήμα έχει διαφορετικό θέμα από ό,τι σύνθετο.
Πνέω = (πνέω, φυσώ, αναπνέω, καυχιέμαι)
Ενεστ. πνέω Ενεστ. Παθ.
διαπνέομαι
Παρατ. ἔπνεον Για την κλίση Ενεστώτα και
Παρατατικού δες Γραμ. σελ.210, όπως
Μέλ. Μέσ. πνεύσομαι
και πνευσοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.) (με ενεργ. σημ.) το πλέω.
Αόρ. ἔπνευσα
Παρακ. πέπνευκα Υπερ. ἐπεπνεύκειν
Ποθέω-ῶ = (επιθυμώ πολύ κάτι που
λείπει)
Ενεστ. ποθῶ Ενεστ.
ποθοῦμαι
Παρατ. ἐπόθουν
Μέλλ. ποθήσω Μέλ.
Μέσ. ποθήσομαι και ποθέσομαι (με ενεργ. σημ.)
Αόρ. ἐπόθησα και ἐπόθεσα
Πράττω – Πράσσω = (κάνω, ενεργώ,
κατορθώνω, εκτελώ)
Ενεστ. πράττω – πράσσω Ενεστ. πράττομαι
Παρατ. ἔπραττον Παρατ. ἐπραττόμην
Μέλλ. πράξω Μέλ. Μέσ. πράξομαι
Αόρ. ἔπραξα Μέλ. Παθ. πραχθήσομαι
Παρακ. πέπραχα Παρακ.
β΄ πέπραγα Αόρ. Μέσ. ἐπραξάμην
Υπερ. ἐπεπράχειν Υπερ.
β΄ ἐπεπράγειν Αόρ. Παθ. ἐπράχθην
Το α του ρήματος είναι μακρόχρονο Παρακ. πέπραγμαι
Υπερ. ἐπεπράγμην
Πρίω = (πριονίζω)
Ενεστ. πρίω Παρακ.
Παθ. πέπρισμαι
Παρατ. ἔπριον
Αόρ. ἔπρισα
Προθυμέομαι-οῦμαι = (είμαι πρόθυμος,
είμαι έτοιμος να κάνω κάτι)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. προθυμοῦμαι
Παρατ. προυθυμούμην (προσοχή στην αύξηση: οε à ου)
Μέλ. Μέσ. προθυμήσομαι Μέλ. Παθ.
προθυμηθήσομαι (ως μέσος)
Αόρ. Παθ. προυθυμήθην (προσοχή στην αύξηση: οεà ου)
Προξενέω-ῶ = (είμαι πρόξενος,
αντιπρόσωπος πόλης, συνιστώ, γίνομαι αίτιος για κάτι). Ενεστ. προξενῶ
Παρατ.
προυξένουν (προσοχή στην αύξηση: οεà
ου)
Αόρ.
προυξένησα ( >> )
Προπηλακίζω = (αλείφω με πηλό, βρίζω,
διασύρω). Αύξηση: οεà ου.
Ενεστ. προπηλακίζω Ενεστ. προπηλακίζομαι
Μέλλ. προπηλακιῶ (-εῖς
–εῖ κ.τ.λ.) Παρατ. προυπηλακιζόμην
Αόρ. προυπηλάκισα Αόρ. Παθ. προυπηλακίσθην
Παρακ. προπεπηλάκισμαι
Προφασίζομαι = (δικαιολογούμαι).
Προσοχή στην αύξηση: οεà
ου.
Είναι αποθετικό. Ενεστ. προφασίζομαι
Παρατ. προυφασιζόμην
Μέλλ. προφασιοῦμαι
(-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. Μέσ. προυφασισάμην Αόρ. Παθ. προυφασίσθην
Πταίω = (σκοντάφτω, κάνω σφάλμα,
αποτυχαίνω, πέφτω)
Ενεστ. πταίω
Παρατ. ἔπταιον
Μέλλ. πταίσω
Αόρ. ἔπταισα
Παρακ. ἔπταικα
Υπερ. ἐπταίκειν
Πτάρνυμαι = (φτερνίζομαι)
Ενεστ. πτάρνυμαι
Αόρ. β΄ ἔπταρον
Πυνθάνομαι = (ρωτώ, μαθαίνω, πληροφορούμαι)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. πυνθάνομαι
Παρατ.
ἐπυνθανόμην
Μέλλ.
πεύσομαι
Αόρ. β΄
ἐπυθόμην
Παρακ. πέπυσμαι (όπως το πέπεισμαι,
το υ είναι βραχύχρονο)
Υπερ. ἐπεπύσμην ( >> )
Πωλέω-ῶ = (πουλώ)
Ενεστ. πωλῶ και ἀποδίδομαι Ενεστ. πωλοῦμαι
Παρατ. ἐπώλουν και ἀπεδιδόμην Παρατ. ἐπωλούμην
Μέλλ. πωλήσω και ἀποδώσομαι Αόρ. Παθ. ἐπωλήθην
και ἐπράθην
Αόρ. β΄ ἀπεδόμην Παρακ. πέπραμαι
Παρακ. πέπρακα Υπερ. ἐπεπράμην
Υπερ. ἐπεπράκειν Προσοχή:
παίρνει πολλούς τύπους από τα ρ. πιπράσκω και ἀποδίδομαι. Το β΄ ενικό της
Προστακτικής του Αορίστου β΄ είναι ἀπόδου.
