ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ


                                           ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ         
                                      ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΡΗΜΑΤΟΣ
Τίθεται πάντα σε πτώση ονομαστική.
Ως υποκείμενο χρησιμοποιείται: ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, αριθμητικό, επιθετικ μετοχή, απαρέμφατο, λέξη ή φράση με άρθρο σε ονομαστική, εμπρόθετος προσδιορισμός.
Το υποκείμενο απρόσωπου ρήματος ή απρόσωπης έκφρασης είναι απαρέμφατο ή δευτερεύουσα ονοματική πρόταση.
 Όταν το υποκείμενο είναι όνομα περιληπτικό, το ρήμα τίθεται στον πληθυντικό αριθμό ("σχήμα κατά το νοούμενο").
            Όταν τα υποκείμενα είναι 2 ή περισσότερα, το ρήμα τίθεται στον πληθυντικό αριθμό.
Όταν το υποκείμενο είναι ουδέτερο πληθυντικού αριθμού, το ρήμα μπορεί να τεθεί στον ενικό αριθμό (αττική σύνταξη)..
Σε ορισμένα απρόσωπα ρήματα, κυρίως παθητικά, όταν το υποκείμενο δεν είναι απαρέμφατο ή δευτερεύουσα ονοματική πρόταση, εννοείται σύστοιχο υποκείμενο (προέρχεται από την ίδια ρίζα με το ρήμα π. χ. εἴργασται (ργον).
                                      ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΤΟΧΗΣ
              Η μετοχή γενικά συμφωνεί με το υποκείμενό της στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση.
              Υποκείμενο της επιθετικής μετοχής είναι το άρθρο της.
         Η μετοχή που προέρχεται από απρόσωπο ρήμα ή απρόσωπη έκφραση έχει υποκείμενο απαρέμφατο ή δευτερεύουσα ονοματική πρόταση.
                                      ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ
                Όταν είναι ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος, από το οποίο εξαρτάται το απαρέμφατο, τίθεται σε ονομαστική (ταυτοπροσωπία). 
                 Όταν όμως είναι διαφορετικό, τίθεται σε αιτιατική (ετεροπροσωπία).
                 Όταν έχουμε απρόσωπη σύνταξη (με απρόσωπο ρήμα ή απρόσωπη έκφραση), το υποκείμενο του απαρεμφάτου εννοείται σε αιτιατική ή είναι μια αιτιατική που βγαίνει από τη δοτική προσωπική. Με τα απρόσωπα ρήματα δε και χρή το υποκείμενο του απαρεμφάτου υπάρχει σε αιτιατική (δεν υπάρχει δοτική προσωπική).
     Στις εκφράσεις οἴομαι, ἡγοῦμαι, φημί + δεῖν ή χρῆναι το υποκείμενο του απαρεμφάτου που εξαρτάται από τα δεῖν ή χρῆναι τίθεται σε ονομαστική.

                              ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
 Κατηγορούμενο δέχονται το υποκείμενο και το αντικείμενο.
Ως κατηγορούμενο χρησιμοποιείται: επίθετο, ουσιαστικό, αριθμητικό, αντωνυμία, απαρέμφατο, επίρρημα, δευτερεύουσα ονοματική πρόταση, εμπρόθετος προσδιορισμός (ν + δοτική, εἰς - μφί – περί – κατά - ς - σπερ – πρός - πέρ + αιτιατική).
Για να υπάρχει κατηγορούμενο, απαραίτητα είναι τα συνδετικά ρήματα.
Συνδετικά ρήματα που δέχονται κατηγορούμενο στο υποκείμενο είναι τα εξής: εἰμί, γίγνομαι, τυγχάνω, διατελ, καθίσταμαι, ποβαίνω, φυν, πέφυκα, κβαίνω, διαμένω. Επίσης, τα παθητικά αἱροῦμαι, ποδείκνυμαι, χειροτονοῦμαι, λέγομαι, καλοῦμαι, νομάζομαι, νομίζομαι, πολαμβάνομαι, κρίνομαι, φαίνομαι και όσα έχουν παρόμοια σημασία.
Κατηγορούμενο στο αντικείμενο δέχονται τα ενεργητικά: ὀνομάζω, καλ, νομίζω, τα: ἡγοῦμαι, κρίνω, κλέγω, διορίζω, καθίστημι, ποδείκνυμι, ποι, χω, περγάζομαι, παρασκευάζομαι, κτῶμαι και όσα έχουν παρόμοια σημασία.
Το ρήμα χρῶμαι δέχεται κατηγορούμενο του αντικειμένου σε πτώση δοτική.
Το κατηγορούμενο συμφωνεί με το υποκείμενο ή το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση.
Το κατηγορούμενο τίθεται στο ουδέτερο γένος, όταν το υποκείμενο ή το αντικείμενο είναι κάτι γενικό αρσενικού ή θηλυκού γένους.
                             ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ
Είναι επίθετο ή ουσιαστικό χωρίς άρθρο, με επιρρηματική σημασία. Εξαρτάται κυρίως από ρήματα κίνησης. Δηλώνει τόπο, χρόνο, τρόπο, σκοπό, σειρά.
Συνηθέστερα επιρρηματικά κατηγορούμενα:
τόπου = μετέωρος, παίθριος
χρόνου = ρθριος, τριταῖος, νέος, γέρων, σκοταῖος
τρόπου = σμενος, κών, κων, πόσπονδος, αὐτόματος, ργός, πρακτος
σκοπού = βοηθός, φύλαξ, σύμβουλος
σειράς = πρῶτος, δεύτερος, στερος, πρότερος κ.τ.λ.
                  ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ Ή ΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ
Εξαρτάται από ρήματα που σημαίνουν εξέλιξη (αὔξομαι, αὐξάνομαι, αἴρομαι, τρέφομαι, έω, πνέω, παρασκευάζομαι, κδιδάσκομαι κ.τ.λ.)
Μεταφράζεται: ώστε να γίνει…. ή έγινε…. ή γινόταν….
                                    ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ
Ορισμένες φορές το κατηγορούμενο δεν βρίσκεται σε ονομαστική ή αιτιατική πτώση αλλά σε γενική. Τότε η γενική αυτή ονομάζεται γενική κατηγορηματική. Φυσικά υπάρχουν τα ανάλογα συνδετικά ρήματα.

Η γενική κατηγορηματική μπορεί να δηλώνει κτήση (κτητική), σύνολο, μέρος του οποίου είναι το υποκείμενο (διαιρετική), ύλη (ύλης), ιδιότητα (ιδιότητας), αξία (αξίας), καταγωγή (καταγωγής).

                                     ΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ
 Χωρίζονται σε ονοματικούς και επιρρηματικούς.
Οι ονοματικοί είναι ονόματα ουσιαστικά, επίθετα, λέξεις που έχουν θέση ονόματος και προσδιορίζουν ονόματα. Χωρίζονται σε ομοιόπτωτους, όταν βρίσκονται στην ίδια πτώση με τον προσδιοριζόμενο όρο, και σε ετερόπτωτους, όταν βρίσκονται σε διαφορετική πτώση από τον προσδιοριζόμενο όρο.
Οι επιρρηματικοί είναι  επιρρήματα  ή  λέξεις  που  λειτουργούν  ως  επιρρήματα ή και ολόκληρες προτάσεις και προσδιορίζουν ρήματα ή ρηματικούς τύπους (απαρέμφατα – μετοχές).
                                  ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ
             α) Ομοιόπτωτοι
Είναι 4 ειδών:
                                   1)      Επιθετικός προσδιορισμός
Ως επιθετικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται: επίθετα, αντωνυμίες, αριθμητικά, μετοχές, προσηγορικά ουσιαστικά που φανερώνουν ηλικία, επάγγελμα, εθνικότητα, τάξη, ιδιότητα, κύρια ονόματα γεωγραφικών όρων με άρθρο (όταν συμφωνούν στο γένος και στον αριθμό με το προσδιοριζόμενο), γενική πτώση ουσιαστικού με άρθρο, επίρρημα με άρθρο, εμπρόθετος προσδιορισμός με άρθρο.
Όταν ο έναρθρος επιθετικός προσδιορισμός χάνει το ουσιαστικό που προσδιορίζει, γίνεται ουσιαστικό: ο θάνατοι, ο θνητοί, τό ερόν κ.τ.λ.
Ο επιθετικός προσδιορισμός συμφωνεί με τον προσδιοριζόμενο όρο στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση.
Ο επιθετικός προσδιορισμός φανερώνει μια μόνιμη ιδιότητα του προσδιοριζόμενου όρου.
2)      Κατηγορηματικός προσδιορισμός
Ως κατηγορηματικοί προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται κυρίως επίθετα ή επιθετικές μετοχές (χωρίς άρθρο).
Ο κατηγορηματικός προσδιορισμός φανερώνει μια παροδική ιδιότητα του προσδιοριζόμενου όρου που αντιπαραβάλλεται με άλλες ιδιότητες ή καταστάσεις του ίδιου όρου.
Ο κατηγορηματικός προσδιορισμός δεν έχει άρθρο.
Οι λέξεις κρος, μέσος, σχατος, πᾶς, πας, λος, μόνος, αὐτός, καστος, σύμπας χωρίς άρθρο θεωρούνται κατηγορηματικοί προσδιορισμοί. Όταν έχουν άρθρο, θεωρούνται επιθετικοί προσδιορισμοί.
                                             3)      Παράθεση
Στην παράθεση δηλώνεται κάτι γενικό, ενώ ο προσδιοριζόμενος όρος δηλώνει κάτι ειδικότερο: ειδικόà γενικό.
Η παράθεση δίνει ένα κύριο και γνωστό γνώρισμα στον προσδιοριζόμενο όρο.
Μπορεί να αναλυθεί σε αναφορική πρόταση.
Παράθεση δέχονται και οι προσωπικές και οι δεικτικές αντωνυμίες.
Παράθεση κλητικής προσφώνησης μπαίνει έναρθρη ονομαστική.
Η έναρθρη γενική κύριου ονόματος δίπλα σε άλλο όνομα, όταν παραλείπονται λέξεις όπως: υἱός, θυγάτηρ, δοῦλος κ.τ.λ. είναι παράθεση. 
Οι λέξεις ρος, κρωτήριον, ποταμός, νῆσος, πόλις κ.τ.λ. είναι παραθέσεις, όταν δε συμφωνούν με τα κύρια γεωγραφικά ονόματα που προσδιορίζουν στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση.
Η παράθεση που προσδιορίζει ολόκληρη την πρόταση που ακολουθεί λέγεται προεξαγγελτική παράθεση. Συνηθέστερες προεξαγγελτικές παραθέσεις είναι οι εξής φράσεις: τό λεγόμενον, τό τῆς παροιμίας, τό μέγιστον, τό δεινότατον, τοὐναντίον, δυοῖν θἄτερον, τό σχατον, τό κεφάλαιον, τό το ποιητο, τεκμήριον, μφότερον, τό το μήρου κ.τ.λ.
Η παράθεση που δηλώνει τα μέρη ενός προηγούμενου συνόλου λέγεται επιμεριστική παράθεση. Συνηθέστερες επιμεριστικές παραθέσεις είναι οι εξής: μέν - δέ, ο μέν - ο δέ, λλος - λλη, λλος - λλοθεν, πολλοί μέν – πολλοί δέ, καστος, κάτερος, οὗτοι μέν - οὗτοι δέ κ.τ.λ.
                                                        4)      Επεξήγηση
Στην επεξήγηση δηλώνεται κάτι ειδικότερο, ενώ ο προσδιοριζόμενος όρος εκφράζει κάτι γενικότερο: γενικόà ειδικό.
Ως επεξηγήσεις χρησιμοποιούνται ουσιαστικά, άλλες λέξεις, δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις.
Η επεξήγηση μεταφράζεται με το δηλαδή.
Επεξήγηση δέχονται τα ουσιαστικά, οι δεικτικές αντωνυμίες, οι λέξεις οὕτω - δε (απαρέμφατο ή μετοχή συνήθως τροπική).
Η επεξήγηση κανονικά ακολουθεί τον προσδιοριζόμενο όρο.
Η επεξήγηση μπορεί να εκφέρεται με το ρήμα λέγω (= εννοώ) με αιτιατική ως αντικείμενο του λέγω ή με άλλη πτώση όμοια με την πτώση του προσδιοριζόμενου όρου.
Κύρια γεωγραφικά ονόματα που ακολουθούν λέξεις όπως: ρος, κρωτήριον, ποταμός, νῆσος, πόλις είναι επεξηγήσεις, όταν δε συμφωνούν στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση με αυτές τις λέξεις.
Κύριο όνομα, όταν ακολουθεί το προσηγορικό του, που δηλώνει κάτι γενικότερο, είναι επεξήγηση.

                                     ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΟΝΟΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ

                                      
Α. ΓΕΝΙΚΗ 
1.      ΓΕΝΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΕΠΙΘΕΤΑ Ή ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
α) Γενική κτητική (δηλώνει τον κτήτορα). Με ουσιαστικά που δηλώνουν συγγένεια, όπως: πατήρ, μήτηρ, θυγάτηρ, ἀδελφός, υἱός κ.τ.λ.. Με επίθετα, όπως φίλος, χθρός, πολέμιος, κοινός, ἑταῖρος, οἰκεῖος, διον κ.τ.λ. Με τις φράσεις διόν στι, ργον στί. Με λέξεις όπως: κακία, σοφία, σωφροσύνη κ.τ.λ.
β) Γενική του δημιουργού (δηλώνει το δημιουργό). Με λέξεις όπως: νόμος, ργον, θλον, λόγος, νόσος, χνη κ.τ.λ.
γ) Γενική διαιρετική (δηλώνει το σύνολο από το οποίο ένα μέρος είναι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό - επίθετο). Με επίθετα στον υπερθετικό βαθμό, με αντωνυμίες που επιμερίζουν: καστος, κάτερος, τίς, οὐδείς, μηδείς, πολλοί κ.τ.λ.. Με τα σχετικά υπερθετικά (μια ιδιότητα ή ποιότητα ανώτερη από όλα), με τα απόλυτα συγκριτικά (χωρίς β΄ όρο σύγκρισης), με ουδέτερο αντωνυμίας ή επιθέτου (όταν λειτουργούν ως ουσιαστικά), όπως: τοῦτο, τοσοῦτον, πᾶν, μέγα, τί, πολύ κ.τ.λ.
δ) Γενική της ύλης (δηλώνει το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ο προσδιοριζόμενος όρος).
ε) Γενική του περιεχομένου (δηλώνει το περιεχόμενο του προσδιοριζόμενου όρου). Με λέξεις που δηλώνουν ποσότητα, πλήθος, όπως: στόλος, στρατιά, γέλη, λη, πλῆθος, ποταμός, σωρός κ.τ.λ.
στ) Γενική της ιδιότητας (δηλώνει μέγεθος, ηλικία, ποσότητα, χρόνο και συνοδεύεται από αριθμητικό).
ζ) Γενική της αξίας ή του τιμήματος (δηλώνει την αξία του προσδιοριζόμενου όρου). Με λέξεις, όπως: ξιος, νάξιος, νητός, ντάξιος, πάξιος, τίμιος, νιος κ.τ.λ..
            η) Γενική της αιτίας (δηλώνει την αιτία). Με επίθετα, όπως: νοχος, αἴτιος, πεύθυνος, εὐδαίμων, ναίτιος, παίτιος, πόλογος, ἀθῶος κ.τ.λ.. Με δικανικά ουσιαστικά, όπως: δίκη, γραφή, αἰτία, γκλημα, ργή κ.τ.λ..
Η γενική με δικανικά ουσιαστικά ή επίθετα λέγεται συνήθως γενική του εγκλήματος.
θ) Γενική παραθετική (λειτουργεί ως ετερόπτωτη παράθεση). Είναι η γενική αὐτῶν με τις αντωνυμίες μέτερος, μέτερος, σφέτερος και οι γενικές που εξαρτώνται από κτητικές αντωνυμίες.
ι) Γενική επεξηγηματική (λειτουργεί ως ετερόπτωτη επεξήγηση, δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση). Με λέξεις, όπως: πόλις, νομα, ρος, ρῆμα κ.τ.λ..
ια) Γενική συγκριτική (λέγεται και β΄ όρος σύγκρισης). Με επίθετα συγκριτικού βαθμού, με παραθετικές λέξεις που δηλώνουν διαφορά ή σύγκριση (λλος, τερος, διάφορος, ναντίος, ἀλλοῖος, πρότερος, στερος κ.τ.λ.), με τα πολλαπλασιαστικά και αναλογικά αριθμητικά επίθετα σε –πλοῦς, -πλάσιος.
ιβ) Γενική υποκειμενική (εξαρτάται από ουσιαστικά παράγωγα από ρήματα που τρέπονται σε ρήματα με υποκείμενο τη γενική υποκειμενική).
ιγ) Γενική αντικειμενική (εξαρτάται από επίθετα ή ουσιαστικά σπανιότερα παράγωγα από ρήματα που τρέπονται σε ρήματα με αντικείμενο τη γενική αντικειμενική). Με επίθετα που δηλώνουν μνήμη – λήθη (μνήμων, πιλήσμων, μνήμων κ.τ.λ.), φροντίδα – επιμέλεια – φειδώ (πιμελής, μελής, φειδωλός, φειδής, λίγωρος κ.τ.λ.), συμμετοχή – πλησμονή (μέτοχος, κοινωνός, μεστός, πλήρης κ.τ.λ.), στέρηση – χωρισμό – απομάκρυνση – απαλλαγή (νδεής, γυμνός, κενός, ρφανός, μόνος, γνός, ἔρημος, λεύθερος, ψιλός, παις κ.τ.λ.), εμπειρίααπειρία (μπειρος, πειρος, πιστήμων κ.τ.λ.), επιτυχία – αποτυχία (πιτυχής κ.τ.λ.), εξουσία ή το αντίθετο (κύριος, πήκοος, κράτωρ κ.τ.λ.). Με ρηματικά ουσιαστικά που δηλώνουν ενέργεια, με ρηματικά επίθετα κυρίως σε –ικος (πρακτικός, μιμητικός, ποιητικός, ποριστικός κ.τ.λ.).

2.      ΓΕΝΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΡΗΜΑΤΑ
α) Αντικείμενο (βλ. αντικείμενο ειδικά).
β) Γενική της αιτίας (από ρήματα ψυχικού πάθους, όπως: θαυμάζω, ζηλ, ργίζομαι, οἰκτείρω κ.τ.λ.).
γ) Γενική του εγκλήματος (από ρήματα δικανικά, όταν δηλώνουν την αιτία, όπως: δικάζω, φεύγω, διώκω, κρίνω, γράφομαι κ.τ.λ.).
δ) Γενική της ποινής (από ρήματα δικανικά, όταν δηλώνουν την ποινή, το τίμημα).
ε) Γενική της αξίας (από ρήματα, όπως: πωλ, γοράζω, τιμ, ποδίδομαι, πιπράσκω κ.τ.λ.). Λέγεται και γενική του ποσού.
στ) Γενική της αναφοράς (με τα ρήματα χω + επιρρηματικό προσδιορισμό του τρόπου ή με το κεῖμαι + επιρρηματικό προσδιορισμό του τρόπου ή του τόπου).
ζ) Γενική της καταγωγής (από ρήματα που δηλώνουν καταγωγή, είναι σπάνια).

3.      ΓΕΝΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ
α) Γενική αντικειμενική (με επιρρήματα που προέρχονται από επίθετα που συντάσσονται με γενική, με προθετικά επιρρήματα = παράγονται από προθέσεις και δηλώνουν απομάκρυνση ή χωρισμό, όπως: ντός, κτός, πόρρω, πλησίον, μπροσθεν κ.τ.λ.)
Η γενική που εξαρτάται από προθετικά επιρρήματα λέγεται και γενική της αφετηρίας ή του χωρισμού.
β) Γενική διαιρετική (με επιρρήματα τοπικά, χρονικά, ποσοτικά, με επιρρήματα υπερθετικού βαθμού).
γ) Γενική της αναφοράς  (με τροπικά επιρρήματα και τα ρήματα χω, κεῖμαι, κω).
δ) Γενική συγκριτική (με επιρρήματα συγκριτικού βαθμού. Λέγεται και β΄ όρος σύγκρισης).
ε) Γενική της αιτίας (με επιφωνήματα).

4.      Η ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΑ
α) Γενική του χρόνου (δηλώνει το χρόνο).
β) Γενική του τόπου (δηλώνει τον τόπο).
γ) Γενική του σκοπού (είναι πάντοτε γενική έναρθρου απαρεμφάτου).


                                      Β. ΔΟΤΙΚΗ

1.      ΔΟΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΕΠΙΘΕΤΑ Ή ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
α) Δοτική αντικειμενική (εξαρτάται από επίθετα ή ουσιαστικά σπανιότερα παράγωγα από ρήματα που συντάσσονται με αντικείμενο σε δοτική). Με επίθετα που δηλώνουν ωφέλεια – βλάβη (φέλιμος, βλαβερός, πιζήμιος κ.τ.λ.), φιλία – έχθρα (φίλος, χθρός, εὔνους, πολέμιος, ναντίος, δύσνους, δυσμενής κ.τ.λ.), ευπείθεια υποταγή (εὐπειθής, πήκοος, πειθής κ.τ.λ.), ακολουθία – διαδοχή (κόλουθος, διάδοχος κ.τ.λ.), προσέγγιση – επικοινωνία – μείξη και τα αντίθετα (γείτων, μορος, μικτος, πλησίος, συμμελής κ.τ.λ.), αυτό που πρέπει ή ταιριάζει και τα αντίθετα (πρεπώδης, ρμόδιος, πρεπής, νάρμοστος κ.τ.λ.), ταυτότητα – ομοιότητα και τα αντίθετα ( αὐτός, μοιος, νόμοιος, προσφερής κ.τ.λ.), ισότητα – συμφωνία και τα αντίθετα (σος, νισος, σόρροπος, σύμφωνος, μόγλωσσος κ.τ.λ.), επίθετα σύνθετα με τις προθέσεις ν – σύν (μφυτος, νοχος, συγγενής, σύμφυτος κ.τ.λ.).
β) Δοτική της αναφοράς (δηλώνει ποιότητα, ιδιότητα, κατάσταση).
γ) Δοτική του ποσού, μέτρου ή διαφοράς (με επίθετα συγκριτικού βαθμού). Συνηθισμένες δοτικές του ποσού, μέτρου ή διαφοράς: λίγ, πολλ ,μικρ, σ, μακρ, τοσούτ κ.τ.λ.. Σπάνια με επίθετα υπερθετικού βαθμού.

2.      ΔΟΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΡΗΜΑΤΑ 
α) Αντικείμενο (βλ. αντικείμενο ειδικά).
β) Δοτική προσωπική. Έχουμε τις εξής κατηγορίες:
            1) Απλή δοτική προσωπική: με απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις. Τα ρήματα χρή, δε δεν έχουν σχεδόν ποτέ δοτική προσωπική, αλλά αιτιατική που είναι το υποκείμενο του εξαρτημένου από αυτά απαρεμφάτου. Τη δοτική προσωπική την τρέπουμε σε αιτιατική και βρίσκουμε το υποκείμενο του απαρεμφάτου που εξαρτάται από το απρόσωπο ρήμα ή την απρόσωπη έκφραση.
            2) Δοτική προσωπική κτητική (δηλώνει τον κτήτορα): με τα ρήματα εἰμί και τα σύνθετά του, γίγνομαι, πάρχω, όταν είναι υπαρκτικά (δεν παίρνουν κατηγορούμενο).
            3) Δοτική προσωπική χαριστική ή αντιχαριστική (δηλώνει το πρόσωπο που ωφελείται ή βλάπτεται από αυτό που αναφέρει το ρήμα).
            4) Δοτική προσωπική ηθική (δηλώνει το πρόσωπο που χαίρεται ή λυπάται γι’ αυτό που αναφέρει το ρήμα): συνήθως είναι η δοτική του α΄ ή β΄ προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας (μοί – σοί - ἡμῖν - ὑμῖν). Συχνά συνοδεύεται από τα δομέν, βουλομέν, χθομέν, σμέν, θέλοντι ως κατηγορούμενα. Οι μετοχές αυτές με το στί μοι ή γίγνεταί μοι ισοδυναμούν με τα ρήματα δομαι, βούλομαι, χθομαι, θέλω.
            5) Δοτική προσωπική της συμπαθείας (δηλώνει το πρόσωπο που συμμετέχει σε ό,τι εκφράζει το ρήμα).
                  6) Δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου  (δηλώνει το πρόσωπο κατά την κρίση του οποίου ισχύει ό,τι λέγεται στην πρόταση): τη δέχονται τα ρήματα δοκῶ, φαίνομαι, νομίζω, όταν είναι προσωπικά. 
                7) Δοτική προσωπική της αναφοράς (δηλώνει το πρόσωπο για το οποίο ισχύει ό,τι λέγεται στην πρόταση): μπορεί να συνοδεύεται από μετοχή σε δοτική που λειτουργεί ως κατηγορηματικός προσδιορισμός. Επίσης μπορεί να είναι δοτική τόπου ή χρόνου που δηλώνει το ως προς τον τόπο ή χρόνο.