‘Ρέω = (ρέω, χύνομαι, τρέχω, καταστρέφομαι)
Ενεστ. ῥέω Για
την κλίση Ενεστώτα και Παρατατικού δες
Παρατ. ἔρρεον Γραμ. σελ.210,
όπως το πλέω
Μέλ. Μέσ. ῥυήσομαι
(με ενεργ. σημ.)
Αόρ. ἐρρύησα Αόρ. β΄ ἐρρύην (για την κλίση του δες Γραμ.
σελ.232-233)
Παρακ. ἐρρύηκα το ἐρρύην δεν έχει Προστακτική.
Υπερ. ἐρρυήκειν
‘Ρήγνυμι = (σκίζω, συντρίβω, καταστρέφω)
Ενεστ. ῥήγνυμι Ενεστ. ῥήγνυμαι
Παρατ. ἐρρήγνυν Παρατ. ἐρρηγνύμην
Μέλλ. ῥήξω Αόρ.
Μέσ. ἐρρηξάμην Αόρ.
Παθ. β΄ ἐρράγην
Αόρ. ἔρρηξα Παρακ.
Ενεργ. ἔρρωγα (ως μέσος και ως παθητικός)
Υπερ.
Ενεργ. ἐρρώγειν ( >> )
‘Ριγόω-ῶ = (κρυώνω, τρέμω από το κρύο)
Ενεστ. ῥιγῶ (χωρίς Προστακτική). Για την κλίση
Ενεστώτα και Παρατατικού
Παρατ. ἐρρίγων δες
Γραμ. σελ. 211
Μέλλ. ῥιγώσω
‘Ρίπτω = (ρίχνω, εκσφενδονίζω,
ριψοκινδυνεύω). Το ι είναι μακρόχρονο.
Ενεστ. ῥίπτω και ῥιπτέω-ῶ Ενεστ. ῥίπτομαι
και ῥιπτέομαι-οῦμαι
Παρατ. ἔρριπτον και ἐρρίπτουν Αόρ. Παθ. ἐρρίφθην
Μέλλ. ῥίψω Αόρ.
Παθ. β΄ ἐρρίφην
Αόρ. ἔρριψα Παρακ. ἔρριμμαι (όπως το γέγραμμαι)
Παρακ. ἔρριφα Υπερ. ἐρρίμμην ( >> )
Υπερ. ἐρρίφειν
‘Ρώννυμι = (δυναμώνω, είμαι υγιής)
Ενεστ. ῥώννυμι και
ῥωννύω Αόρ. Παθ. ἐρρώσθην (και ως μέσος)
Αόρ. ἔρρωσα Παρακ. ἔρρωμαι
Υπερ. ἐρρώμην
Σβέννυμι = (σβήνω, καταπνίγω,
καθησυχάζω, καταπραύνω)
Ενεστ. σβέννυμι Ενεστ. σβέννυμαι
Αόρ. ἔσβεσα Παρατ. ἐσβεννύμην
Μέλ. Μέσ. σβήσομαι (ως παθητικός)
Αόρ. Παθ. ἐσβέσθην
Αόρ. Ενεργ. β΄ ἔσβην (ως παθητικός)
(κλίνεται όπως το ἔστην,
Παρακ. Ενεργ. ἔσβηκα (ως παθητικός) Γραμ. σελ.222-223)
Υπερ. Ενεργ. ἐσβήκειν (ως παθητικός)
Σημαίνω = (φανερώνω, κάνω σημάδι,
σφραγίζω, προστάζω)
Ενεστ. σημαίνω Ενεστ. σημαίνομαι
Παρατ. ἐσήμαινον Παρατ. ἐσημαινόμην
Μέλλ. σημανῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλλ. σημανοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἐσήμηνα Αόρ. Μέσ. ἐσημηνάμην Αόρ. Παθ.
ἐσημάνθην
Στο σεσήμασμαι το α είναι Παρακ. σεσήμασμαι (όπως το πέφασμαι)
βραχύχρονο. Υπερ. ἐσεσημάσμην ( >> )
Σήπω = (σαπίζω, φθείρω, καταστρέφω)
Ενεστ. σήπω Ενεστ. σήπομαι
Μέλ.
Παθ. β΄ σαπήσομαι
Αόρ.
Παθ. β΄ ἐσάπην
Παρακ.
Ενεργ. β΄ σέσηπα (με παθητική
σημασία)
Υπερ.
Ενεργ. β΄ ἐσεσήπειν
Σκεδάννυμι = (σκορπίζω, συντρίβω)
Ενεστ. σκεδάννυμι Ενεστ.
σκεδάννυμαι
Παρατ. ἐσκεδάννυον Παρατ. ἐσκεδαννύμην
Μέλλ. σκεδῶ (-ᾷς –ᾷ κ.τ.λ.) Αόρ. Μέσ. ἐσκεδασάμην
Αόρ. ἐσκέδασα Αόρ.
Παθ. ἐσκεδάσθην
Στα ἐσκέδασα, ἐσκέδασμαι Παρακ. ἐσκέδασμαι (όπως το πέπεισμαι)
το α είναι βραχύχρονο Υπερ.
ἐσκεδάσμην ( >>
)
Σκοπέω-ῶ και Σκοπέομαι-οῦμαι =
(παρατηρώ, σκέπτομαι, εξετάζω)
Ενεστ. σκοπῶ και σκοποῦμαι
Παρατ. ἐσκόπουν και ἐσκοπούμην
Μέλλ. σκέψομαι
Αόρ. ἐσκεψάμην
Παρακ. ἔσκεμμαι (με ενεργητική και παθητική σημασία) (όπως
το γέγραμμαι) Υπερ. ἐσκέμμην (με παθητική σημασία) ( >>
)
Σπάω-ῶ = (σέρνω, τραβώ, σπάζω, βγάζω).