            8) Δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου ή του ποιητικού αιτίου: με τα ρηματικά επίθετα σε –τός, -τέος, με τα παθητικά ρήματα κυρίως στους συντελικούς χρόνους (Παρακείμενος, Υπερσυντέλικος, Συντελεσμένος Μέλλοντας) αλλά και σπανιότερα σε άλλους χρόνους, με ορισμένα απρόσωπα ρήματα που παίρνουν και σύστοιχο υποκείμενο (μεταμέλει, μολογήθη, παρεσκεύασται, εἴργασται, μέτεστι, γγέλλεται, προσδέδοκται κ.τ.λ.).
γ) Δοτική της συνοδείας (δηλώνει αυτό που συνοδεύει το υποκείμενο του ρήματος). Συνηθίζεται κυρίως με ρήματα κίνησης και τις περισσότερες φορές αναφέρεται σε στρατιωτικές δυνάμεις.
δ) Δοτική της αιτίας (από ρήματα ψυχικού πάθους). Όταν η δοτική αυτή αναφέρεται σε πρόσωπο, τότε είναι αντικείμενο του ρήματος.
ε) Δοτική της αναφοράς (από ρήματα που δηλώνουν υπεροχή, διαφορά, σύγκριση, όπως διαφέρω, περέχω, λείπομαι κ.τ.λ. ή με το ρήμα χω + επιρρηματικό προσδιορισμό του τρόπου.

3.      ΔΟΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΦΩΝΗΜΑΤΑ
α) Δοτική αντικειμενική (με επιρρήματα που προέρχονται από επίθετα που συντάσσονται με δοτική).
β) Δοτική της αναφοράς (με τροπικά επιρρήματα).
γ) Δοτική του ποσού, μέτρου ή διαφοράς (με επιρρήματα συγκριτικού ή υπερθετικού βαθμού σπανιότερα).

4.      Η ΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΑ
α) Δοτική του τόπου (είναι δοτικές που αναφέρονται σε τόπο ή δοτικοφανή επιρρήματα: , πάντ, κύκλ, τῇδε, ταύτ, κείν, λλ, πῇ, π, πο, ποι κ.τ.λ.).
β) Δοτική του χρόνου (δηλώνει χρόνο).
γ) Δοτική του οργάνου (δηλώνει το όργανο με το οποίο γίνεται κάτι, είναι πολύ συγκεκριμένο).
δ) Δοτική του μέσου (δηλώνει αυτό που χρησιμοποιείται ως μέσο για την ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος).
ε) Δοτική του τρόπου (δηλώνει τον τρόπο). Υπάρχουν ορισμένες δοτικές ονομάτων ή αντωνυμιών που χρησιμοποιούνται ως δοτικοφανή επιρρήματα του τρόπου: σιγ, βί, σπουδ, πεζ, δί, κοιν, δημοσί, τῇδε, ταύτ, τῷδε τ τρόπ, τούτ τ τρόπ, λλ, παντί σθένει, πάσ τέχν κ.τ.λ.
                                                  
                                                       Γ. ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ

1.      ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΕΠΙΘΕΤΑ Ή ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
α) Αιτιατική της αναφοράς (δηλώνει ποιότητα, ιδιότητα, κατάσταση). Συνηθισμένες αιτιατικές της αναφοράς: τόν ριθμόν, τό εὖρος, τό ψος, τό πλῆθος, τό νομα, τό μῆκος, τό βάθος, τόν τρόπον κ.τ.λ.
β) Αιτιατική του ποσού (σπάνια) με συγκριτικά ή υπερθετικά που επιτείνονται.

2. ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΡΗΜΑΤΑ
α) Αντικείμενο (βλ. αντικείμενο ειδικά)
β) Αιτιατική της αιτίας (με ρήματα ψυχικού πάθους). Συνηθισμένα τα: τί, τοῦτο, ,τι, ταῦτα κ.τ.λ. Τα τι, ὅ,τι στην αρχή ευθείας ή πλάγιας ερωτηματικής πρότασης, αν δεν είναι αντικείμενα είναι αιτιατικές της αιτίας με ρήματα ψυχικού πάθους.


γ) Αιτιατική του σκοπού (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση, σκόπιμη ενέργεια). Συνήθως τα: τί, τοῦτο, ,τι, ταῦτα κ.τ.λ. Τα τι, ὅ,τι στην αρχή ευθείας ή πλάγιας ερωτηματικής πρότασης, αν δεν είναι αντικείμενα είναι αιτιατικές του σκοπού με ρήματα κίνησης, σκόπιμης ενέργειας.


δ) Αιτιατική του ποσού (προέρχεται από σύστοιχο αντικείμενο). Από ρήματα που δηλώνουν υπεροχή, διαφορά, σύγκριση.
ε) Αιτιατική της αναφοράς (με το ρήμα χω + επιρρηματικό προσδιορισμό του τρόπου). Συνηθισμένες αιτιατικές της αναφοράς: τό π’ μέ, τό π’ μοί, τό σόν μέρος, γνώμην μήν κ.τ.λ.
στ) Αιτιατική της ποινής (από ρήματα δικανικά, είναι σπάνια περίπτωση).

3. ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΠΟ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΟΡΙΑ
α) Αιτιατική της αναφοράς (με τροπικά επιρρήματα + το ρήμα χω).
β) Με τα ορκωτικά μόρια μά ή νή. Στην κατάφαση χρησιμοποιείται το νή ή ναί μά, ενώ στην άρνηση το ο μά ή μά. Αυτά τα μόρια όμως λειτουργούν και ως καταχρηστικές προθέσεις.

4. Η ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΑ 
α) Αιτιατική του χρόνου (δηλώνει το χρονικό διάστημα, τη χρονική διαδοχή, τη χρονική έκταση). Αιτιατικές του χρόνου είναι και οι εξής: ρχήν, τό πρότερον, τό πρῶτον, τό λοιπόν, τό ἀρχαῖον κ.τ.λ.
            Η αιτιατική του χρόνου που δηλώνει διαίρεση του χρόνου με τακτικό αριθμητικό ή τη δεικτική αντωνυμία οὗτος δηλώνει το χρόνο που έχει περάσει από τότε που έγινε κάτι.
β) Αιτιατική του τόπου (δηλώνει τοπική έκταση ή το τέρμα της κίνησης).
γ) Αιτιατική του τρόπου (δηλώνει τον τρόπο). Συνηθέστερες αιτιατικές του τρόπου είναι οι εξής: τήν ταχίστην, προῖκα, δωρεάν, δίκην κ.τ.λ.

                                              Ο Β΄ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ

Εξαρτάται από επίθετα ή επιρρήματα συγκριτικού βαθμού, από παραθετικές λέξεις που δηλώνουν διαφορά ή σύγκριση (λλος, τερος, διάφορος, ναντίος, ἀλλοῖος, προτεραῖος, ὑστεραῖος κ.τ.λ.), από τα πολλαπλασιαστικά και αναλογικά αριθμητικά επίθετα σε –πλοῦς, -πλάσιος.
                        Εκφέρεται με:
α)   γενική συγκριτική
β)   + όμοια πτώση ή όμοιο τρόπο με τον α΄ όρο της σύγκρισης
γ)   εμπρόθετο προσδιορισμό (ντί + γενική, πρό + γενική, παρά + αιτιατική)
δ)   + εμπρόθετο προσδιορισμό ( κατά + αιτιατική, πρός + αιτιατική)
ε)   + συμπερασματική πρόταση ( στε + απαρέμφατο, ς + απαρέμφατο). 
      Δηλώνεται ασύμμετρη σύγκριση.
στ) + απαρέμφατο
ζ)   + δευτερεύουσα ή κύρια πρόταση
η)   + ονομαστική (όπου παραλείπεται το ρήμα που εννοείται)
θ)   πλήν + όμοια πτώση ή όμοιο τρόπο με τον α΄ όρο της σύγκρισης
ι)    τις  γενικές  :  το ντος, το δέοντος, το λόγου, το εἰωθότος, τῆς φύσεως, το   καιρο,   
      το   δικαίου,   τοῦ   προσήκοντος   κ.τ.λ..   Οι  φράσεις    αυτές  αποτελούν βραχυλογία 
       π.χ. το ντος ( ν) κ.τ.λ.
     Σημείωση: Όταν με τα συγκριτικά παραλείπεται ο β΄ όρος της σύγκρισης, τότε το συγκριτικό λέγεται απόλυτο και μεταφράζεται με το κάπως + το θετικό βαθμό του συγκριτικού.

                               ΟΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ

α) Τόπος: Εκφράζεται με
1)      τοπικά επιρρήματα (ἐνταῦθα, νθάδε, κε, πο, που, νθα, νθεν κ.τ.λ.).
2)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (ντί + γενική, πό + γενική, κ - ξ + γενική, πρό + γενική, ν + δοτική, εἰς + αιτιατική, νά + δοτική (σε ποιητές) ή αιτιατική, διά + γενική ή αιτιατική (σε ποιητές), κατά + γενική ή αιτιατική, πέρ + γενική ή αιτιατική, μφί + δοτική (σε ποιητές) ή αιτιατική, πί + γενική ή δοτική ή αιτιατική, μετά + δοτική (σε ποιητές) ή αιτιατική (σε ποιητές), παρά + δοτική ή αιτιατική, περί + γενική (σε ποιητές) ή δοτική ή αιτιατική, πρός + γενική ή δοτική ή αιτιατική, πό + γενική ή δοτική ή αιτιατική, μέχρι + γενική).
3)      γενική, δοτική, αιτιατική (τοπική έκταση) του τόπου.
4)      δευτερεύουσα αναφορική επιρρηματική πρόταση (εισάγεται με αναφορικό επίρρημα που δηλώνει τόπο).
5)      επιρρηματικό κατηγορούμενο του τόπου.
β) Χρόνος: Εκφράζεται με
1)      χρονικά επιρρήματα ( νῦν, εί, πρίν, τε, πειτα, σήμερον, αὔριον, αὖθις κ.τ.λ.).
2)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (πό + γενική, πρό + γενική, ν + δοτική, εἰς + αιτιατική, νά + αιτιατική, διά + γενική ή αιτιατική (σε ποιητές), κατά + αιτιατική,  μφί + αιτιατική, πί + γενική ή δοτική ή αιτιατική, μετά + αιτιατική, παρά + αιτιατική, περί + αιτιατική, πρός + αιτιατική, πό + αιτιατική, χρι + γενική, μα + δοτική).
3)      γενική, δοτική, αιτιατική του χρόνου.
4)      δευτερεύουσα χρονική πρόταση.
5)      χρονική μετοχή.
6)      επιρρηματικό κατηγορούμενο του χρόνου.
γ) Τρόπος: Εκφράζεται με
1)      τροπικά επιρρήματα (οὕτω, δε, πως, ε, καλῶς, σωφρόνως κ.τ.λ.).
2)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (κ - ξ + γενική, ν + δοτική, νά + αιτιατική, διά + γενική, κατά + αιτιατική, μετά + γενική, πρός + αιτιατική, νευ + γενική (δηλώνει στέρηση), χωρίς + γενική (στέρηση), σύν + δοτική).
3)      δοτική, αιτιατική του τρόπου.
4)      δευτερεύουσα αναφορική παραβολική πρόταση του τρόπου ( μπορεί να δηλώνει και παρομοίωση).
5)      τροπική μετοχή.
6)      επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου.
δ) Όργανο ή μέσο: Εκφράζεται με
1)      δοτική του οργάνου ή μέσου.
2)      εμπρόθετους προσδιορισμούς [πό + γενική (μέσο), κ - ξ + γενική (μέσο), ν + δοτική (όργανο), διά + γενική (μέσο)] 
ε) Συνοδεία: Εκφράζεται με
1)      δοτική της συνοδείας.
2)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (σύν + δοτική, πό + γενική, μα + δοτική).
στ) Ποσό: Εκφράζεται με
1)      ποσοτικά επιρρήματα (γαν, μάλα, μάλιστα, λίαν, πάνυ, σον, λίγον κ.τ.λ.).
2)      εμπρόθετους προσδιορισμούς [μφί + αιτιατική, περί + αιτιατική, εἰς + αιτιατική (με αριθμητικό δηλώνει το όριο), ς + αιτιατική (με αριθμητικό πάλι το όριο)].
3)      γενική, δοτική, αιτιατική του ποσού.
4)      δευτερεύουσα αναφορική παραβολική πρόταση του ποσού. 
ζ) Αξία ή τίμημα: Εκφράζεται με
1)      γενική της αξίας ή του τιμήματος.
η) Αιτία: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (ντί + γενική, πό + γενική, κ - ξ + γενική, διά + αιτιατική, κατά + αιτιατική, πέρ + γενική, μφί + δοτική (σε ποιητές), πί + δοτική, παρά + αιτιατική, περί + γενική ή δοτική, πό + γενική, νεκα ή νεκεν + γενική).
2)      γενική, δοτική, αιτιατική της αιτίας.
3)      δευτερεύουσα αιτιολογική ή αναφορική αιτιολογική πρόταση.
4)      αιτιολογική μετοχή
θ) Σκοπός: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (εἰς + αιτιατική, κατά + αιτιατική, πέρ + γενική, πί  + δοτική  ή  αιτιατική,  περί + γενική,  πρός + αιτιατική,  νεκα  ή  νεκεν + γενική).
2)      γενική, αιτιατική, δοτική (σπανιότατη) του σκοπού.
3)      δευτερεύουσα τελική ή αναφορική τελική πρόταση.
4)      τελική μετοχή.
5)      απαρέμφατο του σκοπού.
6)      επιρρηματικό κατηγορούμενο του σκοπού
ι) Αποτέλεσμα: Εκφράζεται με
1)      δευτερεύουσα συμπερασματική ή αναφορική συμπερασματική πρόταση.
2)      απαρέμφατο του αποτελέσματος.
3)      προληπτικό κατηγορούμενο ή κατηγορούμενο του αποτελέσματος
ια) Αναφορά: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς [εἰς + αιτιατική, κατά + γενική ή αιτιατική, μφί + γενική ή δοτική (σε ποιητές), παρά + δοτική, περί + γενική ή δοτική ή αιτιατική, πρός + γενική ή αιτιατική, νεκα ή νεκεν + γενική (σπάνια)].
2)      γενική, δοτική, αιτιατική της αναφοράς.
3)      απαρέμφατο της αναφοράς.
4)      δευτερεύουσα αναφορική ονοματική πρόταση.
ιβ) Προϋπόθεση: Εκφράζεται με
1)      δευτερεύουσα υποθετική ή αναφορική υποθετική ή χρονική υποθετική πρόταση.
2)      υποθετική μετοχή
ιγ) Όρος ή συμφωνία: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (πί + δοτική, κ - ξ + γενική).
2)      δευτερεύουσα αποτελεσματική – συμπερασματική πρόταση
ιδ) Εναντίωση ή παραχώρηση: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (παρά + αιτιατική).
2)      δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση.
3)      εναντιωματική μετοχή
ιε) Βεβαίωση ή άρνηση: Εκφράζεται με
1)      βεβαιωτικά επιρρήματα (ναί, μάλιστα, δή, δῆτα, κ.τ.λ.).
2)      αρνητικά επιρρήματα (ο, μή, οὐκ - οὐχ, οὐχί, οὐδαμῶς κ.τ.λ.).
3)      επιρρηματικές εκφράσεις (πῶς γάρ ο; πάνυ γε).
4)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (νή – νή μά, μά - ο μά + αιτιατική). 
ιστ) Δισταγμός, προσέγγιση ή πιθανότητα: Εκφράζεται με
1)      διστακτικά επιρρήματα (ρα, μῶν, τάχα, σως κ.τ.λ.). 
ιζ) Τάξη, σειρά ή ακολουθία: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (μετά + αιτιατική).
2)      επιρρηματικό κατηγορούμενο της σειράς ή τάξης
ιη) Αντικατάσταση: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (ντί + γενική).
ιθ) Ανταπόδοση: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (ντί + γενική). 
κ) Καταγωγή: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (πό + γενική = έμμεση καταγωγή, κ - ξ + γενική = άμεση καταγωγή, πρός + γενική).
2)      γενική της καταγωγής.
κα) Ύλη: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (πό + γενική, κ - ξ + γενική).
2)      γενική της ύλης
κβ) Υπεράσπιση: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (πρό + γενική, πέρ + γενική) 
κγ) Σύγκριση ή παραβολή: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (ντί + γενική, πρό + γενική, παρά + αιτιατική, πρός + αιτιατική).
2)      γενική (συγκριτική).
κδ) Βοήθεια ή συμπαράσταση: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (σύν + δοτική).
κε) Διανομή ή μερισμός: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (νά + αιτιατική, κατά + αιτιατική).
κστ) Εχθρική ή φιλική διάθεση, σχέση, ενέργεια, κατεύθυνση: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (κατά + γενική = εχθρική διάθεση, πί + αιτιατική = εχθρική κατεύθυνση, πρός + αιτιατική = εχθρική ή φιλική σχέση, ενέργεια).
κζ) Εξουσία: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (πί + γενική ή δοτική).
κη) Προσθήκη: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (πί + δοτική, πρός + δοτική).
κθ) Σύμπραξη: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (μετά + γενική). 
λ) Προέλευση: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (παρά + γενική).
λα) Εξαίρεση: Eκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (παρά + αιτιατική, νευ + γενική, πλήν + γενική, χωρίς + γενική).
λβ) Χάρη ή ωφέλεια: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (πρός + γενική).
2)      δοτική προσωπική χαριστική.
λγ) Απασχόληση με κάτι: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (πρός + δοτική).
λδ) Υποταγή: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετους προσδιορισμούς (πό + δοτική ή αιτιατική).
λε) Χωρισμό ή απαλλαγή: Εκφράζεται με
1)      εμπρόθετο προσδιορισμό (πό + γενική)
2)      γενική της αφετηρίας ή χωρισμού.
λστ) Βλάβη: Εκφράζεται με
1)      δοτική προσωπική αντιχαριστική.
λζ) Κτήση: Εκφράζεται με
1)      γενική, δοτική προσωπική.

                               ΤΟ ΡΗΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ

Τα ρήματα ανάλογα με τη διάθεσή τους χωρίζονται σε 4 κατηγορίες:
            ενεργητικά, μέσα, παθητικά, ουδέτερα.
α) Ενεργητικά ρήματα: Φανερώνουν ενέργεια του υποκειμένου.
Όταν αυτή η ενέργεια μεταβαίνει σε κάτι άλλο, λέγονται ενεργητικά μεταβατικά, ενώ, όταν δε μεταβαίνει, λέγονται ενεργητικά αμετάβατα.
Τα μεταβατικά ρήματα χωρίζονται σε μονόπτωτα και δίπτωτα ρήματα ανάλογα με τον αριθμό των αντικειμένων που δέχονται.
Ορισμένα ρήματα άλλοτε είναι μεταβατικά και άλλοτε αμετάβατα, ανάλογα με το νόημά τους (π.χ, γω τόν στρατόν = μεταβατικό, γω πί τούς πολεμίους = αμετάβατο).
Επίσης ορισμένα μεταβατικά ρήματα ή αμετάβατα κατά τη σύνθεσή τους με προθέσεις μετατρέπονται αντίστοιχα σε αμετάβατα ή μεταβατικά (π.χ. βάλλω = μεταβατικό, εἰσβάλλω = αμετάβατο, βαίνω = αμετάβατο, προβαίνω = μεταβατικό).
β) Μέσα ρήματα: Φανερώνουν ενέργεια του υποκειμένου, που επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο ή βρίσκεται σε ιδιαίτερη σχέση με αυτό.
Χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:
1)      Μέσα αυτοπαθή ή ευθέα: Η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει άμεσα και απευθείας σε αυτό (γυμνάζομαι, λούομαι κ.τ.λ.).
* Ορισμένες φορές αντί για μέσο αυτοπαθές ρήμα χρησιμοποιείται ένα ενεργητικό ρήμα με αντικείμενο την αυτοπαθητική αντωνυμία (π.χ. γυμνάζω μαυτόν).
2)      Μέσα πλάγια: Η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει έμμεσα και πλάγια σε αυτό. Χωρίζονται σε δύο υποκατηγορίες:
  2α) Μέσα διάμεσα: Η ενέργεια του υποκειμένου γίνεται προς τον εαυτό του ή προς
      ό,τι του ανήκει διαμέσου άλλου (κείρομαι, παιδεύομαι, ναυπηγ κ.τ.λ.).
  2β) Μέσα περιποιητικά ή ωφελείας: Η ενέργεια του υποκειμένου γίνεται για δική
       του χρήση ή ωφέλεια (πορίζομαι χρήματα, γομαι γυναῖκα κ.τ.λ.).
  * Ορισμένες φορές  και αντί για μέσο πλάγιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενεργητικό
     ρήμα  με  την  αυτοπαθητική  αντωνυμία  ή  και την προσωπική αντωνυμία στο γ΄
     πρόσωπο (έμμεση αντανάκλαση).
  ** Τα  μέσα  αυτοπαθή  και  τα  μέσα  πλάγια λέγονται και μέσα αντανακλαστικά,
       επειδή  η ενέργεια  του  υποκειμένου  επιστρέφει (αντανακλάται) σε αυτό άμεσα
       (μέσα αυτοπαθή) ή έμμεσα (μέσα πλάγια).
3)      Μέσα αλληλοπαθή: Δηλώνεται μια κοινή ενέργεια δύο ή περισσότερων υποκειμένων, που πηγαίνει από το ένα στο άλλο αμοιβαία.(ὠθοῦνται, διαβάλλονται, φιλοῦνται, μισοῦνται κ.τ.λ.).
* Ορισμένες φορές αντί για μέσο  αλληλοπαθές  ρήμα  χρησιμοποιείται ενεργητικό
   ρήμα με αντικείμενο την αλληλοπαθητική αντωνυμία ή την αυτοπαθητική στο γ΄
   πρόσωπο (διέφθειρον λλήλους, φθονοῦσι ἑαυτοῖς κ.τ.λ.).
4)      Μέσα δυναμικά: Το  υποκείμενο ενεργεί  χρησιμοποιώντας  όλα  τις  σωματικές
του δυνάμεις (πολιτεύομαι, λύομαι, στρατεύομαι, παρασκευάζομαι κ.τ.λ.).
   Σημείωση: Στα μέσα  ρήματα  η  σημασία  δεν  είναι  πάντοτε  ίδια, αλλά ποικίλλει 
        ανάλογα    με   το   νόημα   (οἰκοδομοῦμαι   οἰκίαν   =   χτίζω   σπίτι   με   τους  
        οικοδόμους  (μέσο  διάμεσο)  ή  χτίζω  σπίτι  ενεργώντας  ο  ίδιος, επιβλέποντας,
        δαπανώντας κ.τ.λ. (μέσο δυναμικό).
γ) Παθητικά ρήματα: Φανερώνουν ότι το υποκείμενο δέχεται μια ενέργεια από κάποιο άλλο πρόσωπο ή πράγμα, δηλαδή παθαίνει κάτι από το ποιητικό αίτιο.
δ) Ουδέτερα ρήματα: Φανερώνουν ότι το υποκείμενο ούτε ενεργεί ούτε δέχεται καμία ενέργεια, αλλά βρίσκεται σε μια κατάσταση απλώς (ζ, γιαίνω, σωφρον, εὐδαιμονῶ, καθεύδω, νοσ κ.τ.λ.). 

                                                 ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ 
Αντικείμενο δέχονται τα μεταβατικά ρήματα.
     Ως αντικείμενο χρησιμοποιείται: ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, επιθετική μετοχή, απαρέμφατο, δευτερεύουσα ονοματική πρόταση, άκλιτη λέξη με άρθρο, επίρρημα με άρθρο, εμπρόθετος προσδιορισμός με άρθρο, εἰς - μφί – περί – πέρ – ς – κατά + αιτιατική απόλυτου αριθμητικού.
Τα ρήματα που δέχονται ένα αντικείμενο λέγονται μονόπτωτα, ενώ όσα δέχονται δύο αντικείμενα λέγονται δίπτωτα.
Τα δίπτωτα ρήματα δέχονται ένα άμεσο και ένα έμμεσο αντικείμενο. Όταν το ρήμα δέχεται δύο αντικείμενα σε αιτιατική, άμεσο θεωρείται αυτό που δηλώνει πρόσωπο. Όταν το ρήμα δέχεται δύο αντικείμενα από τα οποία μόνο το ένα είναι στην αιτιατική, τότε αυτό είναι το άμεσο. Όταν το ρήμα δέχεται δύο αντικείμενα, το ένα σε γενική και το άλλο σε δοτική, τότε άμεσο θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε γενική πτώση.
Σύστοιχο αντικείμενο: Λέγεται το αντικείμενο που εκφράζει το ίδιο περιεχόμενο που εκφράζει και το ρήμα. Μπαίνει σε αιτιατική πτώση. Το σύστοιχο αντικείμενο προέρχεται από την ίδια ρίζα με το ρήμα ή από τη ρίζα άλλου συνώνυμου ρήματος. Το σύστοιχο αντικείμενο συνοδεύεται συνήθως από επιθετικό προσδιορισμό. Μερικές φορές όμως το σύστοιχο αντικείμενο παραλείπεται και ο επιθετικός προσδιορισμός χρησιμοποιείται ως σύστοιχο αντικείμενο και εκφέρεται με ουδέτερο γένος πληθυντικού συνήθως αριθμού. Ορισμένες φορές συνοδεύεται και από ετερόπτωτο προσδιορισμό. Και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να παραλειφθεί το σύστοιχο αντικείμενο και να πάρει τη θέση του ο ετερόπτωτος προσδιορισμός.
            Όταν η ενέργεια του ρήματος μεταβαίνει κατευθείαν σε πρόσωπο ή πράγμα, που υπάρχει πριν από την ενέργεια του ρήματος, τότε το αντικείμενο λέγεται εξωτερικό και εκφέρεται με αιτιατική πτώση.
Όταν η ενέργεια του ρήματος σημαίνει δημιουργία κάποιου πράγματος, που δεν υπήρχε πριν να γίνει η ενέργεια του ρήματος, τότε το αντικείμενο λέγεται εσωτερικό αντικείμενο αποτελέσματος και εκφέρεται με αιτιατική πτώση.
            Όταν το αντικείμενο ενός ρήματος είναι και εννοούμενο υποκείμενο της επόμενης πρότασης, τότε το αντικείμενο ονομάζεται προληπτικό αντικείμενο.
                                      
ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

Α) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΓΕΝΙΚΗ
Δέχονται οι παρακάτω κατηγορίες ρημάτων που σημαίνουν:
1)      μνήμη ή λήθη (μέμνημαι, πιλανθάνομαι, μιμνήσκομαι, μνημονεύω κ.τ.λ.)
2)      φροντίδα, επιμέλεια, φειδώ και τα αντίθετα από αυτά (φροντίζω, πιμέλομαι – ἐπιμελοῦμαι, κήδομαι, μελ, φείδομαι, φειδ, προνο, λιγωρ κ.τ.λ.)
3)      απόλαυση ή επιθυμία, συμμετοχή, πλησμονή, στέρηση (πολαύω, ρ, πιθυμ, φίεμαι, ρέγομαι, μετέχω, μεταλαμβάνω, κληρονομ, βρίθω, γέμω, πίμπλαμαι, στερ, δέω, δέομαι, πορ κ.τ.λ.)
4)      απαλλαγή, απομάκρυνση ή χωρισμό (παλλάττομαι, λύω, λευθερ, χωρίζομαι, πειμι, εἴκω, παραχωρ, πέχω κ.τ.λ.)
5)      απόπειρα, επιτυχία ή αποτυχία (πειρῶμαι, τυγχάνω, πιτυγχάνω, ἐφικνοῦμαι, ποτυγχάνω, μαρτάνω, ψεύδομαι κ.τ.λ.)
6)      εξουσία, αρχή (ρχω, κρατ, ἡγοῦμαι, γεμονεύω, βασιλεύω, στρατηγ, τυρανν κ.τ.λ.)
7)      σύγκριση, διαφορά ή υπεροχή (διαφέρω, πλεονεκτ, μειονεκτ, περτερ, ἡττῶμαι, λείπομαι, ριστεύω, προέχω, περιγίγνομαι κ.τ.λ.)
8)      αίσθηση (αἰσθάνομαι, κούω, πτομαι, ψαύω, γεύομαι, σφραίνομαι, ἀκροῶμαι, θιγγάνω, πιλαμβάνομαι, ζω, πνέω κ.τ.λ.)
* Το   ρήμα   ὁρῶ   συντάσσεται   με  αιτιατική.   Τα   ρήματα αἰσθάνομαι, κούω
   συντάσσονται και με αιτιατική ως δίπτωτα.
9)      έναρξη ή λήξη (ρχω, ρχομαι, λήγω, παύομαι κ.τ.λ.)
10)  σύνθετα με τις προθέσεις πό, κ, κατά πρό, πέρ, διά (πέχω, καταγελ, περέχω, κβαίνω, προτιμ, προτρέχω, καταφρον, διέχω, φίσταμαι, ποτρέπω, κβάλλω, πέρκειμαι κ.τ.λ.)

Β) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΔΟΤΙΚΗ
Δέχονται οι παρακάτω κατηγορίες ρημάτων που σημαίνουν:
1)      φιλική ή εχθρική διάθεση ή ενέργεια, ωφέλεια ή βλάβη (εὐνοῶ, ρέσκω, βοηθ, λυσιτελ, φθον, πιβουλεύω, μάχομαι, πολεμ, μύνω, τιμωρ, μφισβητ, νοχλ, πειλ, ρίζω, χαλεπαίνω, ργίζομαι κ.τ.λ.)
* Τα ρήματα φελ, βλάπτω συντάσσονται με αιτιατική.
2)      ευπείθεια  ή   υποταγή,   ακολουθία   ή   διαδοχή,   προσέγγιση,   επικοινωνία, 
ανάμιξη (πείθομαι,  πειθ,   δουλεύω,   πομαι,   πελάζω,   μείγνυμι,   κοινων,   μιλχρῶμαι, κεράννυμι, κολουθ, ντυγχάνω, πλησιάζω, κ.τ.λ.)
3)      πρέπει ή ταιριάζει (πρέπει, ρμόττει, προσήκει κ.τ.λ.)
4)      ομοιότητα, ισότητα, συμφωνία, ταυτότητα (ἰσοῦμαι, μοιάζω, οικα,  συμφων, μολογ, συνᾲδω κ.τ.λ.)
5)      σύνθετα με τις προθέσεις ἐν, σύν,  πό,  πί, παρά,  περί,  πρός  και  το  επίρρημα μοῦ   (μμένω,   μπίπτω,  συνοικ,  σύνειμι,  πόκειμαι,  πιτίθεμαι,  πιχειρ, παραγίγνομαι, περιπίπτω, προσφέρομαι, προσέχω, προσβλέπω, μονο κ.τ.λ.)

Γ) ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
Είναι η κύρια πτώση του αντικειμένου. Με αντικείμενο σε αιτιατική εκφέρονται όλα τα μεταβατικά ρήματα που δεν ανήκουν στις άλλες κατηγορίες των μονόπτωτων ή των δίπτωτων ρημάτων. Αυτή είναι η πτώση και του σύστοιχου αντικειμένου.
                                       
                                                  ΔΙΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ

                    Α) ΜΕ ΔΥΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ
1)      τα ρήματα αἰτῶ, ρωτ, εἰσπράττω, ποκρύπτω, ποστερ (το ποστερ μπορεί να δεχτεί δεύτερο αντικείμενο και σε γενική)
2)      τα ρήματα διδάσκω, ναμιμνήσκω, παιδεύω
3)      τα ρήματα νδύω, κδύω
4)      πολλά μεταβατικά ρήματα που εκτός από ένα αντικείμενο σε αιτιατική παίρνουν παράλληλα και σύστοιχο αντικείμενο (δρ, ποι, ργάζομαι, γορεύω, λέγω, εὐεργετῶ, θίζω, φελ, γκωμιάζω κ.τ.λ.)
   * Φυσικά  υπάρχουν  και  τα  ρήματα  που  δέχονται δύο αντικείμενα, από τα οποία
      όμως το ένα είναι κατηγορούμενο στο άλλο.

                       Β) ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗ
1)      τα ρήματα πληρ, στι, κεν, εὐωχῶ, μεστ, γεμίζω, ρημ, πίμπλημι και άλλα με παρόμοια σημασία
2)      τα ρήματα κούω, μανθάνω, πυνθάνομαι, αἰσθάνομαι
3)      τα ρήματα λαμβάνω, γω, κωλύω, ποστερ, λκω, στερ, παλλάσσω, παύω, λευθερ, εἴργω
4)      σύνθετα ρήματα με τις προθέσεις πό, κ, πρό, κατά (ποτρέπω, κβάλλω, προτάσσω, καταγιγνώσκω, καταψηφίζομαι κ.τ.λ.)
Προσοχή: Στα ρήματα που σημαίνουν πουλώ, αγοράζω κ.τ.λ. η γενική είναι γενική της αξίας.  
                          Στα ρήματα ψυχικού πάθους η γενική είναι γενική της αιτίας.
                          Στα δικανικά ρήματα η γενική είναι γενική του εγκλήματος ή της ποινής.

                              Γ) ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΟΤΙΚΗ
1)      τα ρήματα λέγω, ὑπισχνοῦμαι, δείκνυμι, δίδωμι, φέρω και τα συνώνυμά τους (διηγοῦμαι, παραιν, πέμπω, ποκρίνομαι, παραγγέλλω, ντιτάσσω, πιστέλλω, παρέχω, προσάγω κ.τ.λ.)
2)      όσα ρήματα σημαίνουν εξίσωση, εξομοίωση, μείξη (νισ, κεράννυμι, ξισ, μοι, μείγνυμι, διαλλάττω κ.τ.λ.)
3)      σύνθετα ρήματα με τις προθέσεις ν, σύν (μφυσ, συντάσσω, γχειρίζω, συγκρούω, νεργάζομαι, μπίπτω κ.τ.λ.)

                               Δ) ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΟΤΙΚΗ
1)      τα ρήματα μετέχω, κοινων, μεταδίδωμι, παραχωρ, ἀντιποιοῦμαι, μεταλαμβάνω και τα συνώνυμά τους. Η γενική με αυτά τα ρήματα μπορεί να χαρακτηριστεί και διαιρετική.
      Τα ρήματα τιμ (ορίζω σε κάποιον ως δικαστής κάτι ως ποινή ), τιμῶμαι (προτείνω ως κατήγορος για κάποιον ως ποινή κάτι).

                                                      Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ


Στην παθητική σύνταξη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το ποιητικό αίτιο. Είναι αυτό που ενεργεί και εξαιτίας του παθαίνει αυτό που παθαίνει το υποκείμενο του ρήματος.
            Το ποιητικό αίτιο εξαρτάται από:
 α) παθητικά ρήματα ή φράσεις με παθητική σημασία
 β) ρηματικά επίθετα σε –τέος –τός .
            Το ποιητικό αίτιο εκφέρεται με :
 α) τις  προθέσεις  πό,  πό,  κ,  παρά,  πρός  + γενική  (η πρόθεση πό  είναι η πιο
      συνηθισμένη).
 β) δοτική προσωπική του ποιητικού αιτίου (ή του ενεργούντος προσώπου), με παθητικά ρήματα στους συντελικούς κυρίως χρόνους (σπανιότερα στους υπόλοιπους), με τα ρηματικά επίθετα σε –τέος –τός .
        
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΣΕ ΠΑΘΗΤΙΚΗ

Κατά τη μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε παθητική γίνονται οι εξής μεταβολές:
α) Το αντικείμενο του ρήματος της ενεργητικής σύνταξης γίνεται υποκείμενο
στο παθητικό ρήμα
β) Το υποκείμενο του ρήματος της ενεργητικής σύνταξης γίνεται ποιητικό αίτιο.
γ) Το ρήμα από την ενεργητική φωνή τρέπεται στο αντίστοιχο παθητικό ρήμα.
δ) Το  έμμεσο  αντικείμενο  του   ενεργητικού   ρήματος   παραμένει   έμμεσο 
αντικείμενο στο παθητικό ρήμα.
ε) Το  κατηγορούμενο  του αντικειμένου της ενεργητικής σύνταξης τρέπεται  
σε κατηγορούμενο του υποκειμένου  της  παθητικής σύνταξης (από αιτιατική πτώση 
σε ονομαστική).

Κατά τη μετατροπή της παθητικής σύνταξης σε ενεργητική ακολουθείται η ακριβώς αντίστροφη διαδικασία:
α) Το ποιητικό αίτιο γίνεται υποκείμενο του ενεργητικού ρήματος.
β) Το   υποκείμενο   του   παθητικού   ρήματος    γίνεται     αντικείμενο    του  
ενεργητικού ρήματος.
γ) Το παθητικό ρήμα τρέπεται στο αντίστοιχο ενεργητικό ρήμα.
δ) Το έμμεσο αντικείμενο του παθητικού ρήματος παραμένει έμμεσο αντικείμενο στο ενεργητικό ρήμα.
ε) Το κατηγορούμενο του υποκειμένου της παθητικής σύνταξης τρέπεται  σε κατηγορούμενο του αντικειμένου της ενεργητικής σύνταξης (από ονομαστική πτώση σε αιτιατική).
                            
                            ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΡΗΜΑΤΩΝ
         ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ                            ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

ἀποκτείνω τινά = (σκοτώνω κάποιον)-   ἀποθνῂσκω πό τινος =  
                                                                               (σκοτώνομαι από κάποιον)
διώκω τινά = (εξορίζω, κατηγορώ)     -    φεύγω πό τινος = (εξορίζομαι,  
                                                                                                   κατηγορούμαι)
κβάλλω τινά = (εξορίζω κάποιον)    -    κπίπτω πό τινος = (εξορίζομαι)
ε λέγω τινά = (επαινώ κάποιον)       -    ε κούω πό τινος = (επαινούμαι)
κακῶς λέγω τινά = (κακολογώ           -    κακῶς κούω πό τινος = (κακολογούμαι
                                    κάποιον)                                                   από κάποιον)
ε ποι τινά ή ε δρ ή ε                 -    ε πάσχω πό τινος = (ευεργετούμαι)
ἐργάζομαί τινα = (ευεργετώ κάποιον)
κακῶς ποι τινα ή κακῶς δρ τινα     -    κακῶς πάσχω πό τινος = (βλάπτομαι)
ή κακῶς ργάζομαί τινα = (βλάπτω
 κάποιον)
αἱρῶ = (συλλαμβάνω, κυριεύω)           -    λίσκομαι = (συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι)
αἱροῦμαί τινα = (εκλέγω)                      -    αἱροῦμαι πό τινος = (εκλέγομαι)
αἰτιῶμαί τινα = (κατηγορώ)                   -    αἰτίαν χω πό τινος ή αἰτίαν λαμβάνω
                                                                                             πό τινος = (κατηγορούμαι)
δίκην λαμβάνω παρά τινος = (τιμωρώ) -    δίκην δίδωμί τινι = (τιμωρούμαι)
πράγματα παρέχω τινί = (ενοχλώ)         -     πράγματα χω πό τινος = (ενοχλούμαι)
συγγνώμην χω τινί = (συγχωρώ)          -    συγγνώμης τυγχάνω πό τινος =
                                                                                                                συγχωρούμαι)
μισ τινα = (μισώ)                                 -     μισοῦμαι πρός τινος ή μισητός γίγνομαι
                                                                   πρός τινος ή μίσος χω πρός τινος =
                                                                                                 (μισούμαι από κάποιον)
ζημι τινα = (ζημιώνω, τιμωρώ)            -     ζημιοῦμαι παρά τινος ή ζημίαν λαμβάνω
                                                                   παρά τινος = (ζημιώνομαι, τιμωρούμαι από
                                                                   κάποιον)
αἰδοῦμαί τινα = (ντρέπομαι, σέβομαι       -    αἰδοῦς τυγχάνω πό τινος = (με σέβεται 
                          κάποιον)                                                                                κάποιος)
τέθεικα = (έχω τοποθετήσει)                     -     κεῖμαι = (είμαι τοποθετημένος)

                        ΑΠΡΟΣΩΠΑ ΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

       Απρόσωπα ρήματα λέγονται ορισμένα ρήματα σε γ΄ ενικό πρόσωπο και δεν παίρνουν ως υποκείμενο πρόσωπο ή πράγμα.
Τα πιο συνηθισμένα είναι: δε, χρή, προσήκει, ρκε, πρέπει, γχωρε, στι, ξεστι, νεστι, πάρεστι, δοκε, μέλει, λέγεται, ὁμολογεῖται, νομίζεται, γγέλλεται, συμβαίνει, συμφέρει, κηρύττεται, προστέτακται, εἵμαρται κ.τ.λ.
Ορισμένα από αυτά χρησιμοποιούνται και ως προσωπικά και ως απρόσωπα (δε - δέω, δοκε - δοκ, λέγεται – λέγομαι κ.τ.λ.).
Ανάλογα με τα απρόσωπα ρήματα είναι και οι απρόσωπες εκφράσεις. Σχηματίζονται ως εξής: 
α) με το ρήμα στί και ένα ουσιαστικό ή το ουδέτερο επιθέτου ή μετοχής (νάγκη στί, καιρός στι, λόγος στί, ρα στί, κίνδυνός στι, φελός στι, λπίς στι, ξιόν στι, ῥᾲδιόν στι, βιωτόν στι, διδακτέον στί, πρέπον στί, εἰκός στι, οἶόν τ’ στί, φανερόν στι, δῆλόν στι, σαφές στι κ.τ.λ.).
            β) με το ρήμα χει και κάποιο επίρρημα (συνήθως τροπικό): ναγκαίως χει, καλῶς χει, ῥᾳδίως χει, ε χει, προσηκόντως χει, ὀρθῶς χει κ.τ.λ.
      Τα απρόσωπα ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις δέχονται συνήθως μια απλή δοτική προσωπική. Ορισμένα όμως απρόσωπα ρήματα που παίρνουν σύστοιχο υποκείμενο δέχονται δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου (ποιητικού αιτίου). Τα ρήματα χρή και δε δε συντάσσονται σχεδόν ποτέ με δοτική προσωπική.
Τα απρόσωπα ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις δέχονται ως υποκείμενο άναρθρο απαρέμφατο ή δευτερεύουσα ονοματική πρόταση (συνήθως ειδική αλλά και ενδοιαστική ή πλάγια ερωτηματική). Το υποκείμενο του άναρθρου απαρεμφάτου βγαίνει από τη μετατροπή της δοτικής προσωπικής (όταν υπάρχει) σε αιτιατική.
Σύστοιχα υποκείμενα απρόσωπων ρημάτων: δε (νδεια), μεταμέλει (μεταμέλεια), κατεσκάφη (κατασκαφή), εἴργασται (ργον), παρεσκεύασται (παρασκευή), μέλει (μέλησις) κ.τ.λ.

                                Η ΜΕΤΟΧΗ


Η μετοχή είναι και ονοματικός τύπος (έχει 3 γένη, κλίνεται όπως τα επίθετα), και ρηματικός τύπος (έχει υποκείμενο, αντικείμενο, χρόνους και διαθέσεις).
Χωρίζεται σε 3 είδη: επιθετική, κατηγορηματική, επιρρηματική.
                                       
                                           ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
Λειτουργεί ως επιθετικός προσδιορισμός, γι’ αυτό λέγεται επιθετική ή αναφορική μετοχή.
Χρησιμοποιείται ως: υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, παράθεση, επεξήγηση, επιθετικός προσδιορισμός, κατηγορηματικός προσδιορισμός (με άρθρο), ετερόπτωτος προσδιορισμός, εμπρόθετος προσδιορισμός.
Συνήθως συνοδεύεται από άρθρο που αποτελεί και το υποκείμενό της. Μεταφράζεται με αναφορική πρόταση.
Μια επιθετική μετοχή μπορεί να ισοδυναμεί και με αναφορική τελική, αναφορική συμπερασματική, αναφορική αιτιολογική, αναφορική υποθετική πρόταση.
Δε συνοδεύεται από άρθρο, όταν προηγείται το υποκείμενό της ή όταν το όνομα που προσδιορίζει η μετοχή δεν έχει άρθρο (όχι πάντα).
Έχει άρνηση ο, όταν δηλώνει κάτι το συγκεκριμένο
            και άρνηση μή, όταν δηλώνει κάτι γενικό ή υποτιθέμενο (αναφορική υποθετική μετοχή).
Πολλές επιθετικές μετοχές χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά λόγω της χρήσης τους: ο λέγοντες (= οι ρήτορες), νικῶν (= ο νικητής), φεύγων (= ο κατηγορούμενος – ο εξόριστος), διώκων (= ο κατήγορος), ο προσήκοντες (= οι συγγενείς), ρχων (= ο άρχοντας, ο κυβερνήτης), ο τεκόντες (= οι γονείς), ο θανόντες (= οι νεκροί) κ.τ.λ.
Επίσης, πολλά ουδέτερα επιθετικών μετοχών τίθενται αντί ουσιαστικού αφηρημένης έννοιας: τό παρόν, τό μέλλον, τό προσῆκον, τό συμφέρον, τό λυσιτελοῦν (= ωφέλεια), τό νοσοῦν (= αρρώστια) κ.τ.λ.
                                      
                                          ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
            Λειτουργεί ως κατηγορηματικός προσδιορισμός ή κατηγορούμενο που αναφέρεται στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος, από το οποίο εξαρτάται.
Δε συνοδεύεται ποτέ από άρθρο και μεταφράζεται με να, ότι, που, και.
Έχει άρνηση ο.
Εξαρτάται από τις εξής κατηγορίες ρημάτων:
1) εἰμί, γίγνομαι, πάρχω (με αυτά τα ρήματα η μετοχή είναι κατηγορούμενο και αποτελεί περίφραση μαζί με αυτά. π.χ. ν δυναμένη = δύνατο – δύνατο).
2) τυγχάνω, λανθάνω, φαίνομαι, φανερός εἰμι, δῆλός εἰμι, οἴχομαι, φθάνω, διατελ, διάγω, διαμένω, διατρίβω, διαγίγνομαι και άλλα με παρόμοια σημασία. Με τα ρήματα αυτών των κατηγοριών η μετοχή μπορεί να μεταφραστεί με ρήμα και το ρήμα με επίρρημα.
3) ρήματα που σημαίνουν έναρξη ή λήξη (ρχω, ρχομαι, παύω, παύομαι, λήγω, διαλείπω κ.τ.λ.).
4) ρήματα που σημαίνουν καρτερία, κόπο, ανοχή (καρτερ, νέχομαι, παγορεύω, κάμνω, πομένω, περιορ κ.τ.λ.).
5) ε ποι, κακῶς ποι, δικ, χαρίζομαι, νικ, ἡττῶμαι, λείπομαι, κρατ, κακῶς βουλεύομαι, καλῶς βουλεύομαι, μαρτάνω, χάριν χω και άλλα ρήματα με παρόμοια σημασία.
6) ρήματα που σημαίνουν πλησμονή, επάρκεια, κορεσμό, απόλαυση (μπίμπλαμαι, μεστός εἰμι, πλήρης εἰμί, κορέννυμαι κ.τ.λ.).
7) ρήματα που σημαίνουν αίσθηση, γνώση, μάθηση, μνήμη (αἰσθάνομαι, ρ, κούω, εὑρίσκω, γιγνώσκω, γνο, μανθάνω, μέμνημαι, πυνθάνομαι, οἶδα, πίσταμαι, αἱρῶ, λίσκομαι, κατανο, πιλανθάνομαι κ.τ.λ.).
8) ρήματα που σημαίνουν δείξη, αγγελία, έλεγχο, δήλωση (δείκνυμι, δηλ, γγέλλω, λέγχω, ποφαίνω, παρέχω, οικα κ.τ.λ.).
* Με τα ρήματα των κατηγοριών 7 και 8 η κατηγορηματική μετοχή αναφέρεται είτε στο υποκείμενο είτε στο αντικείμενο των ρημάτων.
9) ρήματα ψυχικού πάθους (χαίρω, δομαι, βαρέως φέρω, χαλεπῶς φέρω, γανακτ, χθομαι, αἰσχύνομαι, ργίζομαι, θαυμάζω, οἰκτείρω, λγ, λυποῦμαι, μεταμέλομαι, γαπ, ἀρκοῦμαι κ.τ.λ.).
*Με αυτά τα ρήματα η μετοχή χαρακτηρίζεται και ως αιτιολογική, όταν δηλώνει πράξη προτερόχρονη από την πράξη που δηλώνει το ρήμα.
Σημειώσεις: Η κατηγορηματική μετοχή μπορεί να παραλειφθεί, όταν είναι του ρήματος εἰμί ή όταν εννοείται εύκολα.
Η κατηγορηματική μετοχή των απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων βρίσκεται σε αιτιατική ουδετέρου.
            Η κατηγορηματική μετοχή με το δυνητικό ν λέγεται δυνητική (στον πλάγιο λόγο) και ισοδυναμεί με δυνητική ευκτική ή δυνητική οριστική (στον ευθύ λόγο).
                                       
                                            ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ
Λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός. Ανάλογα με τη σημασία της χωρίζεται σε 6 είδη:
α) Χρονική μετοχή: Δηλώνει το χρόνο, αναλύεται σε χρονική πρόταση. Έχει άρνηση ο ή μή.
Μερικές φορές συνοδεύεται και από κάποιο χρονικό επίρρημα, όπως: μα, εὐθύς, αὐτίκα, τι, μεταξύ, δη, τότε, εἶτα, πειτα, ξαίφνης κ.τ.λ.. Όταν όμως συνοδεύεται από αυτά, δε σημαίνει ότι είναι υποχρεωτικά και χρονική μετοχή.
Ορισμένες φορές η χρονική μετοχή περιέχει και υπόθεση (χρονικοϋποθετική μετοχή, που ισοδυναμεί με χρονική υποθετική πρόταση).
Η χρονική μετοχή βρίσκεται συνήθως στον Αόριστο και ποτέ στο Μέλλοντα.
Οι μετοχές ρχόμενος, τελευτῶν, διαλείπων ή διαλιπών, χρονίζων, νύσας μεταφράζονται ως επιρρήματα ή εμπρόθετοι προσδιορισμοί: ρχόμενος = στην αρχή, τελευτῶν = στο τέλος, διαλείπων – διαλιπών = ύστερα από λίγο, χρονίζων = ύστερα από καιρό, νύσας (+ Προστακτική) = γρήγορα.
Η χρονική μετοχή, ανάλογα με τη χρονική της σχέση με το ρήμα της πρότασης που ανήκει, δηλώνει:
το σύγχρονο (η πράξη της μετοχής γίνεται στον ίδιο χρόνο με την πράξη του ρήματος)
το προτερόχρονο (η πράξη της μετοχής γίνεται πριν από την πράξη του ρήματος)
το υστερόχρονο (η πράξη της μετοχής γίνεται μετά την πράξη του ρήματος, λιγότερο συνηθισμένη περίπτωση).