Το α είναι παντού βραχύχρονο.
Ενεστ. σπῶ Ενεστ.
σπῶμαι
Παρατ. ἔσπων Παρατ. ἐσπώμην
Μέλλ. σπάσω Μέλ.
Μέσ. σπάσομαι Μέλ. Παθ. σπασθήσομαι
Αόρ. ἔσπασα Αόρ.
Μέσ. ἐσπασάμην Αόρ. Παθ. ἐσπάσθην
Παρακ. ἔσπακα Παρακ. ἔσπασμαι (όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐσπάκειν Υπερ. ἐσπάσμην ( >> )
Σπένδω = (κάνω σπονδή, προσφορά, χύνω)
Ενεστ. σπένδω Ενεστ.
σπένδομαι
Παρατ. ἔσπενδον Παρατ.
ἐσπενδόμην
Μέλλ. σπείσω Μέλλ. σπείσομαι
Αόρ. ἔσπεισα Αόρ.
ἐσπεισάμην
Παρακ.
ἔσπεισμαι (και ως παθητικός) (όπως το πέπεισμαι) Υπερ. ἐσπείσμην ( >>
)
Σπουδάζω = (βιάζομαι, ενεργώ βιαστικά,
φροντίζω, ετοιμάζω)
Ενεστ. σπουδάζω Ενεστ.
σπουδάζομαι
Παρατ. ἐσπούδαζον Παρακ. ἐσπούδασμαι (όπως το πέπεισμαι)
Μέλ. Μέσ. σπουδάσομαι
(με ενεργ. σημ.) Υπερ. ἐσπουδάσμην ( >>
)
Αόρ. ἐσπούδασα Το α του ρήματος είναι
βραχύχρονο.
Υπερ. ἐσπουδάκειν
Στέλλω = (ντύνω, ετοιμάζω, στέλνω,
ταχτοποιώ)
Ενεστ. στέλλω Ενεστ. στέλλομαι
Παρατ. ἔστελλον Παρατ. ἐστελλόμην
Μέλλ. στελῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Παθ. β΄ σταλήσομαι
Αόρ. ἔστειλα Αόρ. Μέσ. ἐστειλάμην Αόρ. Παθ. β΄ ἐστάλην
Παρακ. ἔσταλκα Παρακ. ἔσταλμαι (όπως το ἤγγελμαι)
Υπερ. ἐστάλκειν Υπερ. ἐστάλμην ( >>
)
Ο Ενεστώτας και ο Παρατατικός γράφονται με λλ, ενώ οι
άλλοι χρόνοι με λ.
Στο ἔσταλμαι το α είναι βραχύχρονο.
Στρέφω = (γυρίζω, στρίβω, κλώθω, κάνω
στροφή)
Ενεστ. στρέφω Ενεστ. στρέφομαι
Παρατ. ἔστρεφον Παρατ. ἐστρεφόμην
Μέλλ. στρέψω Μέλ.
Μέσ. στρέψομαι Μέλ. Παθ. β΄ στραφήσομαι
Αόρ. ἔστρεψα Αόρ.
Μέσ. ἐστρεψάμην Αόρ. Παθ. ἐστρέφθην
Το έστραμμαι Αόρ.
Παθ. β΄ ἐστράφην
έχει το α Παρακ. ἔστραμμαι (όπως το γέγραμμαι)
βραχύχρονο. Υπερ. ἐστράμμην ( >> )
Στρώννυμι και Στόρνυμι =
(στρώνω, κατανικώ)
Ενεστ. στρώννυμι και
στόρνυμι Ενεστ.
στόρνυμαι
Παρατ. ἐστρώννυν Παρακ.
ἔστρωμαι Αόρ. ἐστόρεσα Υπερ.
ἐστρώμην
Σφάλλω = (βλάπτω, κάνω κάποιον να κάνει
λάθος, ρίχνω)
Ενεστ. σφάλλω Ενεστ. σφάλλομαι
Μέλλ. σφαλῶ (-εῖς –εῖ
κ.τ.λ.) Μέλ. Μέσ. σφαλοῦμαι (-εῖ
–εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἔσφηλα Μέλ. Παθ. β΄ σφαλήσομαι
Το ἔσφαλμαι έχει το α
Αόρ. Παθ. β΄ ἐσφάλην
βραχύχρονο. Παρακ. ἔσφαλμαι (όπως το ἤγγελμαι)
Υπερ. ἐσφάλμην ( >> )
Σφάττω = (σφάζω, θυσιάζω, σκοτώνω). Το
α είναι βραχύχρονο.
Ενεστ. σφάττω Ενεστ. σφάττομαι
Παρατ. ἔσφαττον και ἔσφαζον Μέλ. Παθ. β΄ σφαγήσομαι
Αόρ. ἔσφαξα Αόρ. Μέσ. ἐσφαξάμην Αόρ. Παθ. β΄ ἐσφάγην
Παρακ. ἔσφαγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Υπερ. ἐσφάγμην ( >> )
Τάττω =
(βάζω σε τάξη, τακτοποιώ, διατάζω, παραγγέλνω, προσδιορίζω, διορίζω)
Ενεστ. τάττω και τάσσω Ενεστ. τάττομαι
Παρατ. ἔταττον Παρατ. ἐταττόμην
Μέλλ. τάξω Μέλ.
Μέσ. τάξομαι Μέλ. Παθ. ταχθήσομαι
Αόρ. ἔταξα Αόρ.
Μέσ. ἐταξάμην Αόρ. Παθ. ἐτάχθην
Παρακ. τέταχα Παρακ. τέταγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Υπερ. ἐτετάχειν Υπερ. ἐτετάγμην ( >> )
Το α του ρήματος είναι βραχύχρονο.
Τείνω = (τεντώνω, εκτείνω, απλώνω,
προσφέρω)
Ενεστ. τείνω Ενεστ.
τείνομαι
Παρατ. ἔτεινον Παρατ. ἐτεινόμην
Μέλλ. τενῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Μέσ. τενοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἔτεινα Μέλ. Παθ. ταθήσομαι
Παρακ. τέτακα Αόρ. Μέσ. ἐτεινάμην Αόρ. Παθ. ἐτάθην
Υπερ. ἐτετάκειν Παρακ.
τέταμαι (το α είναι βραχύχρονο)
Υπερ.
ἐτετάμην
Τελέω-ῶ = (εκτελώ, πληρώνω, δαπανώ,
εισάγω σε μυστήρια, κατηχώ)
Ενεστ. τελῶ Ενεστ. τελοῦμαι
Παρατ. ἐτέλουν Παρατ. ἐτελούμην
Μέλλ. τελῶ (όπως ο Ενεστώτας) Μέλ. Παθ.
τελεσθήσομαι
Αόρ. ἐτέλεσα Αόρ.
Μέσ. ἐτελεσάμην Αόρ. Παθ. ἐτελέσθην
Παρακ. τετέλεκα Παρακ. τετέλεσμαι (όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐτετελέκειν Υπερ.
ἐτετελέσμην ( >>
)
Τέμνω = (κόβω, σχίζω, σφάζω, θυσιάζω,
διαχωρίζω)
Ενεστ. τέμνω Ενεστ. τέμνομαι
Παρατ. ἔτεμνον
Παρατ. ἐτεμνόμην
Μέλλ. τεμῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Μέσ. τεμοῦμαι (-εῖ
–εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. β΄ ἔτεμον Μέλ. Παθ. τμηθήσομαι
Παρακ. τέτμηκα Αόρ. Μέσ. β΄ ἐτεμόμην Αόρ. Παθ. ἐτμήθην
Υπερ. ἐτετμήκειν Παρακ. τέτμημαι
Ο Ενεργητικός Μέλλοντας Υπερ. ἐτετμήμην
και ο Αόριστος β΄ έχουν ίδιο Απαρέμφατο: τεμεῖν
Τήκω = (λιώνω, διαλύω, διασκορπίζω)
Ενεστ. τήκω Ενεστ.
τήκομαι
Παρατ. ἔτηκον Αόρ. Παθ.
ἐτήχθην Αόρ. Παθ. β΄ ἐτάκην
Αόρ. ἔτηξα Παρακ.
Ενεργ. τέτηκα (ως μέσος ή παθητικός)
Υπερ.
Ενεργ.
ἐτετήκειν (
>> )
Τίθημι = (θέτω, τοποθετώ, βάζω στο νου,
ιδρύω, νομίζω, προτείνω νόμο)
Ενεστ. τίθημι Ενεστ. τίθεμαι
Παρατ. ἐτίθην Παρατ. ἐτιθέμην
Μέλλ. θήσω Μέλ. Μέσ. θήσομαι Μέλ. Παθ. τεθήσομαι
Αόρ. β΄ ἔθηκα Αόρ. Μέσ. β΄ ἐθέμην Αόρ. Παθ. ἐτέθην
Παρακ. τέθεικα και τέθηκα(σπάνιο) Παρακ. Μέσ. τέθειμαι Παρακ. Παθ. κεῖμαι
Υπερ. ἐτεθήκειν Υπερ. Παθ. ἐκείμην
Για την κλίση Ενεστώτα, Παρατατικού, Αορίστου β΄ δες Γραμ.
σελ.220-225.
Για την κλίση των κεῖμαι, ἐκείμην δες Γραμ. σελ.235
Το
β΄ ενικό της Προστακτικής του μέσου Αορίστου β΄ (θοῦ) ανεβάζει τον τόνο στα
σύνθετα, όταν το α΄ συνθετικό είναι δισύλλαβη πρόθεση που δεν έχει πάθει
έκθλιψη., π.χ. κατάθου
Τίκτω = (γεννώ, παράγω)
Ενεστ. τίκτω
Αόρ. β΄ ἔτεκον
Παρατ. ἔτικτον Παρακ. τέτοκα
Μέλ. Μέσ. τέξομαι
(με ενεργ. σημασία) Υπερ. ἐτετόκειν
Τίνω = (πληρώνω, αποζημιώνω)
Ενεστ. τίνω Αόρ.
Μέσ. ἐτισάμην
Παρατ. ἔτινον Αόρ.
Παθ. ἐτίσθην και ἐτείσθην
Μέλλ. τίσω και τείσω Παρακ.