β) Αιτιολογική μετοχή: Δηλώνει την αιτία, αναλύεται σε αιτιολογική πρόταση. Έχει άρνηση ο.
 Συνοδεύεται πολλές φορές από τα μόρια :
1)      τε, οἷον, οἷα (τε δή, οἷον δή, οἷα δή), όταν η αιτία είναι πραγματική
2)      ς, όταν η αιτία είναι υποκειμενική (μεταφράζεται : γιατί δήθεν, γιατί κατά τη γνώμη, με την ιδέα ότι)
3)      σπερ, όταν η αιτία είναι υποτιθέμενη ή ψευδής (μεταφράζεται: σαν να, επειδή τάχα)
Οι αιτιολογικές μετοχές ακολουθούνται συχνά από τις εκφράσεις οὕτω, διά τοῦτο, διά ταῦτα.
Από ρήματα ψυχικού πάθους οι μετοχές είναι αιτιολογικές, όταν δηλώνουν πράξη προγενέστερη από την πράξη του ρήματος.
Οι αιτιολογικές μετοχές τί βουλόμενος, τί παθών, τί μαθών σε ευθείες ερωτήσεις μεταφράζονται : τι, γιατί.

              γ) Τελική μετοχή: Δηλώνει το σκοπό, αναλύεται σε τελική πρόταση. Έχει άρνηση μή.
Βρίσκεται συνήθως σε χρόνο Μέλλοντα και εξαρτάται από ρήματα που σημαίνουν κίνηση, σκόπιμη ενέργεια, αποστολή, προετοιμασία.
Με το ρήμα πέμπω η τελική μετοχή μπορεί να βρίσκεται και σε Ενεστώτα.
Αρκετές φορές συνοδεύεται από το μόριο ς.

             δ) Τροπική μετοχή: Δηλώνει τον τρόπο. Έχει άρνηση ο. Δεν αναλύεται σε πρόταση.
Βρίσκεται συνήθως σε Ενεστώτα. Μεταφράζεται με επιρρηματικό προσδιορισμό, με τροπική μετοχή (σε –οντας ή –ώντας), με το ρήμα της μετοχής και το και.
Οι μετοχές γων, χων, φέρων με ρήματα κίνησης είναι τροπικές και μεταφράζονται: με + αιτιατική ή μαζί με + αιτιατική.
Η τροπική μετοχή με άρνηση μεταφράζεται : χωρίς να….
Μερικές τροπικές μετοχές ισοδυναμούν στη μετάφραση με τροπικά επιρρήματα: χαίρων = ατιμώρητα, λαθών = κρυφά, φέρων = βιαστικά, με ορμή.

          ε) Υποθετική μετοχή: Δηλώνει υπόθεση, αναλύεται σε υποθετική πρόταση. Έχει άρνηση μή.
Επιρρηματική μετοχή που βρίσκεται κοντά σε δυνητική έγκλιση (Οριστική, Ευκτική, απαρέμφατο, μετοχή + ν) είναι συνήθως υποθετική.
Τα ρήματα από τα οποία εξαρτάται η υποθετική  μετοχή  συνήθως  αποτελούν  την απόδοση του υποθετικού λόγου με υπόθεση την υποθετική μετοχή.

      στ) Εναντιωματική μετοχή: Λέγεται και παραχωρητική ή ενδοτική. Δηλώνει εναντίωση, αναλύεται σε εναντιωματική – παραχωρητική πρόταση. Έχει άρνηση ο.
Συχνά συνοδεύεται από τα: καί, καίπερ, καίτοι, καί ταῦτα, μηδέ, πάνυ κ.τ.λ.
Φανερώνει μια αντίθεση με το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκει.
        
                          ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ ΣΥΝΗΜΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΗ
Συνημμένη λέγεται η μετοχή που το υποκείμενό της είναι ένας από τους όρους της πρότασης στην οποία ανήκει.
Απόλυτη λέγεται η μετοχή που το υποκείμενό της δεν είναι όρος της πρότασης στην οποία ανήκει.
Συνήθως η απόλυτη μετοχή τίθεται σε γενική πτώση (γενική απόλυτη).
Η απόλυτη μετοχή των απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων τίθεται σε αιτιατική πτώση (αιτιατική απόλυτη). Συνήθως μάλιστα είναι εναντιωματικές μετοχές. Αν όμως είναι μετοχή προσωπικού ρήματος και τίθεται σε αιτιατική απόλυτη, συνοδεύεται από το ς και είναι αιτιολογική μετοχή.
Συνηθισμένες μετοχές σε αιτιατική απόλυτη είναι: ξόν, δέον, χρεών, δόξαν, προσῆκον, πρέπον, μετόν, μέλον, δοκοῦν, εἰρημένον, τυχόν, γεγραμμένον, δυνατόν ν, δύνατον ν, οἷόν τ’ ν, ῥᾲδιον ν, δηλον ν, αἰσχρόν ν κ.τ.λ.
Σε σπάνιες περιπτώσεις η απόλυτη μετοχή τίθεται σε πτώση ονομαστική (ονομαστική απόλυτη). Αυτό αποτελεί το ανακόλουθο σχήμα.
        
                             ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΠΡΟΤΑΣΗ
Αρχικά αναγνωρίζουμε το είδος της μετοχής. Στη συνέχεια τη μετατρέπουμε στην αντίστοιχή της δευτερεύουσα πρόταση. Για να γίνει αυτό σωστά, πρέπει να γνωρίζουμε τον τρόπο εισαγωγής και εκφοράς των δευτερευουσών προτάσεων.
Η επιθετική μετοχή αναλύεται σε αναφορική πρόταση. Μπορεί όμως να αναλυθεί και σε αναφορική υποθετική πρόταση, αν περικλείει μέσα της κάποια υπόθεση.
Η χρονική μετοχή αναλύεται σε χρονική πρόταση.
Η αιτιολογική μετοχή αναλύεται σε αιτιολογική πρόταση.
Η τελική μετοχή αναλύεται σε τελική πρόταση.
Η υποθετική μετοχή αναλύεται σε υποθετική πρόταση.
Η εναντιωματική μετοχή αναλύεται σε εναντιωματική – παραχωρητική πρόταση.
Η χρονικοϋποθετική μετοχή αναλύεται σε χρονική υποθετική πρόταση.
Σημειώσεις: Το υποκείμενο της μετοχής γίνεται υποκείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης σε ονομαστική πτώση, εκτός φυσικά αν πρόκειται για μετοχή απρόσωπου ρήματος ή απρόσωπης έκφρασης.
Η μετοχή Ενεστώτα τρέπεται σε ρήμα χρόνου Παρατατικού, όταν το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκει είναι ιστορικού χρόνου. Αντίστοιχα, η μετοχή Παρακειμένου σε ίδια περίπτωση τρέπεται σε ρήμα χρόνου Υπερσυντέλικου.
Οι  μετοχές  Μέλλοντα  και  Αορίστου  κανονικά  διατηρούν  το  χρόνο  τους κατά τη μετατροπή τους σε ρήμα. Στην τελική όμως πρόταση η μετοχή Μέλλοντα γίνεται συνήθως Υποτακτική Αορίστου.
            Αν το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκει η μετοχή είναι ιστορικού χρόνου, τότε η δευτερεύουσα πρόταση που θα προέλθει από την ανάλυση της μετοχής θα εκφέρεται με ευκτική του πλάγιου λόγου.
               Οι μετοχές που περικλείουν υπόθεση (υποθετικές, εναντιωματικές, αναφορικοϋποθετικές, χρονικοϋποθετικές) αναλύονται στις αντίστοιχες προτάσεις με απόδοση συνήθως το ρήμα της πρότασης στην οποία ανήκουν. Η απόδοση βοηθάει στην εξεύρεση του σωστού συνδέσμου εισαγωγής και της σωστής έγκλισης εκφοράς της υπόθεσης.
Προσοχή χρειάζεται στις περιπτώσεις που η απόδοση βρίσκεται στον πλάγιο λόγο. Πρέπει να μετατραπεί στον ευθύ λόγο, για να χρησιμοποιηθεί ο σωστός σύνδεσμος και η σωστή έγκλιση στην υπόθεση.
        
                          ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΕ ΜΕΤΟΧΗ
Αναγνωρίζουμε το είδος της δευτερεύουσας πρότασης. Στη συνέχεια τη μετατρέπουμε στην αντίστοιχη μετοχή.
Οι αναφορικές προτάσεις (οι ονοματικές και οι μικτές: αναφορικές τελικές, αναφορικές αιτιολογικές, αναφορικές αποτελεσματικές, αναφορικές υποθετικές) τρέπονται σε επιθετικές μετοχές.
Οι χρονικές και οι χρονικές υποθετικές προτάσεις τρέπονται σε χρονικές μετοχές.
Οι αιτιολογικές προτάσεις τρέπονται σε αιτιολογικές μετοχές.
Οι τελικές προτάσεις τρέπονται σε τελικές μετοχές.
Οι υποθετικές προτάσεις τρέπονται σε υποθετικές μετοχές.
Οι εναντιωματικές – παραχωρητικές προτάσεις τρέπονται σε εναντιωματικές μετοχές.
Σημειώσεις: Για να βρούμε τη σωστή πτώση της μετοχής, εξετάζουμε το υποκείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης που θα γίνει μετοχή.
1)      Αν το υποκείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης που θα γίνει μετοχή είναι το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος της κύριας πρότασης, τότε η μετοχή θα είναι συνημμένη και θα τεθεί σε ονομαστική πτώση.
2)      Αν το υποκείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης που θα γίνει μετοχή δεν έχει καμία σχέση με κάποιον όρο της κύριας πρότασης, τότε η μετοχή θα είναι απόλυτη και θα τεθεί σε γενική πτώση (γενική απόλυτη) όπως και το υποκείμενό της. Αν όμως πρόκειται για μετοχή απρόσωπου ρήματος, τότε θα τεθεί σε αιτιατική πτώση (αιτιατική απόλυτη). Ως υποκείμενο δέχεται ό,τι και ένα απρόσωπο ρήμα ή μία απρόσωπη έκφραση (απαρέμφατο ή δευτερεύουσα ονοματική πρόταση).
3)      Αν το υποκείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης που θα γίνει μετοχή αναφέρεται σε κάποιον ονοματικό όρο της κύριας πρότασης, τότε η μετοχή θα τεθεί στην πτώση που βρίσκεται αυτός ο όρος (στην ίδια πτώση θα τεθεί και το υποκείμενό της) και θα είναι συνημμένη.
4)  Μια μετοχή τίθεται σε δοτική πτώση κατά τη μετατροπή της από δευτερεύουσα πρόταση, αν στην κύρια πρόταση υπάρχει απρόσωπο ρήμα ή απρόσωπη έκφραση με υποκείμενο απαρέμφατο. Η μετοχή βεβαίως θα είναι συνημμένη.

                                                    ΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
           Το απαρέμφατο είναι και ονοματικός τύπος, γιατί μπορεί να εκφέρεται με το ουδέτερο άρθρο κάθε πτώσης (έναρθρο απαρέμφατο), και ρηματικός, γιατί έχει υποκείμενο, αντικείμενο, χρόνους και διαθέσεις.

Το απαρέμφατο διακρίνεται σε έναρθρο και άναρθρο.

ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ: Το άναρθρο (χωρίς άρθρο) απαρέμφατο χρησιμοποιείται συντακτικά ως:
1) Υποκείμενο απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων
2) Κατηγορούμενο (με συνδετικά ρήματα)
3) Αντικείμενο
4) Επεξήγηση (σε ουσιαστικό, ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας, στο επίρρημα οὕτω)
5) Προσδιορισμός της αναφοράς (Απαρέμφατο της αναφοράς). Συνοδεύεται από τα επίθετα: γαθός, κανός, δεινός, ξιος, χαλεπός, πιτήδειος, δύς, εὐάρεστος, ῥᾲδιος, φοβερός, σοφός, βραδύς, στυγνός, τραχύς κ.τ.λ. Μεταφράζεται με το: ως προς … στο να …
6) Προσδιορισμός του σκοπού (Απαρέμφατο του σκοπού ή του αποτελέσματος). Μετά από ρήματα κίνησης, σκόπιμης ενέργειας όπως: κω, φέρω, δίδωμι, καταλείπω, φίστημι, τάττω, αἱροῦμαι, πέμπω, αἰτῶ, ρχομαι, ποι, παρέχω, λαμβάνω, φίημι, δέω, ἐῶ, κωλύω, μισθοῦμαι κ.τ.λ. Μεταφράζεται με το ώστε να ….
7) Απόλυτα (Απόλυτο απαρέμφατο). Είναι ανεξάρτητο και χρησιμοποιείται σε στερεότυπες εκφράσεις: κών εἶναι (θεληματικά), λίγου δεῖν ή μικρο δεῖν (λίγο έλειψε, σχεδόν), ς πος εἰπεῖν (για να το πω έτσι γενικά, σχεδόν), ς συντόμως εἰπεῖν ή ς συνελόντι εἰπεῖν (για να το πω σύντομα, με λίγα λόγια), μοί δοκεῖν ή ς μοί δοκεῖν (κατά τη γνώμη μου), τό νῦν εἶναι (όσο για τώρα), τό κατά τοῦτον εἶναι (όσον αφορά αυτόν), ς ἁπλῶς εἰπεῖν (για να μιλήσω απλά), ς εἰκάσαι (όσο μπορεί κανείς να εικάσει, συμπεράνει, μαντέψει) κ.τ.λ.
8) Στη θέση Προστακτικής ή ευχετικής Ευκτικής
9) Σε επιφωνηματικές φράσεις απόλυτα (μέ τάδε παθεῖν, φε! ) κ.τ.λ
10) Σε θέση ρήματος σε συμπερασματικές προτάσεις (στε, φ’ , φ’ τε + απαρέμφατο), σε αναφορικές συμπερασματικές προτάσεις (οἷος, οἷα, οἷον, σος, ση, σον + απαρέμφατο), σε χρονικές προτάσεις (πρίν + απαρέμφατο).
           Το άναρθρο απαρέμφατο, όταν δεν ανήκει στις κατηγορίες 2, 5, 6, 7, 8, 9, 10, διακρίνεται σε 2 κατηγορίες ανάλογα με το ρήμα από το οποίο εξαρτάται:
     α) Ειδικό απαρέμφατο: Μεταφράζεται με το ότι, αντιστοιχεί σε ειδική πρόταση.
Χρησιμοποιείται ως:
1) Αντικείμενο σε ρήματα λεκτικά (λέγω, φημί, μολογ, κούω, πυνθάνομαι, φάσκω κ.τ.λ.), δοξαστικά (νομίζω, δοκ, οἴομαι, ἡγοῦμαι, πολαμβάνω, κρίνω, εἰκάζω κ.τ.λ.)  
      Σε ορισμένες περιπτώσεις από ρήματα γνωστικά, αισθητικά, δείξης, αγγελίας (γιγνώσκω, μανθάνω, δείκνυμι κ.τ.λ.). Τα τελευταία όμως ρήματα συνήθως εκφέρονται με κατηγορηματική μετοχή. Τότε αλλάζει το νόημά τους.
Επίσης, χρησιμοποιούνται ως αντικείμενο στα ρήματα: ὑπισχνοῦμαι, παγγέλλομαι, μνυμι, λπίζω, προσδοκ, πειλ και σε άλλα με παρόμοια σημασία μελλοντική. Από αυτά τα ρήματα το ειδικό απαρέμφατο είναι χρόνου Μέλλοντα και έχει πάντοτε άρνηση μή. Όλα τα άλλα ειδικά απαρέμφατα έχουν άρνηση ο.
Τα απαρέμφατα αυτά σε χρόνο Μέλλοντα μεταφράζονται και με το ότι και με το να.
2) Υποκείμενο σε ρήματα απρόσωπα με σημασία παρόμοια με αυτήν που έχουν τα ρήματα που συντάσσονται με ειδικό απαρέμφατο (λέγεται, ὁμολογεῖται, νομίζεται, δοκε, λπίζεται, προσδοκᾶται, ἀπειλεῖται, μνυται κ.τ.λ.)
Το ειδικό απαρέμφατο που συνοδεύεται από το ν λέγεται δυνητικό απαρέμφατο και ισοδυναμεί με δυνητική Ευκτική ή Οριστική.
      β) Τελικό απαρέμφατο: Μεταφράζεται με το να, ισοδυναμεί με πρόταση επιθυμίας.
Χρησιμοποιείται ως :
1) Αντικείμενο σε ρήματα βουλητικά (βούλομαι, θέλω, πιθυμ, φίεμαι, ζητ, ξι, ρέγομαι, κν, ἐῶ, τολμ κ.τ.λ), προτρεπτικά (προτρέπω, κελεύω, πείθω, συμβουλεύω, παραιν, κηρύττω κ.τ.λ.), απαγορευτικά (παγορεύω, κωλύω, εἴργω, ποτρέπω κ.τ.λ.), δυνητικά (δύναμαι, οἷός τ’ εἰμί, χω = μπορώ, πειρῶμαι, οἶδα, δοκ= μου φαίνεται καλό να…), στα ρήματα πέφυκα, πίσταμαι και σε άλλα με παρόμοια σημασία.
2) Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα (δε, χρή, προσήκει, πρέπει, γχωρε, στι, ξεστι, νεστι, πάρεστι, δοκε, μέλλει, μέλει, εἴμαρται, συμβαίνει, νδέχεται κ.τ.λ.) και σε απρόσωπες εκφράσεις (νάγκη στί, θέμις στί, καιρός στι, ρα στί, οἷόν τ’ στί, ξιόν στι, ῥᾲδιόν στι, χαλεπόν στι, δέον στί, εἰκός στι, πρέπον στί, δύνατόν στι, δυνατόν στι, ναγκαίως χει, καλῶς χει, ῥᾳδίως χει, ε χει κ.τ.λ.).
Το τελικό απαρέμφατο έχει άρνηση μή.
Δεν εμφανίζεται σε χρόνο Μέλλοντα, παρά μόνο αν εξαρτάται από τα ρήματα μέλλω, κν και άλλα με παρόμοια μελλοντική σημασία. Από αυτά τα ρήματα ο χρόνος μπορεί να είναι και Ενεστώτας ή Αόριστος.
            Από τα ρήματα πιτρέπω, ἐῶ, κωλύω, αἰτῶ έχουμε άλλοτε τελικό απαρέμφατο και άλλοτε απαρέμφατο του σκοπού ή του αποτελέσματος.
           Ορισμένα ρήματα, ανάλογα με την ιδιαίτερη σημασία που έχουν κάθε φορά, συντάσσονται και με ειδικό και με τελικό απαρέμφατο. π.χ. λέγω (λέγω ότι, διατάζω να …), δοκ(νομίζω ότι, μου φαίνεται καλό να …), γιγνώσκω (κρίνω ότι, αποφασίζω να …), οἶδα (ξέρω ότι, είμαι ικανός να …) κ.τ.λ.

ΕΝΑΡΘΡΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ: Συνοδεύεται από το ουδέτερο άρθρο στον ενικό αριθμό σε όλες τις πτώσεις.
Λειτουργεί ως ουσιαστικό και πολλές φορές έτσι μεταφράζεται.
            Έχει άρνηση μή.
Χρησιμοποιείται ως:
1)      Υποκείμενο
2)      Αντικείμενο
3)      Κατηγορούμενο
4)      Επεξήγηση
5)      Προσδιορισμός  (ονοματικός  ετερόπτωτος, επιρρηματικός = γενική του σκοπού ή
      του αποτελέσματος – δοτική του τρόπου κ.τ.λ., εμπρόθετος).

ΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΑΛΛΟΤΕ ΜΕ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ ΑΛΛΟΤΕ ΜΕ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥΣ

ΡΗΜΑΤΑ           ΜΕ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ     ΜΕ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ
φαίνομαι                      φαίνομαι ότι,                                       δίνω την εντύπωση ότι,
                                    αποδεικνύομαι ότι,                              προσποιούμαι ότι,
                                    είναι φανερό ότι                                  δείχνω ότι
γιγνώσκω                    γνωρίζω ότι,                                        νομίζω ότι,  κρίνω ότι,
                                    αντιλαμβάνομαι ότι                             αποφασίζω να
πίσταμαι                    γνωρίζω καλά ότι,                               ξέρω καλά να,
                                    ξέρω καλά ότι                                     είμαι ικανός να
οἶδα                             γνωρίζω ότι                                         ξέρω να,  γνωρίζω να
αἰδοῦμαι                      ντρέπομαι που κάνω κάτι                    ντρέπομαι να κάνω κάτι
αἰσχύνομαι                  ντρέπομαι που κάνω κάτι                    ντρέπομαι να κάνω κάτι
ρχομαι                       βρίσκομαι στην αρχή μιας πράξης      πρώτη φορά αρχίζω να,
                                                                                                 πρώτη φορά σκοπεύω να
                                                                                                   αρχίσω να
πιλανθάνομαι              λησμονώ ότι                                        λησμονώ να
μέμνημαι                     θυμάμαι ότι                                         έχω στο νου μου να,
                                                                                                φροντίζω να
κούω,                        με γενική προσώπου ως                      με αιτιατική + ειδικό
αἰσθάνομαι,                αντικείμενο + μετοχή (άμεση              απαρέμφατο (φήμη,
πυνθάνομαι                 αντίληψη)                                             αβέβαιο γεγονός)
                                    με αιτιατική προσώπου ως                
                                    αντικείμενο + μετοχή (έμμεση
                                    αντίληψη)
μανθάνω                      μαθαίνω ότι,                                        μαθαίνω να,
                                    γνωρίζω ότι                                         συνηθίζω να
εὑρίσκω                      καταλαβαίνω, διαπιστώνω                  ανακαλύπτω, επινοώ
                                                                                                (σπάνια περίπτωση)
συγγιγνώσκω              ξέρω καλά,                                          ομολογώ, παραδέχομαι,
                                    έχω πεποίθηση, βεβαιότητα                αναγνωρίζω
νομίζω                         ξέρω καλά (σπάνια περίπτωση)          νομίζω
οικα                           (σε ονομαστική η μετοχή) =                φαίνομαι ότι
                                    φαίνομαι ότι, φανερώνομαι
                                    (σε δοτική η μετοχή) =
                                    μοιάζω, μοιάζει
γγέλλω                      αναγγέλλω πραγματικά γεγονότα       αναγγέλλω αβέβαια ή
                                                                                                 υποτιθέμενα γεγονότα
περιορ                       παραβλέπω, αδιαφορώ,                       συγχωρώ, αφήνω,
                                    παραμελώ                                             επιτρέπω (σπάνια περίπτωση)