τέτισμαι (όπως το πέπεισμαι)
Αόρ. ἔτισα και ἔτεισα Υπερ. ἐτετίσμην ( >>
)
Παρακ. τέτικα και τέτεικα Ο
Ενεστώτας, ο Παρατατικός, ο
παθητικός
Υπερ. ἐτετίκειν και ἐτετείκειν Παρακείμενος – Υπερσυντέλικος έχουν το
ι βραχύχρονο. Ο Μέλλοντας, ο Αόριστος, ο ενεργητικός Παρακείμενος –
Υπερσυντέλικος έχουν το ι μακρόχρονο.
Τιτρώσκω = (πληγώνω, τραυματίζω,
προξενώ βλάβη)
Ενεστ. τιτρώσκω Ενεστ.
τιτρώσκομαι
Παρατ. ἐτίτρωσκον Παρατ. ἐτιτρωσκόμην
Μέλλ. τρώσω Μέλ.
Παθ. τρωθήσομαι
Αόρ. ἔτρωσα Αόρ.
Παθ. ἐτρώθην
Παρακ. τέτρωμαι
Υπερ. ἐτετρώμην
Τρέπω = (στρέφω, γυρίζω, διευθύνω)
Ενεστ. τρέπω Ενεστ. τρέπομαι
Παρατ. ἔτρεπον Παρατ. ἐτρεπόμην
Μέλλ. τρέψω Μέλλ. τρέψομαι
Αόρ. ἔτρεψα Αόρ.
Μέσ. α΄ ἐτρεψάμην Αόρ. Μέσ. β΄ ἐτραπόμην
Αόρ. β΄ ἔτραπον Αόρ. Παθ. α΄ ἐτρέφθην Αόρ. Παθ. β΄
ἐτράπην
Παρακ. τέτροφα Παρακ. τέτραμμαι (όπως το γέγραμμαι)
Υπερ. ἐτετρόφειν Υπερ. ἐτετράμμην ( >> )
Τα ἔτραπον, τέτραμμαι έχουν το α βραχύχρονο.
Τρέφω = (τρέφω, ανατρέφω, συμπυκνώνω)
Ενεστ. τρέφω Ενεστ. τρέφομαι
Παρατ. ἔτρεφον Παρατ. ἐτρεφόμην
Μέλλ. θρέψω Μέλ.
Μέσ. θρέψομαι (και με παθητική
σημασία)
Αόρ. ἔθρεψα Μέλ.
Παθ. β΄ τραφήσομαι
Παρακ. τέτροφα Αόρ.
Μέσ. ἐθρεψάμην
Υπερ. ἐτετρόφειν Αόρ.
Παθ. ἐθρέφθην Αόρ. Παθ. β΄ ἐτράφην
(όπως του τρέπω) Παρακ. τέθραμμαι (όπως το γέγραμμαι,
το α βραχύ)
Υπερ. ἐτεθράμμην ( >> )
Τρέχω = (τρέχω)
Ενεστ. τρέχω
Παρατ. ἔτρεχον
Μέλ. Μέσ. δραμοῦμαι
(-εῖ – εῖται κ.τ.λ.) (με ενεργητική σημασία)
Αόρ. β΄ ἔδραμον
(το α είναι βραχύχρονο)
Παρακ. δεδράμηκα
Υπερ. ἐδεδραμήκειν
Τυγχάνω = (βρίσκω, συμβαίνω, πετυχαίνω,
συναντώ τυχαία)
Ενεστ. τυγχάνω Το α και το υ στο ρήμα
είναι βραχύχρονα.
Παρατ. ἐτύγχανον
Μέλ. Μέσ. τεύξομαι
(με ενεργ. σημασία)
Αόρ. β΄ ἔτυχον
Παρακ. τετύχηκα
Υπερ. ἐτετυχήκειν
Τύπτω = (χτυπώ, πληγώνω). Το υ είναι
βραχύχρονο.
Ενεστ. τύπτω Ενεστ.
Παθ. τύπτομαι
Παρατ. ἔτυπτον Το
ρήμα αναπληρώνει τους άλλους τύπους από συνώνυμα ρήματα:
Μέλλ. τυπτήσω πατάσσω, παίω, πληγάς δίδωμι, πλήττω, πληγάς τείνω.
‘Υπισχνέομαι-οῦμαι = (υπόσχομαι)
Ενεστ. ὑπισχνοῦμαι
Παρατ. ὑπισχνούμην
Μέλλ. ὑποσχήσομαι
Αόρ. β΄ ὑπεσχόμην (Υποτακ.: ὑπόσχωμαι κ.τ.λ., Ευκτ.: ὑποσχοίμην κ.τ.λ.,
Παρακ. ὑπέσχημαι Προστ.: ὑπόσχου κ.τ.λ.)
Υπερ. ὑπεσχήμην
Φαίνω =
(κάνω κάτι να φανεί, φανερώνω, δείχνω, φέγγω, γνωστοποιώ, προδίνω)
Ενεστ. φαίνω Ενεστ. φαίνομαι
Παρατ. ἔφαινον Παρατ. ἐφαινόμην
Μέλλ. φανῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Μέσ. φανοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἔφηνα Μέλ. Παθ. β΄ φανήσομαι
Παρακ. πέφαγκα Αόρ. Μέσ. ἐφηνάμην
Υπερ. ἐπεφάγκειν Αόρ. Παθ. ἐφάνθην (ως μέσος)
Αόρ. Παθ. β΄ ἐφάνην
Παρακ. Παθ. πέφασμαι (Γραμ. σελ.192)
Παρακ. Ενεργ. β΄ πέφηνα (ως μέσος)
Υπερ. Παθ. ἐπεφάσμην (Γραμ. σελ.192)
Υπερ. Ενεργ. β΄ ἐπεφήνειν (ως μέσος)
Φέρω = (φέρνω, υποφέρω, υπομένω,
παράγω, σηκώνω, οδηγώ)
Ενεστ. φέρω Ενεστ. φέρομαι
Παρατ. ἔφερον Παρατ. ἐφερόμην
Μέλλ. οἴσω Μέλ.