                           ΤΑ ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ –ΤΟΣ ΚΑΙ –ΤΕΟΣ

Τα ρηματικά επίθετα σε –τος –τη –τον σημαίνουν:
α) ό,τι και η μετοχή του παθητικού Παρακειμένου του ρήματος από το οποίο προέρχονται (γραπτός = αυτός που έχει γραφεί, δωρητός = αυτός που έχει δωρηθεί).
β) εκείνον που μπορεί να πάθει ό,τι φανερώνει το ρήμα (ρατός = αυτός που μπορεί να τον δει κανείς, λωτός = αυτός που μπορεί να κυριευθεί, διδακτός = αυτός που μπορεί να διδαχτεί).
γ) εκείνον που αξίζει να πάθει ό,τι φανερώνει το ρήμα (θαυμαστός = αυτός που αξίζει να θαυμάζεται, παινετός = αυτός που αξίζει να επαινείται, μεμπτός = αυτός που αξίζει να τον μέμφεται κανείς).
δ) ό,τι και η μετοχή του Ενεστώτα ή του Αορίστου (σπάνια) (θνητός = αυτός που πεθαίνει, πρακτος = αυτός που δεν έπραξε, στράτευτος = αυτός που δε στρατεύτηκε).
Έχουν δύο δυνατές συντάξεις:
1) Προσωπική (το ρηματικό επίθετο λειτουργεί ως κατηγορούμενο, ενώ συνοδεύεται και από δοτική προσωπική του ποιητικού αιτίου ή εμπρόθετο προσδιορισμό του ποιητικού αιτίου. Μερικές φορές το ρηματικό επίθετο μπορεί να λειτουργεί και ως επιθετικός προσδιορισμός, υποκείμενο ή αντικείμενο).
2) Απρόσωπη (το ρηματικό επίθετο βρίσκεται στο ουδέτερο γένος και συνοδεύεται από το ρήμα στί. Συνοδεύεται επίσης και από δοτική προσωπική του ποιητικού αιτίου. Σε λίγες περιπτώσεις συνοδεύεται και από απαρέμφατο ή ονοματική πρόταση ως υποκείμενο ή σπάνια και από σύστοιχο υποκείμενο).
Η προσωπική σύνταξη αναλύεται σε δυνατός ή ξιός στι + παθητικό απαρέμφατο (ο βιωτός στιν = οὐκ ξιός στι βιωθῆναι….)
Η απρόσωπη σύνταξη αναλύεται σε δυνατόν ή ξιόν στι + ενεργητικό ή μέσο απαρέμφατο (βιωτόν στιν = ξιόν στι ζῆν).
Τα ρηματικά επίθετα σε –τέος –τέα –τέον σημαίνουν :
ότι πρέπει να γίνει αυτό που φανερώνει το ρήμα από το οποίο παράγονται (διδακτέος = αυτός που πρέπει να διδαχτεί, γραπτέος = αυτός που πρέπει να γραφεί, τιμωρητέος = αυτός που πρέπει να τιμωρηθεί).
Έχουν δύο δυνατές συντάξεις:
1) Προσωπική (το ρηματικό επίθετο λειτουργεί συνήθως ως κατηγορούμενο του υποκειμένου, ενώ συνοδεύεται και από δοτική προσωπική του ποιητικού αιτίου). Αναλύεται σε δε + παθητικό απαρέμφατο (φελητέα σοι πόλις στί = δε φελεσθαι τήν πόλιν).
2) Απρόσωπη (το ρηματικό επίθετο βρίσκεται στο ουδέτερο γένος και μπορεί να συνοδεύεται από το ρήμα στί, το οποίο όμως μπορεί και να παραλείπεται. Συνοδεύεται επίσης από δοτική προσωπική του ποιητικού αιτίου και ορισμένες φορές από το αντικείμενο, ανάλογα με το ρήμα από το οποίο προέρχεται το ρηματικό επίθετο, αν δηλαδή συντάσσεται με αντικείμενο ή με κάτι άλλο. Στην απρόσωπη σύνταξη δεν υπάρχει υποκείμενο. Ορισμένες φορές αντί για τη δοτική προσωπική υπάρχει μια αιτιατική ως υποκείμενο του απαρεμφάτου μετά την ανάλυση του ρηματικού επιθέτου).
Αναλύεται σε δε + ενεργητικό ή μέσο απαρέμφατο (τούς φίλους εὐεργετητέον στί = δε εὐεργετεῖν τούς φίλους).
Σημείωση: Η δοτική δίπλα στα ρηματικά επίθετα δεν είναι πάντοτε δοτική προσωπική.                     
                                             ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ
γαμαι = γαστός, ξιάγαστος
γορεύω = ητός, ρρητος, προσρητέον, πορρητέον
γω = κτέον (και σύνθετα : εἰσακτέον κ.τ.λ.)
δω = στέον
αἰνῶ = αἰνετός, αἰνετέος
αἱρῶ = αἱρετός (και σύνθετα), αἱρετέος, αἱρετέον (και σύνθετα)
αἰσθάνομαι = αἰσθητός (και σύνθετα)
αἰτιῶμαι = αἰτιατέος
αἰσχύνω = αἰσχυντέον, ναίσχυντος
ἀκοῦμαι = κεστός, νήκεστος
κούω = κουστός, κουστέος
λείφω = νεξάλειπτος
λίσκομαι = λωτός (και σύνθετα)
λλάττω = νταλλακτέον, διάλλακτος (και άλλα σύνθετα)
μαρτάνω = ναμάρτητος, πεξαμαρτητέον
μφισβητ = μφισβητητός, ναμφισβήτητος
ναλίσκω = ναλωτός
νοίγω = νοικτός, νοικτέον
νύω = νυστός
ποδιδράσκω = δραστος, ναπόδραστος
ἀποθνῂσκω = θνητός
πτω = πτός, πτέον
ρέσκω = ρεστός
ρκ = ρκετός
ρχω = ρκτέον, παρκτέον
αὔξω = αὐξητός, αὐξητέον
ἀφικνοῦμαι = φικτός, νέφικτος
βαίνω = βατός (και σύνθετα), καταβατέον, διαβατέος
βάλλω = πόβλητος (και άλλα σύνθετα), ποβλητέος (και άλλα σύνθετα)
βιβάζω = ναβιβαστέον, καταβιβαστέος
βιβρώσκω = βρωτός
βλέπω = βλεπτέον (και σύνθετα)
βούλομαι = βουλητός, βουλητέον
γελ = γέλαστος, καταγέλαστος
γηράσκω = γήρατος
γίγνομαι = γένητος
γιγνώσκω = γνωστός (και σύνθετα), γνωστέον, συγγνωστέα
γράφω = γραπτέον, γραπτός (και σύνθετα)
δείκνυμι = ναπόδεικτος (και άλλα σύνθετα), δεικτέον (και σύνθετα)
δέομαι = δέητος
δέω - δ = δετός (και σύνθετα), δετέος
διαλέγομαι = διαλεκτέον
δίδωμι = δοτός (και σύνθετα), δοτέος (και σύνθετα)
διώκω = διωκτέος, διωκτός
δοκ = δόκητος
δρ = δραστέον
δύναμαι = δυνατός, δύνατος
δύω = δυτον, ποδυτέον
ἐῶ = ατέος
γγυ = γγυητή
γείρω = γερτός, γερτέος
θέλω = θελητός
θίζω = θιστέον, συνεθιστέον
εἰκάζω = εἰκαστός, πεικαστέον
εἰμί = συνεστέον
λαύνω = λατέον, λατός (και σύνθετα)
λέγχω = νέλεγκτος (και άλλα σύνθετα), λεγκτέος
λίττω = λικτός
λκω = λκτός, λκτέον, λκυστέον
ξετάζω = ξεταστέον, νεξέταστος
πανορθ = πανορθωτέος
πείγω = πεικτέον
ἐπιμελοῦμαι = πιμελητέον
πίσταμαι = πιστητός, πιστητέος
ργάζομαι = ργαστέον, διέργαστος (και άλλα σύνθετα)
ρχομαι - εἶμι = τέον, τός
ρωτ = ρωτητέον, νερωτητέον
σθίω = δεστά, δεστέον
εὑρίσκω = εὑρετός (και σύνθετα), εὑρετέον (και σύνθετα)
εὔχομαι = εὐκτός (και σύνθετα), εὐκτέον
χω = νεκτός (και άλλα σύνθετα), κτέον (και σύνθετα)
ψω = ψητός, φθός, πτός
ζεύγνυμι = ζευκτός
ζ = βιωτός (και σύνθετα), βιωτέος, βιωτέον
ζώννυμι = ζωστός, ζωστος
θάπτω = θαπτος, θαπτέον
θαυμάζω = θαυμαστός, ξιοθαύμαστος, θαυμαστέον
θηρ = θηρατός, θηρατέος, θηρατέον
θιγγάνω = θικτος, εὔθικτος
θραύω = θραυστός (και σύνθετα)
θύω = θυτέον, θυτος
ἰῶμαι = ατός (και σύνθετα), ατέος
ημι = φετος (και άλλα σύνθετα), φετέον (και άλλα σύνθετα)
στημι = νάστατος (και άλλα σύνθετα), ποστατέον (και άλλα σύνθετα)
καθαίρω = κάθαρτος
καθεύδω = καθευδητέον
καίω = καυστος, καυτος, περίκαυστος, πυρίκαυστος, πυρίκαυτος
καλ = κλητός (και σύνθετα)
κάμνω = ποκμητέον
κατάγνυμι = κατακτός
καταλεύω = λιθόλευστος
κατηγορ = εὐκατήγορος, κατηγορητέον
κεῖμαι = διακειτέον
κελεύω = κέλευστος, κελευστέος
κεράννυμι = κρατος (και άλλα σύνθετα), συγκρατέον
κλαίω = κλαυτός (και σύνθετα), κλαυστός
κλῂω – κλείω = κλῃστός (και σύνθετα), κλειστός
κλέπτω = κλεπτέον
κρεμάννυμι = κρεμαστός
κρούω = κρουστέον (και άλλα σύνθετα)
κρύπτω = κρυπτέον, εὔκρυπτος
κτῶμαι = κτητός (και σύνθετα), κτητέον
λαγχάνω = ληκτέος
λαμβάνω = ληπτός (και σύνθετα), ληπτέον (και σύνθετα)
λέγω = λεκτός (και σύνθετα), ρρητος (και άλλα σύνθετα), λεκτέον, λεκτέος, ητέον,
             ητέος, ητός
λείπω = διάλειπτος (και άλλα σύνθετα), πολειπτέον (και άλλα σύνθετα)
μανθάνω = μαθητός (και σύνθετα), μαθητέον (και σύνθετα)
μάχομαι = μαχητός (και σύνθετα), μαχητέον (και σύνθετα)
μείγνυμι = μεικτός (και σύνθετα), μεικτέον (και σύνθετα)
μέλει = μελητέον
μέλλω = μελλητέον
μένω = μενετός, μενετέον (και σύνθετα)
μιμνήσκω = μνηστός (και σύνθετα), πιμνηστέον
νέμω = νέμητος, διανεμητέος, πινεμητέον
νέω = νευστέον
νομίζω = νομιστέον
ξέω = ξεστός, ξεστος, κατάξεστος
ξύω = ξυστός, ξυστόν
οἶδα = στέον
οἴομαι = οἰητέον
οἴχομαι = οἰχητέον
μνυμι = νώμοτος, πώμοτος, συνώμοτον
νίνημι = νόνητος, νητός, νητέος, νητέον
ρ = ρατός (και σύνθετα), οπτος (και άλλα σύνθετα), κατοπτέον (και άλλα 
            σύνθετα)
ρύττω = ρυκτός
παίζω = παικτός, παικτέον, παιστέον
παίω = νάπαιστος
παύω = παυστος, παυτος, παυστέον, δυσκατάπαυστος
πείθω = μεταπειστός (και άλλα σύνθετα), πειστέον
πέμπω = πεμπτός (και σύνθετα), πεμπτέον
πετάννυμι = πεταστός
πήγνυμι = πηκτός
πίμπλημι = πληστος, μπληστέος
πίνω = ποτος, ποτέος, ποτέον
πιπράσκω = πρατος, πρατέος
πλέκω = πλεκτός
πλέω = πλευστος, πλευστέον
πλήττω = πληκτος (και άλλα σύνθετα), καταπληκτέον
πνέω = μπνευστός
ποθ = ποθητός (και σύνθετα), πόθεστος
πράττω = πρακτος (και άλλα σύνθετα), πρακτέος, πρακτέον
προθυμοῦμαι = προθυμητέον
προφασίζομαι = προφάσιστος, εὐπροφάσιστος
πταίω = πταιστος
πτύω = κατάπτυστος
πυνθάνομαι = πυστος, κπυστος, πευστέον
έω = υτός (και σύνθετα), ευστός
ήγνυμι = ρρηκτος
ίπτω = ιπτός
ώννυμι = ρρωστος, εὔρωστος
σβέννυμι = σβεστος
σείω = διάσειστος
σημαίνω = σήμαντος
σήπω = σηπτος
σκεδάννυμι = σκεδαστός
σκοπ = σκεπτος (και άλλα σύνθετα), σκεπτέον, σκεπτέος (και σύνθετα)
σπ = διάσπαστος (και άλλα σύνθετα)
σπένδω = σπειστος
σπουδάζω = σπουδαστός (και σύνθετα), σπουδαστέος, σπουδαστέον
στρέφω = στρεπτός, ναστρεπτέον
στρώννυμι = στρωτός, στρωτος
σφάττω = σφακτός
τάττω = τακτός (και σύνθετα), τακτέον (και σύνθετα)
τείνω = κτατός, συντατέον
τελ = τέλεστος, πιτελεστέον
τέμνω = τμητός (και σύνθετα), τμητέον (και σύνθετα)
τήκω = τηκτός, τηκτος
τίθημι = θετός (και σύνθετα), θετέον (και σύνθετα)
τίνω = ποτειστέον
τιτρώσκω = τρωτός, τρωτος
τρέπω = τρεπτός (και σύνθετα), τρεπτέον, πιτρεπτέον
τρέφω = θρεπτέος, θρεπτέον
τρέχω = περιθρεκτέον
φέρω = οἰστόν, οἰστέον (και σύνθετα)
φεύγω = φυκτος, φευκτέος, φευκτός, φευκτέον, προσφευκτέον
φημί = φατός, φατος, φατέον
φθείρω = φθαρτός, φθαρτος, διάφθαρτος, εὐδιάφθαρτος
φυλάττω = φύλακτος (και άλλα σύνθετα), φυλακτέος, φυλακτέον
φύω = μφυτος, σύμφυτος
χαίρω = χαρτός, πίχαρτος
χαρίζομαι = χάριστος, χαριστέον
χέω = χυτός
χρῶμαι = χρηστός (και σύνθετα)
χωρ = ναχωρητέον
ψαύω = ψαυστος
ψηφίζω = ποψηφιστέον, καταψηφιστέον
θ = πωστός
ὠνοῦμαι = νητός, νητέος, ργυρώνητος
φελ = φελητέον (και σύνθετα)

                            ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ
            Παροντικοί ή αρκτικοί χρόνοι: Ενεστώτας, Παρακείμενος με σημασία Ενεστώτα (δέδοικα, οικα, κέκτημαι, μέμνημαι, οἶδα, εἴωθα κ.τ.λ.).
Παρελθοντικοί ή ιστορικοί χρόνοι: Παρατατικός, Αόριστος, Παρακείμενος (εν μέρει), Υπερσυντέλικος.
Μελλοντικοί χρόνοι: Μέλλοντας, Συντελεσμένος Μέλλοντας.
Ως προς τον τρόπο ενέργειας οι χρόνοι χωρίζονται σε :
Εξακολουθητικούς: Ενεστώτας, Παρατατικός, Μέλλοντας (εν μέρει, όταν δηλώνει κάτι που εξακολουθεί στο μέλλον).
Συνοπτικούς ή στιγμιαίους: Αόριστος, Μέλλοντας (εν μέρει, όταν δηλώνει κάτι που θα γίνει συνοπτικά στο μέλλον).
Συντελικούς: Παρακείμενος, Υπερσυντέλικος, Συντελεσμένος Μέλλοντας.
Σημειώσεις: Ο Ενεστώτας μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που έγινε ήδη στο παρελθόν (ιστορικός ή δραματικός Ενεστώτας).
Ορισμένες φορές δηλώνει ότι κάτι θα γίνει οπωσδήποτε στο μέλλον. Έτσι χρησιμοποιείται ο Ενεστώτας εἶμι ως Μέλλοντας του ρήματος ρχομαι.
Άλλες φορές πάλι χρησιμοποιείται σε θέση Παρακειμένου, για κάτι που εξακολουθεί να υπάρχει ως αποτέλεσμα από το παρελθόν (Αποτελεσματικός Ενεστώτας). Έτσι χρησιμοποιούνται οι Ενεστώτες: κω, οἴχομαι, κάθημαι, κεῖμαι, κούω, αἰσθάνομαι, γιγνώσκω, νικ, φεύγω.
Ο Ενεστώτας και ο Παρατατικός μπορεί να δηλώνουν και απόπειρα (Αποπειρατικός Ενεστώτας, Παρατατικός). Μεταφράζονται με το προσπαθώ να …, θέλω να ….
Σε όσα ρήματα οι Ενεστώτες χρησιμοποιούνται σε θέση Παρακειμένου οι Παρατατικοί χρησιμοποιούνται σε θέση Υπερσυντέλικου (κον, χόμην, καθήμην - καθήμην, κείμην).
Ο Αόριστος μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που ισχύει πάντοτε (Γνωμικός Αόριστος). Τότε μεταφράζεται με Ενεστώτα.
Ο Παρακείμενος ενός ρήματος μπορεί να εκφέρεται και περιφραστικά: με το ρήμα εἰμί + τη μετοχή Παρακειμένου του ρήματος ή με το ρήμα χω + τη μετοχή Αορίστου του ρήματος (δεδρακώς εἰμί = δέδρακα, θαυμάσας χω = τεθαύμακα κ.τ.λ.).
Ορισμένοι Υπερσυντέλικοι έχουν σημασία Παρατατικού (δεδοίκειν, ἐῲκειν, κεκτήμην, μεμνήμην, δειν – δη, εἰώθεινεἰωθώς ν).

                         ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΣΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ
Όλοι οι χρόνοι της Υποτακτικής και της Προστακτικής στις κύριες προτάσεις αναφέρονται στο παρόν (αρκτικοί). Στις δευτερεύουσες όμως προτάσεις (για την Υποτακτική) είναι αρκτικοί, μόνο αν το ρήμα της κύριας πρότασης από την οποία εξαρτάται βρίσκεται σε αρκτικό χρόνο. Αν το ρήμα της κύριας πρότασης βρίσκεται σε ιστορικό χρόνο, τότε αναφέρονται στο παρελθόν. Στην Ευκτική βοηθούν πολύ και τα συμφραζόμενα στις κύριες προτάσεις. Στις δευτερεύουσες προτάσεις με Ευκτική ισχύει ό,τι και στις δευτερεύουσες προτάσεις με Υποτακτική.
Η μετοχή και το απαρέμφατο Ενεστώτα, όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου, ισοδυναμούν με Παρατατικό.
Η μετοχή και το απαρέμφατο Παρακειμένου, όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου, ισοδυναμούν με Υπερσυντέλικο.
 Η μετοχή δηλώνει:
α) το σύγχρονο, όταν βρίσκεται σε χρόνο Ενεστώτα (συνήθως).
β) το προτερόχρονο, όταν βρίσκεται σε χρόνο Αόριστο ή Παρακείμενο (συνήθως).
γ) το υστερόχρονο, όταν βρίσκεται σε χρόνο Μέλλοντα (συνήθως).
ΟΙ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΚΥΡΙΕΣ (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ) ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
            Οι κύριες προτάσεις χωρίζονται σε κύριες προτάσεις κρίσης και επιθυμίας.
                            
ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΡΙΣΗΣ (Άρνηση ο)
Εκφέρονται με τις εξής εγκλίσεις:
α) Οριστική: εκφράζει κάτι το πραγματικό. Στον Ενεστώτα και Παρακείμενο το πραγματικό στο παρόν, στον Παρατατικό, Αόριστο και Υπερσυντέλικο το πραγματικό στο παρελθόν, στο Μέλλοντα και στο Συντελεσμένο Μέλλοντα το πραγματικό στο μέλλον.
Οι φράσεις λίγου ή μικρο δεῖν + Αόριστος, λίγου ή μικρο + Αόριστος σημαίνουν: λίγο έλειψε να….
β) Δυνητική Οριστική: (είναι η Οριστική ιστορικού χρόνου με το ν). Εκφράζει το δυνατό στο παρελθόν ή το αντίθετο του πραγματικού. Η Οριστική Αορίστου ή Παρατατικού με το ν δηλώνει και την επανάληψη στο παρελθόν.
Η δυνητική Οριστική του Παρατατικού μεταφράζεται με το θα + Παρατατικό, ενώ του Αορίστου με το θα + Υπερσυντέλικο. Δυνητική Οριστική με Υπερσυντέλικο δεν εμφανίζεται.
* Με τα ρήματα δύναμαι, βούλομαι, ἐθέλω, κινδυνεύω, λπίζω και με απρόσωπα ρήματα ή εκφράσεις και με τα ρηματικά επίθετα σε –τος, -τέος δηλώνεται το μη πραγματικό και χωρίς το δυνητικό ν, αρκεί η Οριστική να είναι ιστορικού χρόνου.
γ) Δυνητική Ευκτική: (είναι η Ευκτική με το δυνητικό ν). Εκφράζει το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον. Δεν εμφανίζεται σε χρόνο Μέλλοντα.
            Μπορεί επίσης να εκφράζει:
κάτι πιθανό (όπως ο Μέλλοντας)
κάποια γνώμη με μετριοπάθεια
ευγενική προσταγή
 Η δυνητική Ευκτική μεταφράζεται με: μπορεί να …. ή θα + Παρατατικό.
                            
ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ (Άρνηση μή)
Εκφέρονται με τις εξής εγκλίσεις:
α) Ευχετική Οριστική: (είναι η Οριστική Παρατατικού ή Αορίστου με το ε γάρ ή το εἴθε). Εκφράζει ευχή που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί.
            Η ανεκπλήρωτη ευχή μπορεί να εκφραστεί και με :
            φελον + απαρέμφατο Ενεστώτα ή Αορίστου
            βουλόμην ν + απαρέμφατο
            ξίουν + απαρέμφατο
β) Υποτακτική: εκφράζει αυτό που περιμένουμε να γίνει.
            Χωρίζεται σε :
1)      Βουλητική Υποτακτική: εκφράζει επιθυμία, βρίσκεται συνήθως στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο και σπάνια στο α΄ ενικό πρόσωπο. Λέγεται και Προτρεπτική Υποτακτική. Συνοδεύεται συχνά από τα μόρια γε, θι, φέρε.
2)      Απαγορευτική ή Αποτρεπτική Υποτακτική: εκφράζει απαγόρευση ή αποτροπή. Βρίσκεται συνήθως σε β΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού ή πληθυντικού αριθμού.
3)      Απορηματική Υποτακτική: εκφράζει απορία. Τη συναντούμε σε ευθείες ερωτήσεις στο α΄ πρόσωπο. Συχνά μετά τα βούλει, βούλεσθε.
γ)  Ευχετική Ευκτική: εκφράζει ευχή. Μπορεί να συνοδεύεται από τα εἴθε, ε γάρ.
δ) Προστακτική: εκφράζει προσταγή, απαγόρευση, προτροπή, συμβουλή, παράκληση, ευχή, συγκατάθεση ή παραχώρηση.

                     Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΤΟΥΣ

Η σύνδεση γίνεται με 3 τρόπους:
α) Ασύνδετο σχήμα: μπαίνει η μία δίπλα στην άλλη χωρίς σύνδεσμο και χωρίζονται με κόμμα.
β) Παρατακτική σύνδεση (Παράταξη): γίνεται με παρατακτικούς συνδέσμους : συμπλεκτικούς, αντιθετικούς, διαχωριστικούς, συμπερασματικούς, αιτιολογικούς.
Το ασύνδετο σχήμα και η παρατακτική σύνδεση συνδέουν όμοιες προτάσεις (κύριες με κύριες, δευτερεύουσες με δευτερεύουσες του ίδιου είδους). Επίσης συνδέουν και όμοιους συντακτικά όρους.
γ) Υποτακτική σύνδεση (Υπόταξη): γίνεται με υποτακτικούς συνδέσμους (ειδικούς, ενδοιαστικούς, αιτιολογικούς, τελικούς, αποτελεσματικούς, υποθετικούς, παραχωρητικούς, χρονικούς), με αναφορικές αντωνυμίες, με αναφορικά επιρρήματα, με ερωτηματικές αντωνυμίες, με ερωτηματικά επιρρήματα.
Η υποτακτική σύνδεση συνδέει ανόμοιες προτάσεις (κύριες με δευτερεύουσες, δευτερεύουσες με διαφορετικές δευτερεύουσες).
                                      
                                     ΠΑΡΑΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ
α) Συμπλεκτικοί σύνδεσμοι: η σύνδεση μπορεί να είναι καταφατική ή αποφατική (αρνητική).
1)      Καταφατική σύνδεση: με τους συνδέσμους: καί, τέ
για έμφαση με τους συνδέσμους: καί – καί, τέ – καί, τέ – τέ (σπάνια)
για δήλωση 2 σύγχρονων πράξεων με τα: μα – καί, μα τε – καί, εὐθύς – καί, εὐθύς τε – καί, δη – καί, δη τε – καί, οὔπω – καί, οὔπω τε – καί.
2)      Αποφατική σύνδεση:
Όταν υπάρχει άρνηση και  στις  2  προτάσεις  με  τους  συνδέσμους:  οὔτεοὔτε, μήτε – μήτε, οὔτε – μήτε, μήτε – οὔτε.
Όταν υπάρχει άρνηση μόνο  στη  μία  από  τις  2  προτάσεις με τους  συνδέσμους:
καί ο, καί μή, οὔτε – τε, μήτε – τε.
Οι σημασίες του καί:
1)      Συμπλεκτικός = και
2)      Προσθετικός = επιπλέον, επίσης
3)      Επιδοτικός = ακόμα και
4)      Εναντιωματικός = αν και (συνοδεύει εναντιωματικές μετοχές)
5)      Μεταβατικός = στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου = και
6)      Επιτατικός = και μάλιστα (επιτείνει επίθετα ή επιρρήματα ποσοτικά)
7)      Αντιθετικός = και όμως, αλλά και
8)   Ομοιωματικός = όπως και, ακριβώς (μετά από λέξη που δηλώνει ισότητα, ταυτότητα, ομοιότητα)
9)      Διασαφητικός = δηλαδή
10)  Απορηματικός = άραγε, τάχα, τέλος πάντων (στην αρχή ευθέων ερωτηματικών προτάσεων)
11)  Συμπερασματικός = και έτσι, και γι’ αυτό, και επομένως
12)  Προτρεπτικός = εμπρός, ορίστε (μπροστά από Προστακτική)

β) Αντιθετικοί σύνδεσμοι:
1) Απλή αντιθετική σύνδεση: με τους αντιθετικούς συνδέσμους μέν, δέ, λλά, μέντοι, μήν, λλά μήν, καί μήν, ο μήν λλά, μως, καίτοι, μως μέντοι, λλ’ μως,  μέν – δέ.

Σημειώσεις: Οι σύνδεσμοι μέν, δέ, μήν, μέντοι μπαίνουν ύστερα από κάποιες λέξεις.
Ο σύνδεσμος καίτοι συνδέει μόνο περιόδους ή ημιπεριόδους, ενώ οι άλλοι αντιθετικοί σύνδεσμοι συνδέουν και όμοιες προτάσεις ή συντακτικούς όρους των προτάσεων.
Με τους συνδέσμους μέν – δέ συνδέονται προτάσεις αντίθετες ή με διαφορετικό περιεχόμενο.
Σε έντονη αντίθεση μετά το μέν ακολουθεί το λλά ή το μέντοι ή το δ’ α ή το ο μήν.
Όταν ο μέν χρησιμοποιείται χωρίς το δέ μεταφράζεται: τουλάχιστο ή βέβαια (σχήμα ανανταπόδοτο).
Όταν ο δέ χρησιμοποιείται χωρίς να προηγείται ο μέν είναι αντιθετικός ή μεταβατικός = καί.
Ο σύνδεσμος λλά ή λλ’ είναι:
  Α) Αντιθετικός = αλλά
  Β) Περιοριστικός = παρά μόνο (μετά από αρνητική πρόταση)
  Γ) Προτρεπτικός = εμπρός  λοιπόν,  λοιπόν  (μετά από Προστακτική ή προτρεπτική
                                  Υποτακτική)
  Δ) Παραχωρητικός = τουλάχιστο     (μετά     από     υποθετική,      αιτιολογική      ή
   εναντιωματική πρόταση) 
  Ε) Αντιλογικός = απεναντίας   (ύστερα   από   ερωτηματική   πρόταση,   στην   αρχή
                                περιόδου ή ημιπεριόδου)
  Στ) Απορηματικός = μήπως (στην αρχή ερωτήσεων)
2)      Επιδοτική σύνδεση: σε αυτή τη σύνδεση η δεύτερη πρόταση ή ο δεύτερος όρος προσθέτει κάτι πιο σπουδαίο ή πιο έντονο.
          Όταν  έχουμε  κατάφαση  και  στις  δύο  προτάσεις,  οι προτάσεις  συνδέονται  με τα: ο μόνον – λλά καί, μή μόνον – λλά καί, οὐχ τι – λλά καί, μή τι – λλά καί.
          Όταν έχουμε άρνηση και στις 2 προτάσεις, οι προτάσεις συνδέονται με οὐχ πως – λλ’ οὐδέ, οὐχ πως – λλά μηδέ, μή πως  –  λλ’  οὐδέ,  μή  πως  –  λλά  μηδέ, οὐχ τι – λλ’ οὐδέ, οὐχ τι – λλά μηδέ, μή τι – λλ’ οὐδέ, μή τι – λλά μηδέ.
Όταν έχουμε άρνηση στην πρώτη και κατάφαση στη δεύτερη πρόταση, οι προτάσεις συνδέονται με οὐχ πως – λλά καί, οὐχ πως – λλά.

γ) Διαχωριστικοί σύνδεσμοι: Είναι  οι  εξής:  εἴτε –  εἴτε,  καί τοι,  άντε – άντε, ντε – ντε, ντε – ντε.
            Ο σύνδεσμος ή είναι:
1)      Διαχωριστικός – Διαζευκτικός = ή
2)      Επανορθωτικός = ή καλύτερα ή μάλλον
3)      Διασαφητικός = ή μήπως (στην αρχή ερωτηματικών προτάσεων)
4)      Συγκριτικός = παρά, από, από ό,τι (εισάγει β΄ όρο σύγκρισης)
5)      Αντιθετικός = ειδάλλως, διαφορετικά

δ) Συμπερασματικοί σύνδεσμοι: Παρατακτικοί συμπερασματικοί σύνδεσμοι είναι οι εξής: ρα, δή, οὖν, γοῦν, οὔκουν, οὐκοῦν, τοίνυν, τοιγαροῦν, τοιγάρτοι, στε, μέν οὖν.
Σημειώσεις: Οι σύνδεσμοι ρα, δή, οὖν, γοῦν, τοίνυν μπαίνουν ύστερα από μία ή περισσότερες λέξεις.
            Ο σύνδεσμος μέν οὖν σε απαντήσεις σημαίνει εντελώς αντίθετα.
Ο σύνδεσμος οὐκοῦν εισάγει συμπέρασμα καταφατικό (λοιπόν), ενώ ο οὔκουν αρνητικό (λοιπόν δεν).
Οι σύνδεσμοι τοιγαροῦν, τοιγάρτοι εισάγουν συμπέρασμα με μεγάλη βεβαιότητα.
Ο σύνδεσμος στε είναι παρατακτικός συμπερασματικός στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου και μεταφράζεται: επομένως, γι’ αυτό λοιπόν. Σε άλλες περιπτώσεις εισάγει δευτερεύουσα συμπερασματική πρόταση.

ε) Αιτιολογικοί σύνδεσμοι: Παρατακτικοί αιτιολογικοί σύνδεσμοι είναι οι εξής : γάρ, ς, πεί (οι δύο τελευταίοι είναι συνήθως υποτακτικοί).
Οι σύνδεσμοι ς, πεί ως παρατακτικοί αιτιολογικοί σύνδεσμοι συνδέουν πάντοτε περιόδους ή ημιπεριόδους.
Ο σύνδεσμος πεί έχει μερικές φορές τη σημασία του αντιθετικού συνδέσμου καίτοι.
            Ο σύνδεσμος γάρ:
Μπαίνει ύστερα από μία ή δύο λέξεις μιας πρότασης και συνδέει περιόδους ή ημιπεριόδους.
Πολλές φορές εισάγει παρενθετικές προτάσεις. Μεταφράζεται: βέβαια. Έτσι μεταφράζεται και με το λλά (λλά γάρ), σε ζωηρό διάλογο, σε ευχετικές προτάσεις (ε γάρ). Μεταφράζεται: και λοιπόν, μακάρι βέβαια.
Το καί γάρ μεταφράζεται: γιατί και, και μάλιστα, αφού μάλιστα.
Ο γάρ είναι και επεξηγηματικός. Μεταφράζεται με το: δηλαδή, στην αρχή συνήθως διήγησης.

                               ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ
Γίνεται με τους υποτακτικούς συνδέσμους:
1)      Eιδικούς: τι, ς
2)      Ενδοιαστικούς: μή, μή ο, πως μή
3)      Αιτιολογικούς: διότι, τι, ς, πεί, πειδή, τε, πότε, ε
4)      Τελικούς: να, πως, ς
5)      Αποτελεσματικούς: στε, ς (ως αποτελεσματικοί σύνδεσμοι που εισάγουν αποτελεσματικές – συμπερασματικές προτάσεις χρησιμοποιούνται τα φ’ , φ’ τε).
6)      Υποθετικούς: ε, άν, ν, ν
7)      Εναντιωματικούς: ε καί, ν καί, ν καί, άν καί
8)      Παραχωρητικούς: καί ε, καί ν, κἄν, οὐδ’ ε, οὐδ’ άν, μήδ’ άν, οὐδ’ ν, μήδ’ ν
9)      Χρονικούς: τε, πότε, ς, νίκα, πηνίκα, ν , πεί, πειδή, ως, στε, χρι, μέχρι, ξ ο, φ’ ο, πρίν, ταν, πόταν, πάν, πειδάν, πρίν ν, ως ν, φ’ του, ξ του, ως ο, εἰς , εἰς τε, μέχρι ο, μέχρι του, χρι ο, ν σ, εἰς σον, καθ’ σον
            με τα χρονικά επιρρήματα: σάκις, ποσάκις
            με τις χρονικές εκφράσεις: πεί πρῶτον, πεί τάχιστα, ς τάχιστα κ.τ.λ.
10) Ερωτηματικούς - ερωτηματικά μόρια: ε, άν, ν, ν, ε, πότερον – , πότερα – , εἴτε
           εἴτε
          Στις πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις:  με   τις   ερωτηματικές    αντωνυμίες  (τίς,   
            πότερος,   πόσος,  ποῖος,  πηλίκος, ποδαπός, πόστος, ποσταῖος)
            με τα ερωτηματικά επιρρήματα (πο,  πο,  πόθεν,   πότε,   πηνίκα,   πῶς,   π,
πόσον)
            με  τις  αναφορικές  αντωνυμίες  (στις, ς, σπερ,  πότερος,  σος,  πόσος, 
οἷος, ὁποῖος, λίκος, πηλίκος, ποδαπός)
            με   τα   αναφορικά  επιρρήματα  (οπου, νθα, θι, ο, ποι, θεν, πόθεν,
νθεν, τε, πότε, νίκα, πηνίκα, ς, σπερ, πως , π, που, πόσον) 
     
                                ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Οι δευτερεύουσες προτάσεις χωρίζονται σε:
α) Ονοματικές: λειτουργούν όπως και τα ονόματα ως υποκείμενα, αντικείμενα κ.τ.λ.
β) Επιρρηματικές: λειτουργούν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί (χρόνου κ.τ.λ.)
                              
                           ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1.      ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Εισάγονται με: τους ειδικούς συνδέσμους τι, ς, πως (πολύ σπάνια)
Εκφέρονται με: Οριστική (δηλώνουν το πραγματικό)
                            Δυνητική Οριστική (δηλώνουν το αντίθετο του πραγματικού ή το
                                                δυνατό στο παρελθόν)
                            Δυνητική Ευκτική (δηλώνουν το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον)
                            Ευκτική του πλάγιου λόγου (όταν η ειδική πρόταση εξαρτάται από
                                       ρήμα ιστορικού χρόνου και δηλώνει υποκειμενική γνώμη ή
                                       ανεπιβεβαίωτη φήμη)
Ο σύνδεσμος τι δηλώνει κάτι το πραγματικό.
Ο σύνδεσμος ς δηλώνει υποκειμενική γνώμη.
Οι ειδικές προτάσεις εξαρτώνται από ρήματα:
            Λεκτικά (λέγω, γγέλλω, διδάσκω, μολογ, ποκρίνομαι, διηγοῦμαι κ.τ.λ.)
            Δεικτικά (δηλ, δείκνυμι, ποδείκνυμι, πιδείκνυμι κ.τ.λ.)
            Αισθητικά (αἰσθάνομαι, ὁρῶ, κούω κ.τ.λ.)
       Γνωστικά (γιγνώσκω, οἶδα, μανθάνω, πυνθάνομαι, ἀναμιμνῂσκομαι, πίσταμαι, λογίζομαι κ.τ.λ.)
Χρησιμεύουν ως: Αντικείμενο (από ρήματα λεκτικά, δεικτικά, αισθητικά, γνωστικά)
                              Υποκείμενο (από απρόσωπα ρήματα ή  απρόσωπες  εκφράσεις  με
                                    σημασία ανάλογη των παραπάνω ρημάτων, όπως:  γγέλλεται,
                                    δῆλόν στι, λις στί, λέγεται, λπίς στι, ρκε κ.τ.λ.)
                              Επεξήγηση (κυρίως σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας και σπάνια
                                    σε   λέξη  με  σημασία  όμοια  με  τη  σημασία  των  παραπάνω
                                    ρημάτων, όπως: λόγος, μύθος κ.τ.λ.)
Σημειώσεις: Για να είναι μια δευτερεύουσα ονοματική πρόταση επεξήγηση, πρέπει αυτό που επεξηγείται (συνήθως ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας) να προηγείται. Αν το ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας ακολουθεί τη δευτερεύουσα πρόταση, τότε αυτό δεν είναι επεξήγηση, αλλά λέγεται ανακεφαλαιωτικό αντικείμενο του ρήματος της πρότασης που ανήκει, καθώς ουσιαστικά με μια λέξη ανακεφαλαιώνει όσα αναφέρθηκαν στη δευτερεύουσα ονοματική πρόταση. Σε αυτή την περίπτωση η δευτερεύουσα πρόταση είναι αντικείμενο του ρήματος της πρότασης από την οποία εξαρτάται.
Οι φράσεις οἶδ’ τι, ε οἶδ’ τι, δῆλον τι είναι βεβαιωτικά επιρρήματα (βέβαια, βεβαιότατα, ολοφάνερα).
Από λεκτικά ρήματα εκτός από ειδικές προτάσεις εξαρτώνται και ειδικά απαρέμφατα
Από το ρήμα φημί εξαρτάται σχεδόν πάντα ειδικό απαρέμφατο. Από αισθητικά και γνωστικά ρήματα εξαρτώνται και κατηγορηματικές μετοχές.
Μια ειδική πρόταση μπορεί να αποτελεί απόδοση υποθετικού λόγου σε πλάγιο λόγο.
Από ρήμα ιστορικού χρόνου μπορεί να εξαρτώνται περισσότερες από μία ειδικές προτάσεις που να εναλλάσσουν τις εγκλίσεις τους (Οριστική – Ευκτική του πλάγιου λόγου). Τότε η Οριστική δηλώνει το πραγματικό, ενώ η Ευκτική του πλάγιου λόγου δηλώνει προσωπική γνώμη, φήμη, αβεβαιότητα.
Οι ειδικές προτάσεις έχουν άρνηση ο.
             Από ρήματα όπως ἀρνοῦμαι, μφισβητ, πειλ, ντιλέγω και άλλα με παρόμοια σημασία η ειδική πρόταση έχει άρνηση που συνήθως την αφήνουμε αμετάφραστη στα νέα Ελληνικά. 

                                             2.  ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

 Εισάγονται με: τους ενδοιαστικούς συνδέσμους
            μή, ὅπως μή (όταν ο φόβος είναι μήπως γίνει κάτι)
            μή ο (όταν ο φόβος είναι μήπως δε γίνει κάτι)
 Εκφέρονται με: Υποτακτική (για φόβο προσδοκώμενο)
                            Οριστική (για φόβο για κάτι πραγματικό)
                            Ευκτική πλάγιου λόγου (για   φόβο  υποκειμενικό   στο   παρελθόν,
μετά από  ρήμα  ιστορικού  χρόνου.  Μερικές  φορές  όμως μετά από ρήμα  ιστορικού  χρόνου  μπορεί   να   ακολουθεί   ενδοιαστική  πρόταση με Υποτακτική ή Οριστική)
                           Δυνητική  Οριστική    (για    φόβο   δυνατό   στο   παρελθόν,   αλλά
                                    απραγματοποίητο)
                           Δυνητική  Ευκτική  (για φόβο δυνατό στο παρόν και στο μέλλον με
                                    προϋποθέσεις)
 Εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν φόβο ή δισταγμό (φοβοῦμαι, δέδοικα –δέδια, κν, διστάζω, ποπτεύω, φυλάττομαι, ὁρῶ κ.τ.λ.)
 Χρησιμεύουν ως: Αντικείμενο (από ρήματα που σημαίνουν φόβο ή δισταγμό)
                                Υποκείμενο (από απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις  που
                                    δηλώνουν φόβο, δισταγμό,  όπως:  φόβος  στί,  κίνδυνός  στι,
                                    δεινόν στι, δέος στί, προσδοκία στί, ποψία στί κ.τ.λ.)
                               Επεξήγηση (συνήθως σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας)
Σημειώσεις: Ορισμένες φορές οι ενδοιαστικές προτάσεις παρουσιάζονται χωρίς εξάρτηση από ρήμα φόβου ως ανεξάρτητες προτάσεις.
Οι προτάσεις που εισάγονται με τα ο μή, οὐδέ μή + Υποτακτική Αορίστου ή Οριστική Μέλλοντα λειτουργούν ως ανεξάρτητες προτάσεις, αν και προέρχονται από τη βραχυλογία ο δέος στί μή…. Μεταφράζονται : σε καμιά περίπτωση…., με κανέναν τρόπο δεν…..

                                             3. ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Χωρίζονται σε πλάγιες ερωτήσεις ολικής άγνοιας και μερικής άγνοιας.
Οι πλάγιες ερωτήσεις ολικής άγνοιας εισάγονται με:
            ε, άν, ν, ν (απλές ολικής άγνοιας)
            ε, πότερον – , πότερα – , εἴτεεἴτε (διμελείς ολικής άγνοιας)
Οι πλάγιες ερωτήσεις μερικής άγνοιας εισάγονται με:
ερωτηματικές αντωνυμίες (τίς, πότερος, πόσος, ποῖος κ.τ.λ.)
ερωτηματικά επιρρήματα (πο, πόθεν, πῶς, πηνίκα, πόσον κ.τ.λ.)
αναφορικές αντωνυμίες (στις, πόσος, ὁποῖος, οἷος, σος κ.τ.λ.)
αναφορικά επιρρήματα (ο, θεν, πως, που, πόσον κ.τ.λ.)
Οι πλάγιες ερωτήσεις έχουν άρνηση ο ή μή.
 Εκφέρονται με: Οριστική (δηλώνουν κάτι το πραγματικό)
                            Δυνητική  Οριστική  (δηλώνουν το αντίθετο του  πραγματικού ή το
                                    δυνατό στο παρελθόν)
                            Δυνητική Ευκτική (δηλώνουν το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον)
                            Υποτακτική (δηλώνουν απορία, μερικές φορές συνοδεύονται από 
το αοριστολογικό ν)
                            Ευκτική του πλάγιου λόγου  (όταν  εξαρτάται  από ρήμα ιστορικού
                                    χρόνου.  Μετά   από   ρήμα  ιστορικού  χρόνου  δεν  ακολουθεί
                                    υποχρεωτικά Ευκτική του πλάγιου λόγου)
 Εξαρτώνται από ρήματα:
            ερωτηματικά, λεκτικά, δεικτικά (ρωτ, λέγω, δείκνυμι κ.τ.λ.)
            απορίας, αίσθησης, αμφιβολίας (πορ, θαυμάζω, σκοπ    -    σκοποῦμαι
                                                     αἰσθάνομαι, γιγνώσκω, οἶδα, πυνθάνομαι κ.τ.λ.)
            φροντίδας, απόπειρας (πιμέλομαι – ἐπιμελοῦμαι, πειρῶμαι, φυλάττομαι κ.τ.λ.)
 Χρησιμεύουν ωςΑντικείμενο    (από   ρήματα   ερωτηματικά,   λεκτικά,   δεικτικά,
                   απορίας, γνώσης, αμφιβολίας, αίσθησης, εξέτασης, φροντίδας, απόπειρας)
                                 Υποκείμενο  (από  απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις με
                   σημασία  ίδια  με  τη σημασία των παραπάνω ρημάτων, όπως: ἀπορεῖται,
                   φανερόν  γίγνεται,  φανερόν στι,  δηλόν στι,  πόρως χει,  δῆλόν στι 
                   κ.τ.λ.)
                                 Επεξήγηση (συνήθως σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας)
Σημειώσεις: Τα ρήματα που σημαίνουν φροντίδα, εξέταση εκφέρονται με πλάγια ερωτηματική πρόταση με το πως + Μέλλοντα (Οριστικής ή Ευκτικής του πλάγιου λόγου).
Ορισμένες φορές εισάγονται προτάσεις με το πως + Οριστική Μέλλοντα που λειτουργούν ως ανεξάρτητες, αφού δεν εξαρτώνται από κάποιο ρήμα. Εννοούνται βεβαίως τα ρήματα: ρα, ὁρᾶτε, σκόπει, σκοπεῖτε κ.τ.λ.. Οι προτάσεις αυτές δηλώνουν προτροπή ή συμβουλή.
Σε άλλες περιπτώσεις μετά από ρήματα που δηλώνουν κίνηση ή σκόπιμη ενέργεια ακολουθούν πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις με άν, ν, ν + Υποτακτική ή με  ε + Ευκτική του πλάγιου λόγου. Σε αυτές τις περιπτώσεις εννοείται κάποια μετοχή, όπως: σκοπῶν, πειρώμενος κ.τ.λ.

                                   ΟΙ ΕΥΘΕΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Είναι κύριες προτάσεις κρίσης ή επιθυμίας.
Χωρίζονται σε: ευθείες ερωτήσεις ολικής άγνοιας και ευθείες ερωτήσεις μερικής άγνοιας.
Ολικής άγνοιας λέγονται οι ερωτήσεις που ζητούν απάντηση σε όλο το περιεχόμενο της πρότασης. Η απάντηση συνήθως είναι ένα ναί ή ο ή άλλες αντίστοιχες λέξεις: μάλιστα, οὐδαμῶς, πῶς γάρ ο κ.τ.λ.
Μερικής άγνοιας λέγονται  οι ερωτήσεις  που  αναφέρονται  σε  ένα  μόνο  μέρος του περιεχομένου της πρότασης. Η απάντηση σε αυτές δεν μπορεί να είναι ένα ναί ή ο.
Οι ευθείες ερωτήσεις ολικής άγνοιας εισάγονται με:
τα ερωτηματικά μόρια ρα, ρά γε, οὐκοῦν, οὔκουν, μῶν, ρ’ οὖν, κ.τ.λ.
ή          με τον τόνο της φωνής (όταν είναι απλές)
            πότερον – , πότερα – (όταν είναι διμελείς)
Οι ευθείες ερωτήσεις μερικής άγνοιας εισάγονται με:
ερωτηματικές αντωνυμίες (τίς, πότερος, πόσος, ποῖος κ.τ.λ.)
ερωτηματικά επιρρήματα (πο, πῶς, πόσον, πηνίκα, πόθεν κ.τ.λ.)
Εκφέρονται με: Οριστική (δηλώνουν κάτι πραγματικό)
                            Δυνητική Οριστική (δηλώνουν  το αντίθετο του  πραγματικού  ή  το
                                                            δυνατό στο παρελθόν)
                             Δυνητική Ευκτική (δηλώνουν το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον)
                             Υποτακτική απορηματική (δηλώνουν απορία)
Σημείωση: Σε ορισμένες περιπτώσεις η ευθεία ερωτηματική πρόταση εκφράζει εντονότερα μια προτροπή ή παράκληση, βεβαίωση ή άρνηση, υπόθεση. Οι ερωτήσεις αυτές λέγονται ρητορικές, γιατί δεν περιμένουν απάντηση, αλλά δίνουν έμφαση στο λόγο καθιστώντας τον ζωηρό και έντονο.          
                                        ΔΕΥΤΕΡΕΟΥΣΕΣ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
         
                        1. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Δηλώνουν την αιτία. Έχουν άρνηση ο.
Εισάγονται με: τους αιτιολογικούς συνδέσμους τι, διότι, ς,
                          πεί, πειδή, τε, πότε (που είναι κυρίως χρονικοί σύνδεσμοι, αλλά
                                    λειτουργούν και ως αιτιολογικοί)
                          ε (υποθετικός σύνδεσμος, λειτουργεί σε συγκεκριμένη περίπτωση ως
                                    αιτιολογικός)
Εκφέρονται με: Οριστική (δηλώνουν πραγματική αιτία)
                           Δυνητική Οριστική (δηλώνουν αιτία δυνατή στο παρελθόν)
                           Δυνητική Ευκτική (δηλώνουν το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον)
                           Ευκτική του πλάγιου λόγου (όταν  εξαρτάται  από  ρήμα  ιστορικού
                                    χρόνου.  Μπορεί  όμως  από  ρήμα ιστορικού χρόνου να έχουμε
                                    και Οριστική, όταν δηλώνεται πραγματική αιτία)
Σημειώσεις: Οι αιτιολογικές προτάσεις, όταν εξαρτώνται από ρήματα ή φράσεις ψυχικού πάθους (χαίρω, δομαι, θαυμάζω, ζηλ, μέμφομαι, γανακτ, αἰσχρόν στι, θαυμαστόν στι, δεινόν στι, τοπόν στι κ.τ.λ.), εισάγονται με το:
τι (όταν η αιτιολογία είναι πραγματική)
ε (όταν η αιτιολογία δεν είναι βέβαιη, αλλά είναι υποθετική).
Οι αιτιολογικές προτάσεις που εισάγονται με το ς δηλώνουν υποκειμενική αιτιολογία.
Οι αιτιολογικές προτάσεις εισάγονται με τους συνδέσμους τε, πότε, όταν η αιτιολογία είναι γνωστή και δεδομένη.
Οι αιτιολογικές προτάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επεξηγήσεις, όταν ακολουθούν μετά από εμπρόθετο προσδιορισμό της αιτίας ή σπανιότερα μετά από ετερόπτωτο προσδιορισμό της αιτίας.
             Οι σύνδεσμοι ς και πεί στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου μπορούν να εισάγουν και κύρια πρόταση, όταν δεν υπάρχει άλλη κύρια πρόταση στην περίοδο ή στην ημιπερίοδο.