Μέσ. οἴσομαι
Αόρ. α΄ ἤνεγκα Μέλ. Παθ. οἰσθήσομαι και ἐνεχθήσομαι
Αόρ. β΄ ἤνεγκον Αόρ. Μέσ. ἠνεγκάμην Αόρ. Παθ.
ἠνέχθην (ως μέσος)
Παρακ. ἐνήνοχα Παρακ. ἐνήνεγμαι
(όπως το πέπραγμαι)
Υπερ. ἐνηνόχειν Υπερ. ἐνηνέγμην ( >> )
Ο ενεργητικός Αόριστος α΄ δεν έχει εύχρηστη τη μετοχή.
Στον Παρακείμενο και στον Υπερσυντέλικο έχουμε αττικό
αναδιπλασιασμό.
Ο μέσος Αόριστος δεν έχει εύχρηστη την Προστακτική.
Φεύγω = (φεύγω, καταφεύγω, αποφεύγω,
εξορίζομαι)
Ενεστ. φεύγω
Παρατ.
ἔφευγον
Μέλ. Μέσ. φεύξομαι
και φευξοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.) (με ενεργητική σημασία)
Αόρ. β΄
ἔφυγον (το υ είναι βραχύχρονο)
Παρακ. πέφευγα
Υπερ. ἐπεφεύγειν
Φημί = (λέω, υποθέτω, ισχυρίζομαι,
νομίζω, διαβεβαιώνω, συμφωνώ)
Ενεστ. φημί Για την κλίση Ενεστώτα και Παρατατικού
δες Γραμ. σελ.
Παρατ. ἔφην 234 - 235. Στα σύνθετα του ρήματος ο
τόνος ανεβαίνει στην
Μέλλ. φήσω Οριστική και στην Προστακτική: π.χ. σύμφημι, σύμφαθι,
Αόρ. ἔφησα αλλά συμφῂς.
Φθάνω = (φτάνω, προφταίνω, προλαβαίνω
κάτι). Το α είναι βραχύχρονο.
Ενεστ. φθάνω
Παρατ. ἔφθανον
Μέλλ. φθάσω Μέλ.
Μέσ. φθήσομαι (με ενεργ. σημασία)
Αόρ. ἔφθασα
Αόρ. β΄ ἔφθην (χωρίς
Προστακτική, κλίνεται όπως το ἔβην)
Φθείρω = (καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω,
φθείρω)
Ενεστ. φθείρω Ενεστ. φθείρομαι
Παρατ. ἔφθειρον Παρατ.
ἐφθειρόμην
Μέλλ. φθερῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Μέσ. φθεροῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.) (ως παθ.)
Αόρ. ἔφθειρα Μέλ. Παθ. β΄ φθαρήσομαι
Παρακ. ἔφθαρκα Αόρ. Παθ. β΄ ἐφθάρην
Υπερ. ἐφθάρκειν Παρακ. ἔφθαρμαι (το α είναι βραχύχρονο)
Υπερ. ἐφθάρμην
Φυλάττω = (φυλάω, φρουρώ, προσέχω,
παρατηρώ, παραφυλάω, αγρυπνώ)
Ενεστ. φυλάττω
Ενεστ. φυλάττομαι Το α του ρήματος είναι βραχύ.
Παρατ. ἐφύλαττον Παρατ. ἐφυλαττόμην
Μέλλ. φυλάξω
Μέλλ. φυλάξομαι
Αόρ. ἐφύλαξα Αόρ. Μέσ. ἐφυλαξάμην Αόρ. Παθ. ἐφυλάχθην
Παρακ. πεφύλαχα
Παρακ. πεφύλαγμαι (όπως το πέπραγμαι)
Υπερ. ἐπεφυλάχειν
Υπερ. ἐπεφυλάγμην ( >> )
Φύω = (γεννώ, παράγω, φυτρώνω,
βλασταίνω, είμαι από τη φύση μου…)
Ενεστ. φύω
Ενεστ. φύομαι
Παρατ. ἔφυον Παρατ. ἐφυόμην
Μέλλ. φύσω Μέλ.
Μέσ.
φύσομαι (ως παθητικός)
Αόρ. ἔφυσα Αόρ. Ενεργ. β΄ ἔφυν (ως μέσος και παθητ.,
χωρίς Προστακτική)
Παρακ. Ενεργ. πέφυκα (ως μέσος και παθητικός)
Υπερ. Ενεργ. ἐπεφύκειν (ως μέσος και παθητικός)
Το υ
του ρήματος είναι βραχύχρονο πριν από φωνήεν και μακρόχρονο πριν από σύμφωνο. Ο
Ενεργητικός Αόριστος β΄ ἔφυν κλίνεται όπως το ἔδυν (Ευκτική: φύοιμι κ.τ.λ.),
δες Γραμ. σελ.232-233.
Χαίρω = (χαίρομαι, ευχαριστιέμαι)
Ενεστ. χαίρω
Παρατ. ἔχαιρον
Μέλλ. χαιρήσω
Αόρ. Παθ. β΄ ἐχάρην
(ως ενεργητικός, χωρίς Προστακτική)
Παρακ. γέγηθα
(με σημασία Ενεστώτα)
Υπερ. ἐγεγήθειν
(με σημασία Παρατατικού)
Χαλάω-ῶ = (χαλαρώνω).