                                                         2. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Δηλώνουν σκοπό. Έχουν άρνηση μή.
Εισάγονται με: τους τελικούς συνδέσμους να, πως, ς, να μή, πως μή, ς μή, μή, πως ν, ς ν.
Εκφέρονται με: Υποτακτική (δηλώνουν σκοπό προσδοκώμενο και εφικτό)
                           πως  ν, ς ν + Υποτακτική (το ν είναι αοριστολογικό,
                            δηλώνουν σκοπό πραγματοποιήσιμο με προϋποθέσεις)
                             Ευκτική του πλάγιου λόγου  (όταν  εξαρτάται  από  ρήμα ιστορικού χρόνου  και   
                                 δηλώνεται   υποκειμενικός   σκοπός.   Μετά   από  ρήματα ιστορικού χρόνου 
                                  μπορεί να υπάρχει και άλλη  έγκλιση στην τελική πρόταση) 
                              Ευκτική (χωρίς εξάρτηση από ρήμα ιστορικού χρόνου, όταν δηλώνει απλή σκέψη ή έχουμε έλξη από άλλη ευκτική)
                  Οριστική παρελθοντικού χρόνου (δηλώνει σκοπό που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί)
                                Δυνητική   Οριστική   (σπάνια  περίπτωση,  δηλώνει    σκοπό    που
                                    μπορούσε   να   πραγματοποιηθεί   στο   παρελθόν,   αλλά    δεν   
                                    πραγματοποιήθηκε)
                                  Δυνητική  Ευκτική  (σπάνια περίπτωση, δηλώνει σκοπό  δυνατό  να
                                    πραγματοποιηθεί στο παρόν ή στο μέλλον)
Σημειώσεις: Οι προτάσεις που εισάγονται με πως, πως μή και εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν φροντίδα είναι συνήθως πλάγιες ερωτηματικές, αλλά ανάλογα με τα συμφραζόμενα μπορούν να χρησιμοποιούνται και ως τελικές ή σπανιότερα ως ενδοιαστικές.
Οι τελικές προτάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επεξηγήσεις σε εμπρόθετο προσδιορισμό του σκοπού που προηγείται.
Σε σπάνιες περιπτώσεις παραλείπεται το ρήμα της τελικής πρότασης, κυρίως δίπλα σε ευθείες ερωτήσεις. Έτσι εμφανίζονται οι φράσεις: να τί, ς τί = για τι; για ποιο σκοπό;
                              

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ Ή ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
                                           
Δηλώνουν το αποτέλεσμα.
Εισάγονται με: τους αποτελεσματικούς συνδέσμους στε, ς
                          τις φράσεις φ’ ᾧ, ἐφ' ᾧτε
Εκφέρονται με: Οριστική (δηλώνουν πραγματικό αποτέλεσμα)
                           Δυνητική Οριστική (δηλώνουν αποτέλεσμα δυνατό στο παρελθόν)
                           Δυνητική Ευκτική (δηλώνουν αποτέλεσμα δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον)
                           Ευκτική του πλάγιου λόγου (όταν εξαρτώνται από ρήμα  ιστορικού χρόνου,                                          μπορεί όμως από ρήμα ιστορικού χρόνου να ακολουθεί και Οριστική)
                            Ευκτική (από έλξη από μια Ευκτική που προηγήθηκε)
                            Απαρέμφατο (δηλώνουν αποτέλεσμα ενδεχόμενο ή δυνατό)
                            στε   +   Απαρέμφατο (δηλώνουν    επιπλέον    και    επιδιωκόμενο      
                                    αποτέλεσμα, φυσικό επακόλουθο μιας ενέργειας, σκοπό, όρο ή
συμφωνία)
                             ἐφ' ᾧ, ἐφ' ᾧτε + Απαρέμφατο ή Οριστική Μέλλοντα (δηλώνουν
όρο ή συμφωνία. Προτιμάται από το: στε + Απαρέμφατο)
Σημειώσεις: Οι αποτελεσματικές προτάσεις που εκφέρονται με Οριστική, δυνητική Οριστική και δυνητική Ευκτική έχουν άρνηση ο.
            Όσες όμως εκφέρονται με Ευκτική ή Απαρέμφατο έχουν άρνηση μή.
Οι σύνδεσμοι στε, ς μετά από τελεία ή άνω τελεία εισάγουν κύριες προτάσεις και μεταφράζονται: επομένως, γι’ αυτό, λοιπόν, έτσι.
Οι αποτελεσματικές προτάσεις που δηλώνουν όρο ή συμφωνία χρησιμοποιούνται ως επεξηγήσεις σε εμπρόθετο προσδιορισμό  του  όρου ή  της  συμφωνίας  (πί + δοτική, κ – ξ + γενική ) που προηγείται.
Όταν οι σύνδεσμοι στε, ς εκφέρονται με απαρέμφατο + το δυνητικό ν, τότε το δυνητικό απαρέμφατο ισοδυναμεί με δυνητική Οριστική ή δυνητική Ευκτική.
Όταν στην προηγούμενη πρόταση υπάρχει συγκριτικός βαθμός επιθέτου ή επιρρήματος και ακολουθεί αποτελεσματική πρόταση με το συγκριτικό ἤ μπροστά της, τότε δηλώνεται ασύμμετρη σύγκριση. Σε αυτή την περίπτωση η αποτελεσματική πρόταση εκφέρεται συνήθως με: στε ή ς + Απαρέμφατο και δηλώνει το αδύνατο να πραγματοποιηθεί.
Το επίρρημα οὕτω, όταν βρίσκεται πριν από αποτελεσματική πρόταση, μεταφράζεται ως ποσοτικό επίρρημα: τόσο.

                  4.ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ – ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ


Οι υποθετικές προτάσεις δηλώνουν υπόθεση. Έχουν άρνηση μή.
Εισάγονται με : τους υποθετικούς συνδέσμους ε, άν, ν, ν.
Κάθε υποθετική πρόταση προσδιορίζει μια άλλη πρόταση (ή άλλο όρο στον πλάγιο λόγο) που λέγεται απόδοση. Η υπόθεση και η απόδοση μαζί αποτελούν τον υποθετικό λόγο. Έχουμε 6 είδη υποθετικών λόγων.

1.      Υποθετικός λόγος που δηλώνει το πραγματικό
Υπόθεση: ε + οριστική οποιουδήποτε χρόνου (Μετάφραση: αν + Οριστική)
Απόδοση: οποιαδήποτε έγκλιση.
* Αποκλείεται σε αυτό το είδος να έχουμε στην υπόθεση ε + Οριστική ιστορικού χρόνου και στην απόδοση δυνητική Οριστική.
* Όταν στην υπόθεση έχουμε ε + Οριστική Μέλλοντα και στην απόδοση Οριστική Μέλλοντα, τότε ο υποθετικός λόγος του πραγματικού έχει σημασία προσδοκώμενου.

2.      Υποθετικός λόγος που δηλώνει κάτι αντίθετο του πραγματικού
Υπόθεση: ε + Οριστική παρελθοντικού χρόνου (Μετάφραση: αν + Παρατατικός ή Υπερσυντέλικος)
Απόδοση: δυνητική Οριστική ή Οριστική Παρατατικού ή Αορίστου.
* Στην απόδοση αυτού του είδους μπορούμε να έχουμε Οριστική Παρατατικού ή Αορίστου χωρίς το δυνητικό άν, όταν υπάρχει σε αυτήν απρόσωπο ρήμα ή απρόσωπη έκφραση (δει, ἐξῆν, προσῆκε, ἐχρῆν, ἀναγκαῖον ν, εἰκός ν, δίκαιον ν, ξιον ν, καλόν ν, οἶόν τ’ ν κ.τ.λ.) ή τα ρήματα βουλόμην – βουλόμην, βουλήθην – βουλήθην, κινδύνευον, κινδύνευσα, μελλον – μελλον, μέλησα, θελον, θέλησα, δυνάμην – δυνάμην, δυνήθην – δυνήθην + Απαρέμφατο.

3.      Υποθετικός λόγος που δηλώνει κάτι που περιμένουμε να γίνει: προσδοκώμενο
Υπόθεση: άν, ν, ν + Υποτακτική (Μετάφραση: αν + Υποτακτική)
Απόδοση: Οριστική Μέλλοντα, Προστακτική, δυνητική Ευκτική ή άλλη μελλοντική έκφραση (ανάλογη είναι και η μετάφραση)
* Στην απόδοση ως μελλοντικές εκφράσεις μπορούν να εμφανιστούν τα εξής:
            Οριστική Ενεστώτα, Αορίστου, Παρακειμένου, Συντελεσμένου Μέλλοντα (όλα αυτά έχουν μελλοντική σημασία)
             Υποτακτική βουλητική, απαγορευτική, απορηματική
              Ευχετική ευκτική
              Απρόσωπα ρήματα + τελικό Απαρέμφατο
               Ρηματικά επίθετα σε –τος, –τέος
               Τελικές, ενδοιαστικές, πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις
                Ειδικό Απαρέμφατο Μέλλοντα

4.      Υποθετικός λόγος που δηλώνει αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον
Υπόθεση: άν, ν, ν + Υποτακτική (Μετάφραση: αν + Υποτακτική)
Απόδοση: Οριστική Ενεστώτα ή γνωμικός Αόριστος ή Παρακείμενος με σημασία Ενεστώτα, γνωμικός Μέλλοντας (Μετάφραση: Οριστική Ενεστώτα)

5.      Υποθετικός λόγος που δηλώνει απλή σκέψη
Υπόθεση: ε + Ευκτική (Μετάφραση: αν + Παρατατικός)
Απόδοση: δυνητική Ευκτική ή Οριστική Ενεστώτα, Μέλλοντα ή σπάνια Προστακτική
* Σε σπάνιες περιπτώσεις στην απόδοση έχουν Ευκτική χωρίς το ν, οπότε η Ευκτική είναι ευχετική.

6.      Υποθετικός λόγος που δηλώνει αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
Υπόθεση: ε + επαναληπτική Ευκτική (Μετάφραση: αν + Παρατατικός)
Απόδοση: Οριστική Παρατατικού ή Αορίστου με το ν ή χωρίς το ν, Οριστική Υπερσυντέλικου (Μετάφραση: Παρατατικός)

Σημειώσεις: Υποθετικό λόγο έχουμε και με μια χρονική υποθετική πρόταση, αναφορική υποθετική πρόταση, εναντιωματική πρόταση, χρονική υποθετική μετοχή, αναφορική υποθετική μετοχή, υποθετική μετοχή, εναντιωματική μετοχή, μια φράση όπως οὕτω, νευ + γενική, ευθεία ερωτηματική πρόταση. Ο υποθετικός λόγος σε αυτές τις περιπτώσεις λέγεται λανθάνων υποθετικός λόγος (κρυμμένος).
Σε ορισμένες περιπτώσεις παραλείπεται η υπόθεση ή η απόδοση, επειδή εννοούνται από τα συμφραζόμενα. Οι υποθετικοί αυτοί λόγοι λέγονται ελλειπτικοί υποθετικοί λόγοι.
Από τους ελλειπτικούς υποθετικούς λόγους αποσπάστηκαν ορισμένες φράσεις που απόκτησαν επιρρηματική σημασία:
ε δέ μή ή εἰδεμή = σε αντίθετη περίπτωση, αλλιώς
ε μή (μετά από άρνηση) = εκτός, παρά μόνο
ε μή ρα = εκτός αν ίσως
άν μόνον = αρκεί μόνο να
ε τις καί λλος ή εἴπερ τις (καί) λλος = περισσότερο από κάθε άλλον
εἴπερ ποτέ ή εἴπερ ποτέ καί λλοτε ή εἴπερ καί λλοτε = περισσότερο από κάθε άλλη φορά
σπερ ε, σπερ ν ε, σπερ ν, ς ε, ς ν = σαν
Όταν έχουμε 2 ή περισσότερες υποθέσεις ή αποδόσεις, τότε έχουμε σύνθετο υποθετικό λόγο.
Σε σπάνιες περιπτώσεις η υπόθεση με ε + Οριστική ή Ευκτική μπορεί να έχει και το ν. Αυτό σημαίνει ότι η υποθετική πρόταση είναι απόδοση μιας άλλης υποθετικής πρότασης που μπορεί και να εννοείται.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να παραλειφθεί η απόδοση ενός υποθετικού λόγου, καθώς αυτός συνδέεται αντιθετικά με μια άλλη υποθετική πρόταση (με εἰδεμή, ε μή κ.τ.λ.), οπότε εννοείται η φράση: καλῶς χει ή καλῶς ξει (σχήμα  ανανταπόδοτο).         
Όταν ο υποθετικός λόγος βρίσκεται στον πλάγιο λόγο, λέγεται εξαρτημένος υποθετικός λόγος.

                   5. ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΙΚΕΣ (Ή ΕΝΔΟΤΙΚΕΣ) ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Δηλώνουν εναντίωση. Έχουν άρνηση μή.
Εισάγονται με :  τους  εναντιωματικούς  συνδέσμους ε καί, ν καί, ν καί,  άν καί
                            (όταν    φανερώνουν    κάτι    πραγματικό,    εναντίωση   προς    κάτι
    πραγματικό)
                            τους παραχωρητικούς συνδέσμους καί ε, καί ν, κἄν (όταν φανερώνουν κάτι 
                             αδύνατο ή απίθανο)
                             οὐδ’ εοὐδ’ άν,  οὐδ’ ν,  οὐδ’ ν,  μήδ’ άν,  μήδ’ ν,  μήδ’ ν
     (όταν η κύρια πρόταση είναι αρνητική και φανερώνουν κάτι  πιθανό 
     ή  και αδύνατο)
Οι σύνδεσμοι  καί ε,  καί ν,  κἄνοὐδ’ εοὐδ’ άν,  οὐδ’ ν,   οὐδ’ ν,   μήδ’ άν, μήδ’ ν, μήδ’ ν λέγονται συνήθως παραχωρητικοί.
Εκφέρονται όπως ακριβώς οι υποθετικές προτάσεις με την προσθήκη των καί, οὐδέ, μηδέ και χωρίζονται στα 6 γνωστά είδη των υποθετικών λόγων:
Οριστική                                            à Πραγματικό
Οριστική ιστορικού χρόνου             à Αντίθετο του πραγματικού
Υποτακτική                                       à Προσδοκώμενο
Υποτακτική                                       à Αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον
Ευκτική                                              à Απλή σκέψη
Ευκτική                                              à Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν

Σημειώσεις: Επειδή ανάμεσα στην κύρια και την εναντιωματική πρόταση υπάρχει αντίθεση, στην κύρια πρόταση συχνά μπαίνει ο αντιθετικός σύνδεσμος: μως.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο σύνδεσμος καί βρίσκεται μπροστά από τα ε, άν, ν, ν χωρίς η πρόταση να είναι εναντιωματική – παραχωρητική. Σε αυτές τις περιπτώσεις το καί είναι σύνδεσμος συμπλεκτικός ή προσθετικός ή μεταβατικός (δες σημασίες του καί). Η πρόταση τότε βέβαια είναι υποθετική. Όταν όμως ο καί είναι επιδοτικός (= ακόμα και), η πρόταση είναι εναντιωματική – παραχωρητική.
  Οι εναντιωματικές προτάσεις λειτουργούν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της εναντίωσης, ενώ οι παραχωρητικές ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί της παραχώρησης.  

                              6. ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Δηλώνουν χρόνο.
Εισάγονται με: χρονικούς  συνδέσμους  (τε,  πότε,   ς,   νίκα,   πηνίκα,   πεί, 
πειδή, ως, στε, χρι, μέχρι, πρίν)
                          εμπρόθετες αναφορικές εκφράσεις που δηλώνουν χρόνο (ἐν ᾧ, ξ ο,
                                    φ’ οξ του,  φ’ του,  ως ο,   μέχρι ο,   μέχρι του,
                                    χρι ο, ν σJ, εἰς , εἰς τε, εἰς σον, καθ’ σον)
                          χρονικά επιρρήματα (σάκις, ποσάκις)
                          φράσεις    που   δηλώνουν  χρόνο    (πεί πρῶτον,    πειδή πρῶτον,
                                    πεί τάχιστα, πειδή τάχιστα, ς τάχιστα)
  χρονικούς  συνδέσμους  με   το   αοριστολογικό  ν   (ταν,   πόταν,
            πάν, πήν, πειδάν, πρίν ν, ως ν, μέχρι ν, νίκα ν)
Εκφέρονται με: Οριστική (δηλώνουν κάτι πραγματικό)
                            Υποτακτική (δηλώνουν προσδοκώμενο  ή  αόριστη  επανάληψη στο  
                                            παρόν ή στο μέλλον. Εισάγονται πάντα με τους  χρονικούς
                                            συνδέσμους με το αοριστολογικό ν: ταν, πόταν κ.τ.λ.)
                             Ευκτική    επαναληπτική    (δηλώνουν    αόριστη   επανάληψη   στο
        παρελθόν)
                              Ευκτική (δηλώνουν απλή σκέψη)
                              Ευκτική  του  πλάγιου λόγου (μετά   από   ρήμα ιστορικού   χρόνου συνήθως   
                                αντί   της   Υποτακτικής   +  αοριστολογικό  ν. Μπορεί   όμως   και   να   διατηρείται   η   Οριστική   ή   η Υποτακτική μετά από ρήμα ιστορικού χρόνου)
* Οι προτάσεις που εκφέρονται με Οριστική έχουν άρνηση ο. Αυτές όμως που εκφέρονται με Υποτακτική και Ευκτική έχουν άρνηση μή.
** Οι χρονικές προτάσεις που εκφέρονται με Υποτακτική, Ευκτική επαναληπτική, Ευκτική που δηλώνει απλή σκέψη είναι χρονικές υποθετικές προτάσεις και μαζί με την απόδοσή τους σχηματίζουν υποθετικό λόγο. Σπανιότερα αυτό συμβαίνει και με όσες εκφέρονται με Οριστική.
Σύνταξη του χρονικού συνδέσμου πρίν:
με Οριστική  ιστορικού  χρόνου  (η κύρια  πρόταση είναι αρνητική  και  δηλώνει  το
                     πραγματικό στο παρελθόν)
      Υποτακτική  (η  κύρια  πρόταση είναι αρνητική, δηλώνει το προσδοκώμενο ή την
                     αόριστη  επανάληψη   στο  παρόν   ή   στο   μέλλον,    συνήθως    με    το 
                     αοριστολογικό ν)
      Απαρέμφατο (η κύρια πρόταση είναι καταφατική και σπάνια αρνητική)
       Ευκτική (από έλξη από άλλη Ευκτική που προηγήθηκε)
       Ευκτική του πλάγιου λόγου (όταν εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου)
Σημείωση: Οι χρονικές προτάσεις ανάλογα με τη χρονική τους σχέση με την κύρια πρόταση δηλώνουν:
α) το σύγχρονο (η πράξη της χρονικής πρότασης είναι σύγχρονη με την πράξη της κύριας πρότασης. Εισάγονται με τα: τε, πότε, νίκα, πηνίκα, ἐν ᾧ, ως, στε, χρι, μέχρι, χρι ο, μέχρι ο).
β) το προτερόχρονο (η πράξη της χρονικής πρότασης προηγείται χρονικά της πράξης της κύριας πρότασης. Εισάγονται με τα: πεί, πειδή, ς, ξ ο, ξ του, φ’ ο,       φ’ του, πεί τάχιστα, πειδή τάχιστα, πρίν + Οριστική, Υποτακτική, Ευκτική).
γ) το υστερόχρονο (η πράξη της χρονικής πρότασης ακολουθεί χρονικά την πράξη της κύριας πρότασης. Εισάγονται με τα: ως, στε, χρι, μέχρι, χρι ο, μέχρι ο, ως ο, πρίν + Απαρέμφατο).    

                                             ΟΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Οι αναφορικές προτάσεις αναφέρονται (προσδιορίζουν) κάποιον όρο μιας άλλης πρότασης, ο οποίος είτε υπάρχει στην πρόταση είτε μπορεί να εννοηθεί από τα συμφραζόμενα.
Εισάγονται με: τις    αναφορικές    αντωνυμίες    (ς,   οἷος,   σος,   λίκος,   στις,  πότερος, 
                           ὁπόσος, πηλίκος, σπερ, ποδαπός)
                            τα   αναφορικά  επιρρήματα (οπου,  νθα,  θι,  οποι,   θεν, πόθεν,  
                            ἔνθεν,  τε,  πότε,  νίκα,   πηνίκα,   ς,    σπερ, πως, , π, που, πόσον)
Οι αναφορικές προτάσεις χωρίζονται σε αναφορικές ονοματικές και αναφορικές επιρρηματικές.
                                     Α. ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ
Εισάγονται με:  αναφορικές αντωνυμίες.
Εκφέρονται με: Οριστική (αναφορά σε κάτι πραγματικό)
                            Δυνητική Οριστική (αναφορά σε   κάτι   δυνατό  στο   παρελθόν   ή  αντίθετο 
                             στην πραγματικότητα)
                            Δυνητική  Ευκτική  (αναφορά  σε  κάτι  δυνατό  στο  παρόν  ή   στο
μέλλον)
                             Υποτακτική (αναφορά σε επιθυμία ή απαγόρευση)
                              Ευχετική Ευκτική (αναφορά σε ευχή)
                              Προστακτική   (αναφορά   σε  προσταγή,   απαγόρευση,   προτροπή, 
                                   συμβουλή, παράκληση, ευχή)
                               Ευκτική του πλάγιου λόγου (με  εξάρτηση   από   ρήμα   ιστορικού 
                                   χρόνου.   Μετά   από   ρήμα    ιστορικού   χρόνου   μπορούν   να
                                   ακολουθούν και άλλες εγκλίσεις)
Χρησιμεύουν ως:  Υποκείμενο,      Κατηγορούμενο,        Αντικείμενο,       Παράθεση,
                               Επεξήγηση,      Επιθετικός     προσδιορισμός,     Κατηγορηματικός 
       προσδιορισμός,     Ετερόπτωτος     προσδιορισμός,      Εμπρόθετος  
       προσδιορισμός.
* Οι αναφορικές ονοματικές προτάσεις λέγονται και αναφορικές προσδιοριστικές προτάσεις. Όταν μάλιστα παραλείπεται αυτό που προσδιορίζουν παίρνουν τη συντακτική του θέση.
        
                                             Β. ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ
Εισάγονται με: αναφορικά επιρρήματα.
Εκφέρονται: όπως  και   οι   ονοματικές  (Οριστική,   δυνητική   Οριστική,   δυνητική
                                    Ευκτική,    Υποτακτική,    Ευχετική    Ευκτική,    Προστακτική,
                                    Ευκτική του πλάγιου λόγου).
Χρησιμεύουν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί.
  
                    Γ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΜΕ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ
Ορισμένες αναφορικές προτάσεις εκφράζουν ό,τι και οι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις, αλλά λειτουργούν και ως ονοματικές προτάσεις. Αυτές λέγονται και αναφορικές μεικτές προτάσεις.
Εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες.
    Χωρίζονται σε 4 είδη:
1)      Αναφορικές αιτιολογικές
Δηλώνουν αιτία, έχουν άρνηση ο.
Εκφέρονται όπως οι αιτιολογικές προτάσεις (Οριστική, δυνητική Οριστική, δυνητική Ευκτική, 
       Ευκτική του πλάγιου λόγου).
2.      Αναφορικές τελικές
Δηλώνουν σκοπό, έχουν άρνηση μή.
Εκφέρονται με: Οριστική Μέλλοντα, Ευκτική του πλάγιου λόγου.
3.   Αναφορικές αποτελεσματικές
Δηλώνουν αποτέλεσμα.
Εκφέρονται με :  Οριστική,  δυνητική  Οριστική,   δυνητική   Ευκτική,   Ευκτική   του
                            πλάγιου λόγου. Έχουν άρνηση ο με αυτές τις εγκλίσεις.
                            Απαρέμφατο. Σε αυτή την περίπτωση έχουν άρνηση μή.
* Οι προτάσεις που εκφέρονται με τα: σος, οἷος + Απαρέμφατο είναι αναφορικές αποτελεσματικές.
* * Συνήθως πριν από τις αναφορικές αποτελεσματικές προτάσεις βρίσκονται τα: οὕτω, οὕτως, τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος.
4.       Αναφορικές υποθετικές
Δηλώνουν υπόθεση. Έχουν άρνηση μή.
Αυτές οι προτάσεις μαζί με την απόδοσή τους σχηματίζουν υποθετικό λόγο.
Χωρίζονται στα 6 γνωστά είδη των υποθετικών λόγων:
α)   Πραγματικό (με Οριστική)
β)   Αντίθετο του πραγματικού (με Οριστική ιστορικού χρόνου)
γ)   Προσδοκώμενο (με Υποτακτική + αοριστολογικό ν)
δ)   Αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον (με Υποτακτική + αοριστολογικό       
                                                                                                                              ν)
ε)   Απλή σκέψη (με Ευκτική)
στ) Αόριστη επανάληψη στο παρελθόν (με Ευκτική επαναληπτική)
                       Δ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΒΟΛΙΚΕΣ Ή ΠΑΡΟΜΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ανήκουν στις αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις. Δηλώνουν παρομοίωση ή σύγκριση.
Ανάλογα με το τι εκφράζουν χωρίζονται σε:
α) αναφορικές παραβολικές  του  τρόπου  (εισάγονται με  τα: πως,  ς,  σπερ,  ,
 περ, οἷον, οἷα, καθάπερ)
β) αναφορικές  παραβολικές  του  ποσού  (εισάγονται  με  τα:  σος, σ,   πόσος,
 σον, ς, λίκος, πηλίκος)
γ) αναφορικές παραβολικές της ποιότητας (εισάγονται με τα: ὁποῖος, οἷος)
Εκφέρονται  όπως  οι  αναφορικές   επιρρηματικές   προτάσεις  (Οριστική,   δυνητική Οριστική,  
                                   δυνητική  Ευκτική,  Υποτακτική, Ευχετική Ευκτική, Προστακτική, Ευκτική 
                                    του πλάγιου λόγου)
                            ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Η αναφορική αντωνυμία ς, , στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου εισάγει κύρια πρόταση, όταν αναφέρεται στα προηγούμενα. Όταν όμως αναφέρεται στα επόμενα, εισάγει αναφορική πρόταση.
Οι αναφορικές προτάσεις χωρίζονται με κόμμα, όταν δεν αποτελούν απαραίτητο συμπλήρωμα της κύριας πρότασης, και λέγονται προσθετικές. Όταν όμως αποτελούν αναγκαίους προσδιορισμούς (υποκείμενο, κατηγορούμενο, αντικείμενο), δε χωρίζονται με κόμμα.
Οι αναφορικές αιτιολογικές, αναφορικές τελικές, αναφορικές αποτελεσματικές, αναφορικές υποθετικές προτάσεις, αν και έχουν επιρρηματική έννοια λειτουργούν (χρησιμεύουν) και ως υποκείμενα, αντικείμενα κ.τ.λ. (όχι πάντα). Γι’ αυτό λέγονται και μεικτές αναφορικές προτάσεις.
            Στις αναφορικές παραβολικές προτάσεις έχουμε συχνά βραχυλογίες, καθώς παραλείπεται το ρήμα της πρότασης που εννοείται εύκολα από τα συμφραζόμενα.
Ορισμένες φράσεις με αναφορικές αντωνυμίες έχουν αποκτήσει αόριστη ή επιρρηματική σημασία:
στιν ς, στιν στις = τίς (κάποιος)
οὐκ στιν ς, οὐκ στιν στις = οὐδείς (κανείς)
οὐκ στιν στις ο = πᾶς (ο καθένας)
στιν πως = κάπως
στιν που, στιν ο = κάπου
στιν τε = κάποτε, κάποιες φορές
ἔστιν ᾗ, ἔστιν ὅπῃ, ἔστιν ἔνθα = κάπου
οὐκ στιν πως = με κανέναν τρόπο
οὐκ στιν τε = ποτέ
οὐκ στιν που = πουθενά
ς ε, πως ε, ς ν, σπερ ν, σπερ ε, σπερ ν ε = σαν
Με τα τελευταία μπορούν να εισάγονται και αναφορικές παραβολικές προτάσεις
                                 ΕΛΞΗ ΤΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΟΥ
Έλξη του αναφορικού έχουμε, όταν η αναφορική αντωνυμία (συνήθως η ς, , ) δε βρίσκεται στην αιτιατική πτώση, όπως πρέπει, αλλά σε γενική ή δοτική από έλξη προς το όνομα ή την αντωνυμία στην οποία αναφέρεται και που βρίσκεται σε γενική ή δοτική πτώση.
Όταν η αναφορική αντωνυμία αναφέρεται σε δεικτική αντωνυμία, τότε η δεικτική  αντωνυμία παραλείπεται και η αναφορική αντωνυμία παίρνει την πτώση της δεικτικής και τη συντακτική της θέση.
Όταν η αναφορική αντωνυμία αναφέρεται σε ουσιαστικό, τότε το ουσιαστικό μπαίνει αρκετές φορές μετά την αναφορική πρόταση (στο τέλος της χωρίς άρθρο), αντί να βρίσκεται πριν από την αναφορική πρόταση.
Σε ορισμένες περιπτώσεις ο όρος που προσδιορίζεται έλκεται από την αναφορική αντωνυμία. Το φαινόμενο ονομάζεται αντίστροφη έλξη.
Σε σπάνιες περιπτώσεις έλκονται και τα αναφορικά τοπικά επιρρήματα.   