Ενεστ. χαλῶ Ενεστ. χαλῶμαι
Παρατ. ἐχάλων Αόρ.
Παθ. ἐχαλάσθην
Αόρ. ἐχάλασα (το α είναι βραχύχρονο)
Χαλεπαίνω = (οργίζομαι, αγανακτώ)
Ενεστ. χαλεπαίνω Ενεστ. χαλεπαίνομαι
Παρατ. ἐχαλέπαινον Αόρ.
Παθ. ἐχαλεπάνθην (ως μέσος)
Μέλλ. χαλεπανῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Αόρ. ἐχαλέπηνα
Χαρίζομαι = (κάνω χάρη σε κάποιον,
χαρίζω, δωρίζω, υποχωρώ)
Είναι αποθετικό.
Ενεστ. χαρίζομαι
Παρατ. ἐχαριζόμην
Μέλλ. χαριοῦμαι
(-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἐχαρισάμην
Παρακ. κεχάρισμαι
(όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐκεχαρίσμην
( >> )
Χέω = (χύνω, σκορπίζω, ρίχνω κάτω)
Ενεστ. χέω Ενεστ.
χέομαι
Παρατ. ἔχεον Παρατ. ἐχεόμην
Μέλλ. χέω Μέλ.
Μέσ. χέομαι Μέλ. Παθ. χυθήσομαι
Αόρ. ἔχεσα Αόρ.
Μέσ. ἐχεάμην Αόρ. Παθ. ἐχύθην
Παρακ. κέχυμαι (το υ είναι βραχύχρονο)
Υπερ.
ἐκεχύμην
Προσοχή: οι Μέλλοντες είναι ίδιοι με τους Ενεστώτες.
Ο Ενεστώτας και ο Παρατατικός
κλίνονται όπως το πλέω στην Ενεργητική φωνή, δες Γραμ. σελ.210.
Χρή = (είναι ανάγκη, πρέπει). Είναι
απρόσωπο ρήμα.
Ενεστ. χρή (Οριστ.:
χρή, Υποτ.: χρῇ, Ευκτ.: χρείη, Προστ.: χρεών ἔστω,
Απαρ.:
χρῆναι, Μετοχή: τό χρεών = με σημασία ουσιαστικού)
Παρατ. χρῆν και ἐχρῆν
Μέλλ. χρήσοι (μόνο
στην Ευκτική)
Χρίω = (αλείφω, μυρώνω). Το ι είναι
μακρόχρονο.
Ενεστ. χρίω Ενεστ. χρίομαι
Παρατ. ἐχριόμην
Αόρ.
ἐχρισάμην
Παρακ. κέχριμαι
Υπερ. ἐκεχρίμην
Χράω-ῶ ή Χρήω-ῶ = (χρησμοδοτώ,
δηλώνω, αναγγέλλω)
Ενεστ. χρῶ (χρῇς, χρῇ κ.τ.λ.) Ενεστ. χρῶμαι
Αόρ. ἔχρησα Αόρ.
Μέσ. ἐχρησάμην Αόρ. Παθ. ἐχρήσθην
Για την κλίση του Ενεστώτα δες στη Γραμ. σελ. 209 (όπως το
πεινῶ)
Χρήομαι-ῶμαι = (μεταχειρίζομαι)
Είναι αποθετικό. Ενεστ. χρῶμαι
Παρατ. ἐχρώμην
Μέλλ.
χρήσομαι
Αόρ. Μέσ. ἐχρησάμην Αόρ. Παθ. ἐχρήσθην
Παρακ. κέχρημαι (με ενεργ. σημασία)
Υπερ. ἐκεχρήμην ( >> )
Για την κλίση του Ενεστώτα και του Παρατατικού δες στη Γραμ.
σελ.209
Χώννυμι και Χόω-Χῶ = (σκεπάζω με
χώμα, συσσωρεύω χώμα)
Ενεστ. χώννυμι και χῶ Ενεστ. χοῦμαι
Παρατ. ἔχουν Παρατ. ἐχούμην
Μέλλ. χώσω Αόρ.
Παθ. ἐχώσθην
Αόρ. ἔχωσα Παρακ. κέχωσμαι (όπως το πέπεισμαι)
Παρακ. κέχωκα Υπερ. ἐκεχώσμην ( >> )
Υπερ. ἐκεχώκειν
Χωρέω-ῶ = (υποχωρώ, προχωρώ, επιχειρώ,
περιλαμβάνω, ξαπλώνομαι)
Ενεστ. χωρῶ Παρατ.
Παθ. ἐχωρούμην
Παρατ. ἐχώρουν Αόρ.
Παθ. ἐχωρήθην
Μέλλ. χωρήσω και Μέλ. Μέσ. χωρήσομαι (με ενεργ.
σημ.)
Αόρ. ἐχώρησα Παρακ.
Παθ. κεχώρημαι
Παρακ. κεχώρηκα Υπερ.
Παθ. ἐκεχωρήμην Υπερ. ἐκεχωρήκειν
Ψαύω = (ψηλαφώ, αγγίζω, τρίβω,
πλησιάζω)
Ενεστ. ψαύω Αόρ. ἔψαυσα
Ψεύδω = (αποδεικνύω ότι κάτι είναι
ψεύτικο, λέω ψέματα, εξαπατώ)
Ενεστ. ψεύδω Ενεστ. ψεύδομαι
Μέλλ. ψεύσω Παρατ. ἐψευδόμην
Αόρ. ἔψευσα Μέλλ. ψεύσομαι
Αόρ.
Μέσ. ἐψευσάμην Αόρ. Παθ. ἐψεύσθην
Παρακ. ἔψευσμαι (όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐψεύσμην ( >> )
Ψηφίζω = (ψηφίζω, αποφασίζω, μετρώ με
ψήφους – ψηφίδες)
Ενεστ. ἐπιψηφίζω Ενεστ.
ψηφίζομαι
Παρατ. ἐπεψήφιζον Παρατ. ἐψηφιζόμην
Μέλλ. ἐπιψηφιῶ (-εῖς –εῖ κ.τ.λ.) Μέλ. Μέσ.
ψηφιοῦμαι (-εῖ –εῖται κ.τ.λ.)
Αόρ. ἐπεψήφισα Μέλ.
Παθ. ψηφισθήσομαι
Παρακ. ἐπεψήφικα Αόρ.
Μέσ. ἐψηφισάμην
Υπερ. ἐπεψηφίκειν Αόρ.
Παθ. ἐψηφίσθην
Το ι του ρήματος είναι βραχύ. Παρακ. ἐψήφισμαι (όπως
το πέπεισμαι)
Στην Ενεργητική φωνή το ρήμα Υπερ.
ἐψηφίσμην (
>> )
εμφανίζεται μόνο σύνθετο με την πρόθεση ἐπί.
’Ωθέω-ῶ = (σπρώχνω, αποκρούω,
απομακρύνω, διώχνω)
Ενεστ. ὠθῶ Ενεστ. ὠθοῦμαι
Παρατ. ἐώθουν Παρατ. ἐωθούμην
Μέλλ. ὤσω Μέλ.
Μέσ. ὤσομαι Μέλ. Παθ. ὠσθήσομαι
Αόρ. ἔωσα Αόρ.
Μέσ. ἐωσάμην Αόρ. Παθ. ἐώσθην
Παρακ. ἔωσμαι (όπως το πέπεισμαι)
Υπερ. ἐώσμην ( >> )
Προσοχή: παίρνει αύξηση, αν και αρχίζει από ω.
’Ωνέομαι-οῦμαι = (αγοράζω, μισθώνω).
Παίρνει αύξηση, αν και αρχίζει από ω.
Είναι αποθετικό. Ενεστ.
ὠνοῦμαι
Παρατ. ἐωνούμην
Μέλλ.
ὠνήσομαι
Αόρ. Μέσ. ἐπριάμην (για την κλίση του δες Γραμ.
σελ.231)
Αόρ. Παθ. ἐωνήθην
Παρακ. ἐώνημαι
Υπερ. ἐωνήμην
’Ωφελέω-ῶ = (ωφελώ, βοηθώ, υποστηρίζω)
Ενεστ. ὠφελῶ Ενεστ. ὠφελοῦμαι
Παρατ. ὠφέλουν Παρατ. ὠφελούμην
Μέλλ. ὠφελήσω Μέλ.
Μέσ. ὠφελήσομαι
Αόρ. ὠφέλησα Μέλ.
Παθ. ὠφεληθήσομαι
Παρακ. ὠφέληκα Αόρ.
Παθ. ὠφελήθην
Υπερ. ὠφελήκειν Παρακ. ὠφέλημαι
Υπερ. ὠφελήμην
καλησπέρα σας και συγχαρητήρια για το μπλογκ.
ΑπάντησηΔιαγραφήθα ηθελα εαν ειναι εφικτο να μου απαντησετε στα εξης: 1) υπάρχουν εξαιρέσεις στον εξής κανόνα των δευτερόκλητων ασυναίρετων --> ''έχουν μακρόχρονο το δίχρονο της παραλήγουσας''; ρωτάω διότι στη γραμματική οικονόμου συναντάμε κάποια ουσιαστικά, ενδεικτικά αναφέρω λίθος, μύλος, πάγος, που παίρνουν οξεία, επόμένως αυτά τα μαθαίνουμε ως έχουν ως εξαιρέσεις; 2) ισχύει ο γενικός κανόνας ότι τα δίχρονα στην παραλήγουσα των πτωτικών ουσιαστικών είναι βραχύχρονα;
ευχαριστώ πολύ εκ των προτέρων και με συγχωρείτε που δεν έγραψα με κεφαλαία όπου έπρεπε αλλά είναι αρκετά παλιά η συσκευή από την οποία γράφω και έχει χαλάσει το κουμπί
μαγδαληνή
Καλησπέρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Δεν έχουν όλα τα δευτερόκλιτα ασυναίρετα το δίχρονο μακρόχρονο. Όλα όσα δεν αναφέρονται, και είναι πολύ περισσότερα, το έχουν βραχύχρονο. Γι' αυτό έγραψα όσα έχουν το δίχρονο μακρόχρονο, ώστε να ξεχωρίσουν από τα υπόλοιπα.
Για το δεύτερο ερώτημα: δεν υπάρχει γενικός κανόνας τέτοιου είδους, όπως φαίνεται κι από τα δευτερόκλιτα ασυναίρετα ουσιαστικά. Κάθε λέξη εξαρτάται από την παραγωγή των λέξεων και από τη ρίζα της λέξης που προέρχεται.