                                Ο ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

Πλάγιο λόγο έχουμε, όταν τα λόγια κάποιου προσώπου φτάνουν σε μας με αλλαγές και με εξάρτηση από κάποιο ρήμα.
Ο πλάγιος λόγος εξαρτάται συνήθως από ρήματα λεκτικά, ερωτηματικά, κελευστικά, βουλητικά, αισθητικά, γνωστικά, δοξαστικά.        

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΕΥΘΕΟΣ ΛΟΓΟΥ ΣΕ ΠΛΑΓΙΟ ΛΟΓΟ 

α) Οι κύριες προτάσεις κρίσης μετατρέπονται σε :
1)      δευτερεύουσες ειδικές προτάσεις (από ρήματα λεκτικά: λέγω, διδάσκω κ.τ.λ.,
γνωστικά: γιγνώσκω, οἶδα κ.τ.λ., αισθητικά: αἰσθάνομαι, κούω κ.τ.λ., δεικτικά: δηλ, δείκνυμι κ.τ.λ.)
Οι δευτερεύουσες ειδικές προτάσεις εκφέρονται με Οριστική, δυνητική Οριστική, δυνητική Ευκτική, Ευκτική του πλάγιου λόγου (από ρήμα ιστορικού χρόνου). Μπορούν όμως να διατηρούν και την Οριστική, όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου, αν φανερώνεται γνώμη του υποκειμένου της πρότασης ή αν τονίζεται κάτι ως βέβαιο ή με έμφαση.
2)   ειδικό απαρέμφατο (από ρήματα λεκτικά: φημί, ὑπισχνοῦμαι κ.τ.λ., δοξαστικά: οἴομαι, ἡγοῦμαι κ.τ.λ. και σπανιότερα γνωστικά, αισθητικά, ρήματα με μελλοντική σημασία: μνυμι, λπίζω κ.τ.λ.)
Η   δυνητική   Οριστική   και   η   δυνητική   Ευκτική   τρέπονται    σε    ειδικό
Απαρέμφατο με το ν (ειδικό δυνητικό Απαρέμφατο).
3)      κατηγορηματική μετοχή (από ρήματα αισθητικά: κούω,  αἰσθάνομαι κ.τ.λ., γνωστικά: γιγνώσκω, οἶδα κ.τ.λ., αγγελίας: γγέλλω, δηλ κ.τ.λ.)
Η δυνητική Οριστική και η δυνητική Ευκτική τρέπονται σε κατηγορηματική μετοχή με το ν (δυνητική κατηγορηματική μετοχή)
β) Οι κύριες προτάσεις επιθυμίας μετατρέπονται σε :
    τελικό     απαρέμφατο    (από    ρήματα    κελευστικά,    απαγορευτικά,    ευχετικά, 
βουλητικά, προτρεπτικά, δυνητικά κ.τ.λ.)
γ) Οι ευθείες ερωτηματικές προτάσεις μετατρέπονται σε:
    πλάγιες    ερωτηματικές    προτάσεις    (από    ρήματα    ερωτηματικά,    απορίας, 
φροντίδας, γνώσης, άγνοιας, εξέτασης κ.τ.λ.)
 Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις εκφέρονται με Οριστική, δυνητική  Οριστική, δυνητική  Ευκτική,  Υποτακτική  απορηματική, Ευκτική του πλάγιου  λόγου (από ρήματα ιστορικού χρόνου). Μπορούν  όμως  να  διατηρούν την Οριστική και την Υποτακτική, ακόμη και όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου, αν  φανερώνεται γνώμη του υποκειμένου της πρότασης ή αν τονίζεται κάτι ως βέβαιο ή με έμφαση.
δ) Οι δευτερεύουσες προτάσεις παραμένουν δευτερεύουσες προτάσεις.
Όταν   εξαρτώνται   από  ρήμα  αρκτικού  χρόνου, διατηρούν την  έγκλιση που είχαν στον ευθύ λόγο.
Όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού  χρόνου, μπορούν να μετατρέψουν την Οριστική ή την Υποτακτική σε Ευκτική του πλάγιου λόγου. Αυτό όμως μπορεί και να  μη συμβεί, αν φανερώνεται γνώμη του υποκειμένου της πρότασης ή αν τονίζεται κάτι ως βέβαιο ή με έμφαση. 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕΤΑΤΡΟΠΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΘΥ ΛΟΓΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΓΙΟ ΛΟΓΟ

ΕΥΘΥΣ ΛΟΓΟΣ                                     ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

Κύρια πρόταση κρίσης                    à             ειδική πρόταση
                                                                          ειδικό Απαρέμφατο
                                                                          κατηγορηματική μετοχή
Κύρια πρόταση επιθυμίας               à              τελικό Απαρέμφατο
Ευθεία ερωτηματική πρόταση        à              πλάγια ερωτηματική πρόταση
Δευτερεύουσα πρόταση                  à              δευτερεύουσα πρόταση

ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΣ ΕΓΚΛΙΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΥΘΥ ΣΤΟΝ ΠΛΑΓΙΟ ΛΟΓΟ

ΕΥΘΥΣ ΛΟΓΟΣ                                             ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
1. Οριστική                                         à        α. Οριστική
            β. Ευκτική του πλάγιου λόγου (από ρήμα 
                                                                        ιστορικού χρόνου, όχι πάντα)
γ. ειδικό Απαρέμφατο
δ. κατηγορηματική μετοχή
2. Δυνητική Οριστική                         à        α. δυνητική Οριστική
                                                                        β. δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο
                                                                        γ. δυνητική κατηγορηματική μετοχή
3. Δυνητική Ευκτική                           à        α. δυνητική Ευκτική
                                                                        β. δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο
                                                                        γ. δυνητική κατηγορηματική μετοχή
4. Υποτακτική                                     à        α. Υποτακτική (στις δευτερεύουσες 
                                                                                    προτάσεις)
                                                                         β. Ευκτική του πλάγιου λόγου (από ρήμα
                                                                                    ιστορικού χρόνου, όχι πάντα)
                                                                          γ. τελικό Απαρέμφατο
5. Προστακτική                                     à        α. τελικό Απαρέμφατο
6. Ευκτική                                             à        α. Ευκτική του πλάγιου λόγου
                                                                           β. τελικό Απαρέμφατο
                                      ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Προσοχή χρειάζεται στη μετατροπή των προσώπων από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο. Πρακτικά χρήσιμο είναι να μεταφράζουμε και τον ευθύ και τον πλάγιο λόγο πρώτα στα νέα Ελληνικά, για να μπορούμε να διαλέξουμε το ακριβές πρόσωπο που ταιριάζει σε κάθε περίπτωση. Επίσης προσοχή χρειάζεται στη μετατροπή των αντωνυμιών (ακολουθούμε την ίδια διαδικασία).
Ο χρόνος των ρημάτων κανονικά δε μεταβάλλεται από τον ευθύ στον πλάγιο λόγο. Υπάρχουν όμως ορισμένες αλλαγές, γιατί δεν υπάρχουν αντίστοιχοι τύποι σε άλλες εγκλίσεις.
 Ο Παρατατικός της Οριστικής στον ευθύ λόγο γίνεται Ενεστώτας Ευκτικής ή ειδικό Απαρέμφατο Ενεστώτα ή κατηγορηματική μετοχή Ενεστώτα στον πλάγιο λόγο. Αν όμως πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε Οριστική στον πλάγιο λόγο, παραμένει Παρατατικός Οριστικής.
Ο Υπερσυντέλικος της Οριστικής στον ευθύ λόγο γίνεται Παρακείμενος Ευκτικής ή ειδικό Απαρέμφατο Παρακειμένου ή κατηγορηματική μετοχή Παρακειμένου στον πλάγιο λόγο. Αν όμως πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε Οριστική στον πλάγιο λόγο, παραμένει Υπερσυντέλικος Οριστικής.
Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για τη δυνητική Οριστική Παρατατικού ή Υπερσυντέλικου. Δηλαδή αλλάζει ο χρόνος, αν μετατραπεί σε δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο ή δυνητική κατηγορηματική μετοχή. Οι αλλαγές στους χρόνους είναι ίδιες με τις παραπάνω.
Ο πλάγιος λόγος σε κείμενα ορισμένων αρχαίων συγγραφέων συνεχίζεται και μετά από τελεία, άνω τελεία, ερωτηματικό. Συνήθως αυτό συμβαίνει, όταν ο πλάγιος λόγος εκφέρεται με απαρέμφατο.
Οι ευθείες ερωτήσεις ολικής άγνοιας (απλές), όταν τρέπονται σε πλάγιες ερωτήσεις εισάγονται με τα ε (με Οριστική – Ευκτική), άν, ν, ν (με Υποτακτική).

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΕ ΕΥΘΥ ΛΟΓΟ

         ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ                                               ΕΥΘΥΣ ΛΟΓΟΣ
Ειδική πρόταση                                   à        κύρια πρόταση κρίσης                           
ειδικό Απαρέμφατο                             à        κύρια πρόταση κρίσης
κατηγορηματική μετοχή                      à        κύρια πρόταση κρίσης
τελικό Απαρέμφατο                             à        κύρια πρόταση επιθυμίας
πλάγια ερωτηματική πρόταση             à        ευθεία ερωτηματική πρόταση
δευτερεύουσα πρόταση                        à        δευτερεύουσα πρόταση

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΕΓΚΛΙΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΑΓΙΟ ΛΟΓΟ ΣΤΟΝ ΕΥΘΥ ΛΟΓΟ

ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ                                               ΕΥΘΥΣ ΛΟΓΟΣ
Οριστική                                              à        Οριστική
Δυνητική Οριστική                              à        δυνητική Οριστική
Δυνητική Ευκτική                                à        δυνητική Ευκτική
Ειδικό Απαρέμφατο                              à        Οριστική
Κατηγορηματική μετοχή                       à        Οριστική
Δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο                à        α. δυνητική Οριστική
                                                                            β. δυνητική Ευκτική
Δυνητική κατηγορηματική μετοχή         à        α. δυνητική Οριστική
                                                                             β. δυνητική Ευκτική
Ευκτική του πλάγιου λόγου                     à        α. Οριστική
                                                                              β. Υποτακτική
                                                                              γ. Ευκτική (στις υποθετικές προτάσεις)
Υποτακτική                                               à        Υποτακτική
Τελικό Απαρέμφατο                                   à        α. Υποτακτική
                                                                                β. Προστακτική
                                                                                γ. Ευκτική  

                                             ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κατά τη μετατροπή του πλάγιου λόγου σε ευθύ λόγο φεύγει το ρήμα της εξάρτησης.
Χρειάζεται προσοχή στη μεταβολή των προσώπων ή των αντωνυμιών. Πρακτικά χρήσιμη είναι η μετάφραση στα νέα Ελληνικά που μας βοηθάει να διαλέξουμε το σωστό πρόσωπο ή την κατάλληλη αντωνυμία.
Κατά τη μετατροπή από τον πλάγιο λόγο στον ευθύ λόγο ο χρόνος των ρημάτων δε μεταβάλλεται. Γίνονται μόνο κάποιες αναγκαίες μεταβολές, όπως και στη μετατροπή του ευθέος λόγου σε πλάγιο λόγο, επειδή δεν έχουν όλοι οι χρόνοι όλες τις εγκλίσεις ή τους ονοματικούς – ρηματικούς τύπους.
Ο Ενεστώτας της Ευκτικής του πλάγιου λόγου, το ειδικό Απαρέμφατο Ενεστώτα και η κατηγορηματική μετοχή Ενεστώτα, όταν μετατρέπονται στον ευθύ λόγο σε κύρια πρόταση κρίσης τίθενται σε Οριστική Ενεστώτα, αν η εξάρτηση είναι από ρήμα αρκτικού χρόνου. Τίθενται όμως σε Οριστική Παρατατικού, αν η εξάρτηση είναι από ρήμα ιστορικού χρόνου.
Ο Παρακείμενος της Ευκτικής του πλάγιου λόγου, το ειδικό Απαρέμφατο Παρακειμένου και η κατηγορηματική μετοχή Παρακειμένου, όταν μετατρέπονται στον ευθύ λόγο σε κύρια πρόταση κρίσης τίθενται σε Οριστική Παρακειμένου, αν η εξάρτηση είναι από ρήμα αρκτικού χρόνου. Τίθενται όμως σε Οριστική Υπερσυντέλικου, αν η εξάρτηση είναι από ρήμα ιστορικού χρόνου.
Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για το δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο και τη δυνητική κατηγορηματική μετοχή Ενεστώτα ή Παρακειμένου. Δηλαδή αλλάζει ο χρόνος, που εξαρτάται από το αν το ρήμα εξάρτησης είναι αρκτικού ή ιστορικού χρόνου. Οι αλλαγές στους χρόνους είναι ίδιες με αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω (Ενεστώτας και Παρακείμενος από ρήμα αρκτικού χρόνου, Παρατατικός και Υπερσυντέλικος από ρήμα ιστορικού χρόνου).
Το δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο και η δυνητική κατηγορηματική μετοχή τρέπονται σε δυνητική Οριστική ή δυνητική Ευκτική ανάλογα με τη σημασία τους (δυνητική Οριστική = δυνατό στο παρελθόν, αντίθετο του πραγματικού, δυνητική Ευκτική = δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον).
Το τελικό Απαρέμφατο τρέπεται σε Υποτακτική, Προστακτική, ευχετική Ευκτική ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης (δες στις εγκλίσεις στις κύριες προτάσεις επιθυμίας).
Αν η πλάγια ερωτηματική πρόταση εισάγεται με το ε, στην ευθεία ερωτηματική πρόταση δε χρησιμοποιούμε εισαγωγική λέξη.
Η αναφορική αντωνυμία και το αναφορικό επίρρημα της πλάγιας ερωτηματικής πρότασης μετατρέπονται στην αντίστοιχη ερωτηματική αντωνυμία ή στο αντίστοιχο ερωτηματικό επίρρημα στην ευθεία ερώτηση.   

             ΟΙ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΣΤΟΝ ΠΛΑΓΙΟ ΛΟΓΟ
Οι παρακάτω μεταβολές ισχύουν και για τις χρονικές υποθετικές, αναφορικές υποθετικές, εναντιωματικές προτάσεις που μαζί με την απόδοση σχηματίζουν υποθετικό λόγο.
Ο τρόπος εκφοράς των 6 ειδών των υποθετικών λόγων στον πλάγιο λόγο είναι ο εξής:

1.      ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
Όταν εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε + Οριστική
Απόδοση: ειδική πρόταση (με Οριστική ή δυνητική Ευκτική)
                 ειδικό Απαρέμφατο ή δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο
                 κατηγορηματική μετοχή ή δυνητική κατηγορηματική μετοχή
                 τελικό Απαρέμφατο
                 πλάγια ερωτηματική πρόταση (χωρίς αλλαγή στην έγκλιση)
Όταν εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε + Ευκτική πλάγιου λόγου ή σπανιότερα ε + Οριστική
Απόδοση: ειδική πρόταση (με Ευκτική του πλάγιου λόγου ή δυνητική Ευκτική)
                 ειδικό Απαρέμφατο ή δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο
                 κατηγορηματική μετοχή ή δυνητική κατηγορηματική μετοχή
                 τελικό Απαρέμφατο
                 πλάγια  ερωτηματική  πρόταση  (με  Ευκτική  του  πλάγιου  λόγου  ή
                   σπανιότερα με Οριστική, απορηματική Υποτακτική, δυνητική Ευκτική)

2.      ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΘΕΤΟΥ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
Όταν εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε + Οριστική παρελθοντικού χρόνου
Απόδοση: ειδική  πρόταση  (με   δυνητική  Οριστική  ή   Οριστική   Παρατατικού   ή
                     Αορίστου απρόσωπου ρήματος ή απρόσωπης έκφρασης)
                 ειδικό   δυνητικό   Απαρέμφατο   ή   ειδικό   Απαρέμφατο   απρόσωπου
                     ρήματος ή απρόσωπης έκφρασης
                 δυνητική   κατηγορηματική    μετοχή     ή     κατηγορηματική    μετοχή
         απρόσωπου ρήματος ή απρόσωπης έκφρασης
                 πλάγια  ερωτηματική πρόταση    (με    δυνητική   Οριστική   ή   Οριστική
                     Παρατατικού ή Αορίστου απρόσωπου ρήματος ή απρόσωπης έκφρασης)
Όταν εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε + Οριστική παρελθοντικού χρόνου
Απόδοση: όπως ακριβώς και όταν εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου.

3.      ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΟΥ
Όταν εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: άν, ν, ν + Υποτακτική (ταν, πειδάν, πάν, πρίν ν,  ως ν,  πόταν,
                        μέχρι ν, νίκα ν, + Υποτακτική)
Απόδοση: ειδική πρόταση (με Οριστική Μέλλοντα ή μελλοντική έκφραση)
                 ειδικό Απαρέμφατο ή δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο
                 κατηγορηματική μετοχή ή δυνητική κατηγορηματική μετοχή
                 τελικό Απαρέμφατο
                 πλάγια  ερωτηματική  πρόταση  (με  Οριστική Μέλλοντα ή   μελλοντική
                     έκφραση, με την οποία εκφέρονται οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις) 
Όταν εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε + Ευκτική πλάγιου  λόγουτε,  πειδή, πεί, πότε, πρίν,  ως,  μέχρι,
                        νίκα + Ευκτική του πλάγιου λόγου
                 σε κάποιες όμως σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εκφέρεται  και όπως, όταν
                        εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου
Απόδοση: ειδική πρόταση (με Ευκτική του πλάγιου  λόγου ή σπάνια  με  μελλοντική
                        έκφραση)
                 ειδικό Απαρέμφατο ή δυνητικό ειδικό Απαρέμφατο
                 κατηγορηματική μετοχή ή δυνητική κατηγορηματική μετοχή
                 τελικό Απαρέμφατο
                 πλάγια ερωτηματική πρόταση (με Ευκτική του πλάγιου λόγου  ή  σπάνια
με μελλοντική έκφραση)

4.      ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΟΡΙΣΤΗΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ Ή ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Όταν εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ἐάν, ν, ν + Υποτακτική (ταν, πόταν, πειδάν, πάν,  πρίν ν, ως  ν,
                        μέχρι ν, νίκα ν + Υποτακτική)
Απόδοση: ειδική πρόταση (με Οριστική Ενεστώτα ή ενεστωτική έκφραση)
                 ειδικό Απαρέμφατο Ενεστώτα
                 κατηγορηματική μετοχή Ενεστώτα
                 πλάγια ερωτηματική πρόταση (με Οριστική Ενεστώτα ή ενεστωτική
                                                                                                               έκφραση)
Όταν εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε  +   Ευκτική  του  πλάγιου  λόγου (τε, πειδή, πεί,  πότε,  πρίν,  ως,
μέχρι, νίκα + Ευκτική του πλάγιου λόγου)
                 σε  κάποιες  σπάνιες  περιπτώσεις  μπορεί  να  εκφέρεται  και   όπως,   όταν
                        εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου
Απόδοση: ειδική   πρόταση   (με   Ευκτική  του   πλάγιου   λόγου   σε   Ενεστώτα,   ή
                        σπανιότερα με Οριστική Ενεστώτα ή ενεστωτική έκφραση)
                 ειδικό Απαρέμφατο Ενεστώτα
                 κατηγορηματική μετοχή Ενεστώτα  
                 πλάγια  ερωτηματική  πρόταση   (με   Ευκτική   του   πλάγιου  λόγου   σε
Ενεστώτα ή σπανιότερα με Οριστική Ενεστώτα ή ενεστωτική έκφραση)

5.      ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Όταν εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε + Ευκτική (τε, πότε, πεί, πειδή κ.τ.λ. + Ευκτική)
Απόδοση: ειδική  πρόταση  (με   δυνητική   Ευκτική   ή   σπανιότερα   με   Οριστική
Ενεστώτα ή Μέλλοντα)
                 δυνητικό   ειδικό  Απαρέμφατο  ή   ειδικό   Απαρέμφατο   Ενεστώτα   ή
Μέλλοντα
      δυνητική    κατηγορηματική    μετοχή    ή    κατηγορηματική    μετοχή
Ενεστώτα ή Μέλλοντα
Πλάγια  ερωτηματική  πρόταση  (με  δυνητική Ευκτική ή σπανιότερα  με Οριστική 
        Ενεστώτα ή Μέλλοντα)

Όταν εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε + Ευκτική (ὅτε, πότε, πεί, πειδή κ.τ.λ. + Ευκτική)
Απόδοση: ειδική  πρόταση  (με  δυνητική  Ευκτική,   σπανιότερα   με   Ευκτική   του
πλάγιου  λόγου   Ενεστώτα   ή   Μέλλοντα  και  ακόμα  σπανιότερα  με  
Οριστική Ενεστώτα ή Μέλλοντα)
                 δυνητικό  ειδικό  Απαρέμφατο   ή   ειδικό   Απαρέμφατο   Ενεστώτα   ή
Μέλλοντα
                 δυνητική     κατηγορηματική    μετοχή    ή    κατηγορηματική    μετοχή 
Ενεστώτα  ή Μέλλοντα
Πλάγια   ερωτηματική   πρόταση   (με δυνητική Ευκτική, σπανιότερα  με Ευκτική  του  πλάγιου   λόγου   Ενεστώτα   ή   Μέλλοντα   και   ακόμα σπανιότερα με Οριστική Ενεστώτα ή Μέλλοντα)

6.      ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΟΡΙΣΤΗΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Όταν εξαρτάται από ρήμα αρκτικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε + Ευκτική (τε, πότε, πεί, πειδή κ.τ.λ. + Ευκτική)
Απόδοση: ειδική  πρόταση  (με Οριστική  ιστορικού   χρόνου  ή  δυνητική  Οριστική
                        Παρατατικού ή Αορίστου)
                 ειδικό Απαρέμφατο Ενεστώτα ή Αορίστου
                 κατηγορηματική μετοχή Ενεστώτα ή Αορίστου
                 πλάγια   ερωτηματική   πρόταση   (με   Οριστική   ιστορικού   χρόνου    ή
δυνητική Οριστική Παρατατικού ή Αορίστου)
Όταν εξαρτάται από ρήμα ιστορικού χρόνου εκφέρεται:
Υπόθεση: ε + Ευκτική (τε, πότε, πεί, πειδή + Ευκτική)
Απόδοση: ειδική  πρόταση  (με  Ευκτική   του   πλάγιου   λόγου   ή   σπανιότερα   με
Οριστική ιστορικού χρόνου ή δυνητική Οριστική Παρατατικού ή Αορίστου)
                 ειδικό Απαρέμφατο Ενεστώτα ή Αορίστου
                 κατηγορηματική μετοχή Ενεστώτα ή Αορίστου
                 πλάγια   ερωτηματική   πρόταση   (με Ευκτική  του   πλάγιου    λόγου    ή
                        σπανιότερα  με  Οριστική  ιστορικού   χρόνου   ή   δυνητική   Οριστική
                        Παρατατικού ή Αορίστου)                                

                          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου